Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (461-509)

ΧΟ. ἐπάξιος μέν, Οἰδίπους, κατοικτίσαι,
αὐτός τε παῖδές θ᾽ αἵδ᾽· ἐπεὶ δὲ τῆσδε γῆς
σωτῆρα σαυτὸν τῷδ᾽ ἐπεμβάλλεις λόγῳ,
παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα.
465 ΟΙ. ὦ φίλταθ᾽, ὥς νυν πᾶν τελοῦντι προξένει.
ΧΟ. θοῦ νυν καθαρμὸν τῶνδε δαιμόνων, ἐφ᾽ ἃς
τὸ πρῶτον ἵκου καὶ κατέστειψας πέδον.
ΟΙ. τρόποισι ποίοις; ὦ ξένοι, διδάσκετε.
ΧΟ. πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ ἀειρύτου χοὰς
470 κρήνης ἐνεγκοῦ, δι᾽ ὁσίων χειρῶν θιγών.
ΟΙ. ὅταν δὲ τοῦτο χεῦμ᾽ ἀκήρατον λάβω;
ΧΟ. κρατῆρές εἰσιν, ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη,
ὧν κρᾶτ᾽ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους.
ΟΙ. θαλλοῖσιν ἢ κρόκαισιν, ἢ ποίῳ τρόπῳ;
475 ΧΟ. οἰὸς νεώρους νεοπόκῳ μαλλῷ λαβών.
ΟΙ. εἶἑν· τὸ δ᾽ ἔνθεν πῇ τελευτῆσαί με χρή;
ΧΟ. χοὰς χέασθαι στάντα πρὸς πρώτην ἕω.
ΟΙ. ἦ τοῖσδε κρωσσοῖς οἷς λέγεις χέω τάδε;
ΧΟ. τρισσάς γε πηγάς· τὸν τελευταῖον δ᾽ ὅλον.
480 ΟΙ. τοῦ τόνδε πλήσας θῶ; δίδασκε καὶ τόδε.
ΧΟ. ὕδατος, μελίσσης, μηδὲ προσφέρειν μέθυ.
ΟΙ. ὅταν δὲ τούτων γῆ μελάμφυλλος τύχῃ;
ΧΟ. τρὶς ἐννέ᾽ αὐτῇ κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν
τιθεὶς ἐλαίας τάσδ᾽ ἐπεύχεσθαι λιτάς.
485 ΟΙ. τούτων ἀκοῦσαι βούλομαι· μέγιστα γάρ.
ΧΟ. ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας, ἐξ εὐμενῶν
στέρνων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην σωτηρίους
αἰτοῦ σύ τ᾽ αὐτὸς κεἴ τις ἄλλος ἀντὶ σοῦ,
ἄπυστα φωνῶν μηδὲ μηκύνων βοήν·
490 ἔπειτ᾽ ἀφέρπειν ἄστροφος. καὶ ταῦτά σοι
δράσαντι θαρσῶν ἂν παρασταίην ἐγώ,
ἄλλως δὲ δειμαίνοιμ᾽ ἄν, ὦ ξέν᾽, ἀμφὶ σοί.
ΟΙ. ὦ παῖδε, κλύετον τῶνδε προσχώρων ξένων;
ΙΣ. ἠκούσαμέν τε, χὤ τι δεῖ πρόστασσε δρᾶν.
495 ΟΙ. ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά· λείπομαι γὰρ ἐν
τῷ μὴ δύνασθαι μηδ᾽ ὁρᾶν, δυοῖν κακοῖν·
σφῷν δ᾽ ἁτέρα μολοῦσα πραξάτω τάδε.
ἀρκεῖν γὰρ οἶμαι κἀντὶ μυρίων μίαν
ψυχὴν τάδ᾽ ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ.
500 ἀλλ᾽ ἐν τάχει τι πράσσετον· μόνον δέ με
μὴ λείπετ᾽· οὐ γὰρ ἂν σθένοι τοὐμὸν δέμας
ἐρῆμον ἕρπειν οὐδ᾽ ὑφηγητοῦ δίχα.
