Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

16.4. Πότε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία σταματά να είναι ελληνική, πότε να είναι αρχαία, πότε να είναι φιλοσοφία…

(1) Αν η αρχαία φιλοσοφία ήταν «ελληνική» ανεξάρτητα από την καταγωγή και τη φυλή του φιλοσόφου, τότε το γεγονός ότι από τα αυτοκρατορικά χρόνια όλο και περισσότεροι «ξένοι» ή «βάρβαροι» φιλοσοφούσαν δεν σημαίνει πολλά για την ελληνική ταυτότητα της φιλοσοφίας. Διότι όλοι φιλοσοφούσαν ελληνικά και στα ελληνικά, με τον τρόπο αλλά και τη γλώσσα των Ελλήνων. Εξάλλου, το γλωσσικό όργανο δεν αλλάζει σε τόσο μεγάλο βαθμό κατά το πέρασμα στα βυζαντινά χρόνια, ώστε να το χρησιμοποιήσουμε ως αποφασιστικό κριτήριο της αλλαγής. Όσο Έλληνας, στην παιδεία και τη γλώσσα, ήταν ο Πλωτίνος τόσο ήταν και ο Ωριγένης - ο Λουκιανός και ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Αν, πάλι, η φιλοσοφία ήταν ελληνική όσο αντιστοιχούσε στον «ελληνικό πολιτισμό», το πρόβλημα παραμένει: ποιος ήταν αυτός ο «ελληνικός πολιτισμός», ειδικά μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ.; Καθοριστικό για οποιαδήποτε απάντηση είναι το κριτήριο της πολιτισμικής (και της γλωσσικής) συνέχειας.

Σε μια εποχή σαν την Ύστερη Αρχαιότητα, στην οποία κατασκευάζονταν γνήσιες και πλαστές ταυτότητες (φυλετικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές) και τα όρια πολλών πεδίων (π.χ. φιλοσοφίας και θεολογίας) παρέμεναν ασαφή, ο ἑλληνισμός ήταν το μήλον της έριδος. Στο πεδίο της φιλοσοφίας, οι εθνικοί υπερασπίζονταν τον ἑλληνισμό (τον πολιτισμό τους) σαν ενιαίο σύνολο, που κάποιος το δέχεται όπως είναι ή το απορρίπτει. Αν απορρίψει κάποιος μία όψη του (π.χ. τη θρησκεία), είναι σαν να τον απορρίπτει ολόκληρο - τότε όμως, όπως συμβαίνει με τους χριστιανούς, τίθεται εκτός πολιτισμού. Ο Ιουλιανός το έθεσε ξεκάθαρα. Οι χριστιανοί, από την πλευρά τους, αντιδρούσαν στην αξίωση των εθνικών να είναι οι προνομιούχοι διαχειριστές μιας πανάρχαιας και αδιαίρετης κληρονομιάς. Διεκδικούσαν για τον εαυτό τους όψεις αυτού του ἑλληνισμοῦ, όπως την παιδεία ή ουσιαστικό μέρος της φιλοσοφίας, τις οποίες θεωρούσαν συμβατές με τον χριστιανισμό.

Μια παλαιά ιστορία… Υπήρχε, τελικά, τότε ένας ἑλληνισμός- για να τον υπερασπιστείς ή να τον καταδικάσεις; Πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού (εγκαταλελειμμένου ή κατεστραμμένου), ο εθνικός θρηνούσε για τα απομεινάρια μιας μεγάλης μέρας και αναπολούσε τα περασμένα μεγαλεία, ενώ ο χριστιανός έβλεπε το οικοδομικό υλικό για την καινούργια βασιλική που υψωνόταν.

(2) Πότε σταματά η φιλοσοφία να είναι «αρχαία»; Αν η φιλοσοφία προχωρεί μέσα στον κόσμο που την παράγει, τότε πρέπει να θέσουμε το παράλληλο ερώτημα: πότε σταματά αυτός ο κόσμος να είναι «αρχαίος» και γίνεται κάτι διαφορετικό; Αν αυτό που οι ιστορικοί σήμερα ονομάζουν Ύστερη Αρχαιότητα σταματά τον 7ο ή και τον 8ο αιώνα, μήπως πρέπει να δεχθούμε ότι ανάλογα και η αρχαία φιλοσοφία σβήνει τότε; Ή θα δεχθούμε την παραδοσιακή περιοδολόγηση της ιστορίας και θα σταματήσουμε στο 330 μ.Χ., όταν αρχίζουμε πλέον να μετράμε την ιστορία με βυζαντινούς ρυθμούς; Μήπως όμως οι αλλαγές αυτές (π.χ. η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η «έναρξη» της βυζαντινής ιστορίας) δεν ήταν τόσο ριζικές και γρήγορες όσο παραδοσιακά υποθέταμε; Εξάλλου, δεν είναι δεδομένο ότι η φιλοσοφική δραστηριότητα προσδιορίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό και με τόσο άμεσο τρόπο από τις ιστορικές αλλαγές.