ΙΣ. ἀλλ᾽ εἶμ᾽ ἐγὼ τελοῦσα· τὸν τόπον δ᾽ ἵνα
χρἤσται μ᾽ ἐφευρεῖν, τοῦτο βούλομαι μαθεῖν.
505 ΧΟ. τοὐκεῖθεν ἄλσους, ὦ ξένη, τοῦδ᾽. ἢν δέ του
σπάνιν τιν᾽ ἴσχῃς, ἔστ᾽ ἔποικος, ὃς φράσει.
ΙΣ. χωροῖμ᾽ ἂν ἐς τόδ᾽· Ἀντιγόνη, σὺ δ᾽ ἐνθάδε
φύλασσε πατέρα τόνδε· τοῖς τεκοῦσι γὰρ
οὐδ᾽ εἰ πονεῖ τις, δεῖ πόνου μνήμην ἔχειν.

ΧΟ. Άξιος είσαι, Οιδίποδα, να σπλαχνιστούμε
κι εσένα και τις κόρες σου. Κι αφού προσφέρεσαι
της γης αυτής σωτήρας με τον λόγο σου, θέλω κι εγώ
ωφέλιμη παραίνεση να δώσω.
465ΟΙ. Μίλησε, φίλτατε, κι ό,τι μου πεις πρόθυμος είμαι να το κάνω.
ΧΟ. Πρόσφερε τώρα καθαρμού σπονδές σ᾽ εκείνες τις θεές,
όπου πρωτύτερα μπήκες στον χώρο τους
και πάτησες στο χώμα τους.
ΟΙ. Και ποιός ο τρόπος; Πείτε μου, να μάθω, ξένοι;
ΧΟ. Πρώτα χοές να φέρεις από κρήνη αστείρευτη,
470με χέρια πεντακάθαρα να τις αντλήσεις.
ΟΙ. Κι όταν το νάμα αυτό το ακήρατο το πάρω;
ΧΟ. Στέκονται εδώ κρατήρες, τέχνη επιδέξιου τεχνίτη,
στεφάνωσε λοιπόν τα χείλη τους και τις διπλές χειρολαβές τους.
ΟΙ. Με τρυφερά κλαδιά; με νήματα; ή πώς αλλιώς;
475ΧΟ. Πιάσε από προβατάκι νιόκοπο μαλλί.
ΟΙ. Πάει καλά. Μετά πώς πρέπει να τελειώσω;
ΧΟ. Ορθός να στάξεις τις χοές, στραμμένος στην ανατολή.
ΟΙ. Με τα κροντήρια αυτά που λες θα κάνω τη σπονδή;
ΧΟ. Από τα δύο τρεις φορές, από το τρίτο μονομιάς.
480ΟΙ. Κι αυτό με τί θα το γεμίσω; πες να το ξέρω.
ΧΟ. Μ᾽ αγνό νερό και μέλι, κρασί μη βάλεις μέσα.
ΟΙ. Κι όταν δεχτεί τις προσφορές το χώμα με τα μαύρα φύλλα;
ΧΟ. Μετρώντας τρεις φορές εννιά, κλαδιά ελιάς με το ᾽να
και με τ᾽ άλλο χέρι απίθωσε,
κι ύστερα πρόφερε την προσευχή σου.
485ΟΙ. Τα λόγια της ν᾽ ακούσω θέλω, είναι αυτό το πιο σημαντικό.
ΧΟ. Όπως εμείς τις ονομάζουμε Ευμενίδες, να σε δεχτούν
με ευμένεια ικέτη τους και να σε σώσουν
παρακάλεσε, εσύ ο ίδιος ή στη θέση σου ένας άλλος,
μόνο ψιθυριστά, να μην ακούγεται η φωνή μακρύτερα.
490Μετά αποσύρεσαι, δίχως να στρέψεις το κεφάλι πίσω.
Αν την παραίνεσή μου κάνεις πράξη, άφοβα τότε θα μπορούσα
να σου παρασταθώ κι εγώ, αλλιώς με πιάνει
φόβος, ξένε, για την τύχη σου.
ΟΙ. Κόρες μου, ακούσατε όσα οι φιλόξενοι μας συμβουλεύουν;
ΑΝ. Ακούσαμε, και πρόσταξε να κάνουμε ό,τι πρέπει.
495ΟΙ. Εγώ δεν είμαι ικανός να πορευτώ,
μου λείπουν δύναμη και μάτια — δυο κακά·
μια από σας λοιπόν ας πάει εκεί, τα πρέποντα να πράξει.
Αρκεί φαντάζομαι η μια ψυχή, αντί για μύριες,
το χρέος μας αυτό να ξεπληρώσει, φτάνει να είναι καθαρή.
500Αλλά να γίνει κάτι γρήγορα· εμένα μόνο
μη μ᾽ αφήσετε μονάχο. Γιατί είναι ανίσχυρο το σώμα αυτό,
και δεν μπορεί να σέρνεται έρημο, με δίχως οδηγό.
ΙΣ. Θα πάω εγώ, όλα θα γίνουν από μένα· το μέρος όμως
που πρέπει να βρεθώ, αυτό θέλω να μάθω.
505ΧΟ. Στο πλάι του άλσους, ξένη. Κι αν σου λείψει κάτι,
υπάρχει επιτόπου κάποιος να στο εξηγήσει.
ΙΣ. Λέω να πηγαίνω τώρα προς τα κει, Αντιγόνη,
αλλά κι εσύ τον νου σου στον πατέρα. Γιατί για τους γονείς,
όσο κι αν κάποιος κόπιασε, τον κόπο του πρέπει να τον ξεχνά.


ΧΟΡ. Τ᾽ αξίζεις να σε σπλαχνιστούμε, Οιδίπου,
και σε κι αυτές τις κόρες σου· κι αφού
μες στ᾽ άλλα και της χώρας μας σωτήρα
προσφέρεις, μ᾽ όσα λες, τον εαυτό σου,
θέλω κι εγώ προς το συμφέρο σου
μια ορμήνια να σου δώσω. ΟΙΔ. Ω φίλτατέ μου,
λέγε μου· κι είμαι πρόθυμος στα πάντα.
ΧΟΡ. Πρόσφερε πρώτα καθαρμού θυσία
στις θεές αυτές, που πρώτα σ᾽ αυτές ήρθες
και πάτησες το χώμα των. ΟΙΔ. Και τί είδους
θυσία, ξένε; πες μου εσύ να ξέρω.
ΧΟΡ. Πρώτ᾽ από κρήνη αστείρευτη να φέρεις
470άγιες σπονδές, που πιάσεις μ᾽ όσια χέρια.
ΟΙΔ. Κι αφού αυτό φέρω το άχραντο τ᾽ ανάμα;
ΧΟΡ. Θα βρεις κροντήρια εδώ, δουλειά επιδέξιου
τεχνίτη, και στεφάνωσε ένα γύρο
το χείλος και τα δυο πιασίματά των.
ΟΙΔ. Με ροδάμια ή ποκάρι; ή ποιό άλλο τρόπο;
ΧΟΡ. Με νιόκοπο μαλλί νεαρής αμνάδας.
ΟΙΔ. Καλά· κι έπειτα πώς θα τελειώσω;
ΧΟΡ. Θα χύνεις τις σπονδές σου γυρισμένος
κατά που πρωτοφέγγει η αυγή. ΟΙΔ. Από κείνα
τα κροντήρια που λες θενα τις χύσω;
ΧΟΡ. Ναι, από τα δυο σε τρεις φορές θ᾽ αδειάσεις
νερό καθάριο· μα το τελευταίο
μονομιάς όλο. ΟΙΔ. Και με τί θα πρέπει
480να το γεμίσω αυτό; πε μου να ξέρω.