Ένα εσωτερικό κριτήριο ίσως βοηθούσε περισσότερο: η φιλοσοφία παύει να είναι «αρχαία», όταν αλλάζει ο χαρακτήρας που είχε κατά την αρχαιότητα - αρκεί, βεβαίως, να δεχθούμε ότι είχε έναν ενιαίο χαρακτήρα από τον 6ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. Αυτό το κριτήριο μας οδηγεί στο πιο δύσκολο ερώτημα: πότε παύει να είναι φιλοσοφία;

(3) Αν κρίναμε αυστηρά με βάση τη σημερινή αντίληψη για το τι είναι φιλοσοφία (μια αντίληψη που ίσως δεν είναι μία και κοινή σε όλους), δεν θα δεχόμασταν ότι είναι φιλοσοφία πολλά από όσα δέχεται η έρευνα της αρχαιότητας. Πολλά, για παράδειγμα, θα τα θεωρούσαμε θεολογία. Αλλά τι κερδίζουμε στην κατανόηση της φιλοσοφίας και του πολιτισμού, του αρχαίου ας πούμε, αν βγάλουμε εκτός κείμενα και μνημεία επειδή μας φαίνονται σήμερα μη φιλοσοφικά;

Ας αναλογιστούμε πρώτα (ίσως και καλύτερα) ποια εικόνα είχε η ίδια η εποχή για τον εαυτό της. Τι θεωρούσαν «φιλοσοφία» στην Αθήνα του Περικλή και των σοφιστών ή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στις μεγάλες πόλεις και σχολές της ελληνιστικής οικουμένης, στη ρωμαϊκή μονοκρατορία, στις κρίσιμες στιγμές του 4ου αιώνα μ.Χ. Βλέποντας τα πράγματα μέσα στην εποχή τους, πρέπει να δεχθούμε ότι η φιλοσοφία του 3ου αιώνα μ.Χ. διαφέρει από εκείνη της κλασικής Αθήνας του 4ου αιώνα π.Χ. (και πολύ περισσότερο από τη φιλοσοφία της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού ή του καιρού μας).

Η φιλοσοφία στην αντίληψη πολλών αρχαίων, παράλληλα με τον θεωρητικό και γνωστικό χαρακτήρα της, ήταν η αναζήτηση ενός τρόπου ζωής - του φιλοσόφου βίου. Ήδη στην Ύστερη Αρχαιότητα οι εθνικοί (οι μη χριστιανοί) φιλόσοφοι είχαν θέσει ως ύψιστο σκοπό της φιλοσοφίας την ένωση με τον Θεό, ενώ ορισμένοι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ήταν οι ίδιοι «θεουργοί». Επομένως, τα όρια της φιλοσοφίας με τη θεολογία δεν ήταν πάντοτε ευδιάκριτα - και αυτό χωρίς την άμεση παρέμβαση του χριστιανισμού.

Όσοι έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως ανάμεσα στους Έλληνες ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοί τους. Οι διδασκαλίες του Πλάτωνα δεν είναι ξένες προς τον Χριστό, δεν είναι ωστόσο και παντελώς όμοιες, όπως δεν είναι και των άλλων, των Στωικών, των ποιητών και των συγγραφέων. Γιατί ο καθένας τους μίλησε σωστά, επειδή είδε από τον σπερματικό θεϊκό λόγο ό,τι ήταν συγγενικό με τη φύση του. […] Όσα ορθά έχουν πει όλοι, ανήκουν σε μας τους χριστιανούς. Γιατί όλοι οι συγγραφείς μπορούσαν να βλέπουν τα όντα αμυδρώς, χάρη στην έμφυτη σπορά του Λόγου.

Ιουστίνος, Απολογία Α' 46.3

Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε την αξίωση των χριστιανών να εμφανιστούν αυτοί ως οι αληθινοί φιλόσοφοι. Από τη μια πλευρά, χρησιμοποιούσαν τις θεωρητικές αρχές του πλατωνισμού και ήταν σε θέση να υποστηρίξουν ότι η πίστη τους είναι λογική. Από την άλλη, δεχόμενοι μαζί με τους εθνικούς ότι η φιλοσοφία είναι μια «πνευματική άσκηση», διεκδικούσαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να επανακαθορίσουν το περιεχόμενο αυτής της άσκησης. Σε λίγα χρόνια θα είχαν, έτσι κι αλλιώς, τη δύναμη να το κάνουν. Έτσι, ο φιλόσοφος βίος(κατάκτηση του εθνικού πνεύματος) ταυτίστηκε με τον κατεξοχήν ασκητικό βίο που είχαν να προβάλουν οι χριστιανοί, με τον μοναχικό βίο.

Η πρόκληση έπεφτε πλέον στην πλευρά των χριστιανών. Οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι είναι (και ζουν σαν) περαστικοί από αυτό τον κόσμο. Ωστόσο, όσο το τέλος του κόσμου δεν έφτανε και το πέρασμα των χριστιανών από τα επίγεια συνεχιζόταν τόσο οργάνωναν τα πρότυπα του βίου τους. Εκεί ο διάλογος με τη φιλοσοφία ήταν, για πολλούς λόγους, αναγκαίος. Και έτσι ξεκινά μια νέα περιπέτεια για τη φιλοσοφία. Αλλά αυτός ο κόσμος αρχίζει να μην είναι πια ο αρχαίος κόσμος (του Ομήρου ή του Πλάτωνα), και δεν είναι ούτε ο δικός μας κόσμος.

Πότε, λοιπόν, σταματά η φιλοσοφία - αφού όλοι συνεχίζουν να την επικαλούνται;