ΧΟΡ. Νερό και μέλι· μα κρασί μη βάλεις.
ΟΙΔ. Κι αφού δεχτεί το βαθύσκιωτο χώμα
αυτές μου τις σπονδές; ΧΟΡ. Τρις εννιά κλώνους
ελιάς με το ᾽να και με τ᾽ άλλο χέρι
να βάλεις από πάνω και να κάμεις
τη δέηση αυτή. ΟΙΔ. Πες μου να την ακούσω,
γιατ᾽ είναι και το πιο σπουδαίο για μένα.
ΧΟΡ. Καθώς τις ονομάζουμε Ευμενίδες,
έτσι να σε δεχτούν με ευμένεια τον ικέτη
και να σε σώζουν, παρακάλεσέ τις
είτε συ ο ίδιος, είτε κι όποιος άλλος
εκ μέρους σου, ψιθυριστά και δίχως
φωνή να υψώνει κι έπειτα να φεύγει
490χωρίς να στρέψει να κοιτάξει πίσω·
κι αν κάμεις έτσι, τότε θα μπορούσα
να σου παρασταθώ κι εγώ με θάρρος,
αλλιώς, θα ᾽χα για σένα φόβο, ω ξένε.
ΟΙΔ. Κόρες μου, τους ακούσατε τί λένε
οι άνθρωποι εδώ του τόπου; ΑΝΤ. Ναι, πατέρα,
και πρόσταξε να κάμομε ό,τι πρέπει.
ΟΙΔ. Εγώ να πάω δεν μπορώ· μου λείπουν,
για να το κάμω, ότι δεν έχω μήτε
δυνάμεις μήτε μάτια — δυο κακά.
Μ᾽ ας πάει μια απ᾽ τις δυο σας, για να κάμει
τις προσφορές αυτές· γιατί πιστεύω
πως φτάνει μια ψυχή κι αντίς για μύριες
το χρέος να ξοφλήσει αυτό, σαν πάει
μ᾽ όλη της την καρδιά. Λοιπόν, ό,τ᾽ είναι
500να γίνει, ας γίνει γρήγορα· μονάχα
μη μ᾽ αφήσετε μόνο μου, γιατ᾽ έτσι
με δίχως οδηγό παρατημένος
δε θα μπόρειου να σύρω το κορμί μου.
ΙΣΜ. Εγώ θα πάω τις προσφορές να κάμω·
μα θέλω ακόμα, πού θα βρω τον τόπο
αυτό να μάθω. ΧΟΡ. Κατά κει από το άλσος,
ξένη μου, αυτό· κι αν τύχει και σου λείψει
κανένα πράμα, βρίσκετ᾽ εκεί κάποιος
που θενα σ᾽ οδηγήσει. ΙΣΜ. Εγώ πηγαίνω
λοιπόν εκεί· και συ εδώ, Αντιγόνη,
φύλαγε τον πατέρα μας· γιατί όταν
κανείς για τους γονιούς του κοπιάζει,
τον κόπον ούτε πρέπει να θυμάται.


ΧΟΡ. Τ᾽ αξίζεις Οιδίπου, κι εσύ κι αυτές εδώ οι παρθένες
να βρεις συμπόνεση· κι αφού με τα όσα λες προστάτης
της χώρας τούτης δείχνεσαι να σ᾽ ορμηνέψω θέλω
τα όσα θα σου είν᾽ ωφέλιμα. ΟΙΔ. Ω τρισαγαπημένε!
ορμήνευέ με ό,τι κι εγώ τώρα να κάμω πρέπει.
ΧΟΡ. Παστρέψου τώρα για τιμή των θεώνε, που σιμά τους
πρωτόρθες και τους πάτησες τον ιερό τους τόπο.
ΟΙΔ. Με τρόπους ποιούς να κάμω αυτό; φίλοι μου, μάθετέ με.
ΧΟΡ. Πρώτα από αστέρευτη κρουνιά σταλαγματιές να φέρνεις
470άγιες, αφού με καθαρά τα χέρια σου τις πιάσεις.
ΟΙΔ. Κι όταν αυτό το αμόλευτο νερό απ᾽ τη βρύση πιάσω;
ΧΟΡ. Είναι κροντήρια απ᾽ άνθρωπο τεχνίτη δουλεμένα,
που εσύ τα δυο χερούλια τους σκέπασε και το στόμα.
ΟΙΔ. Με νέα βλαστάρια ή γνέματα, ή με ποιόν άλλο τρόπο;
ΧΟΡ. Με πρόβατου νεογέννητου ποκάρι νιοκομμένο.
ΟΙΔ. Καλά· μα κι έπειτ᾽ απ᾽ αυτά πού πρέπει να τελειώσω;
ΧΟΡ. Στέκοντας ανατολικά να χύνεις τις χοές.
ΟΙΔ. Με τα κροντήρια αυτά, που λες, και τις χοές να χύνω;
ΧΟΡ. Απ᾽ το καθένα τρεις φορές χύνε· μα το στερνό όλο.
480ΟΙΔ. Με τί να το γεμίσω αυτό; και τούτο ορμήνευέ με.
ΧΟΡ. Νερό και μέλι· μα κρασί καθόλου να μη βάνεις.
ΟΙΔ. Κι όταν η γη η μαυρόφυλλη τα πάρει; ΧΟΡ. Αφού σκορπίσεις
και με τα δυο τα χέρια σου σ᾽ αυτήν ελιάς κλωνάρια
εννιά από τρεις φορές, να λες τα παρακάλια τούτα.
ΟΙΔ. Να τα γρικήσω θέλω αυτά, γιατί είν᾽ το πιο σπουδαίο.
ΧΟΡ. Με την ψυχή καλόγνωμη να δέχουνται σωσμένο
τον παρακαλεστήν αυτές, που κράζουμ᾽ Ευμενίδες,
ζήταγε εσύ μονάχος σου ή και για σε όποιος άλλος,
μιλώντας σιγανά χωρίς πιο δυνατή να βγάνει
490φωνή· να τραβηχτεί έπειτα δίχως να βλέπει πίσω.
Και τούτα αν κάμει θαρρετά κι εγώ θα σε βοηθήσω·
αλλιώτικα πάντα από σε, ξένε, θενά ᾽χω φόβο.
ΟΙΔ. Παιδιά μου, ακούτε αυτούς εδώ τους κοντινούς μας ξένους;
ΑΝΤ. Κι ακούσαμε και διάταζε να κάμουμε ό,τι πρέπει.
ΟΙΔ. Εγώ να πάω δεν μπορώ· τι με κρατούνε δύο
κακά, που διόλου δύναμη δεν έχω, μήτε βλέπω.
Μα από τις δυο σας τώρα η μια τούτα να κάμει ας πάει.
Γιατί νομίζω, είν᾽ αρκετή αντίς πολλές και μία
ψυχή να ξεπληρώσει αυτά, καλόγνωμη αν σιμώνει.
500Μα γλήγορα κάμετε αρχή και μη με αφήστε μόνο,
γιατί δεν έχει δύναμη μονάχο το κορμί μου
να σέρνεται, μηδέ χωρίς οδηγητή. ΙΣΜ. Να κάμω
αυτά που λες πηγαίνω εγώ· μα και το μέρος, όπου
ανάγκη θα ᾽ναι να τα βρω, θέλω να μάθω. ΧΟΡ. Ξένη,
από το δάσος πέρα εκεί· και τίποτε αν σου λείψει
από όλα, υπάρχει φύλακας που θα σου πει. ΙΣΜ. Πηγαίνω
γι᾽ αυτά, κι εσύ, Αντιγόνη μου, μένοντας εδώ πέρα,
πρόσεχε τον πατέρα μας· γιατί κανείς δεν πρέπει
του κόπου να ᾽χει θύμηση, για τους γονιούς του αν πάσχει.