Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

13.5. Επτά νομά… σ᾽ ένα δωμά…: οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις στα αυτοκρατορικά χρόνια

Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά την τύχη των πέντε μεγάλων φιλοσοφικών παραδόσεων και σχολών στον ενιαίο χώρο της ρωμαϊκής οικουμένης, αφήνοντας έξω τους Πλατωνικούς και τους χριστιανούς.

Οι Κυνικοίπεριπλανιούνται όπως πάντα στις πόλεις και τους δρόμους της αυτοκρατορίας, άλλοτε αιχμηροί, ρακένδυτοι, σωκρατικοί, περιπαιχτικοί και ενοχλητικοί σε ανθρώπους και παγιωμένες αξίες - και άλλοτε απλώς γραφικοί ή συμβιβασμένοι, κρατώντας μόνο την άσκοπη (και κάποτε προσοδοφόρα) επίδειξη της αναίδειας.

Οι Σκεπτικοί στα χρόνια αυτά δεν είναι τόσο φιλόσοφοι όσο εμπειρικοί γιατροί, που δεν αξιώθηκαν μια έδρα διδασκαλίας στις φιλοσοφικές σχολές. Εξάλλου, ως φιλόσοφοι ποτέ δεν βρέθηκαν στο προσκήνιο της φιλοσοφίας. Ίσως γιατί κάθε φιλόσοφος έχει εξαρχής μέσα του μια μικρή (σαν αντίδοτο;) δόση αμφιβολίας και σκεπτικισμού, ακόμη και αν καταλήγει (που συνήθως καταλήγει) σε βεβαιότητες. Ίσως γιατί οι σκεπτικοί είναι οι αντίπαλοι που ελάχιστοι τους θέλουν μπροστά τους, επειδή μοιάζει να κλονίζουν συστηματικά τις βεβαιότητες στις οποίες είτε ως φιλόσοφοι είτε ως άνθρωποι επενδύουμε τη ζωή μας, τη σκέψη μας, την καριέρα μας. Ίσως πάλι γιατί οι σκεπτικοί είναι οι φιλόσοφοι που ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ή δεν έχουν ισχυρή παρουσία, οι δογματικοί αντίπαλοί τους (δηλαδή όλοι οι άλλοι φιλόσοφοι) σκιαμαχούν εναντίον τους. Ποιος, αλήθεια, θα ακολουθούσε τέτοιους φιλοσόφους και πόση απήχηση μπορούν να έχουν σε έναν κόσμο που εναγωνίως αποζητά βεβαιότητες;

Οι Επικούρειοι, με απόμακρη αξιοπρέπεια, επιβιώνουν στις κοινότητες των φίλων - εχθροί (όλο και περισσότερο άσφαιροι) των λατρειών και των δεισιδαιμονιών όλων των κοινωνικών ομάδων. Επιτίθενται σε κάθε είδους παρηγορητές της ανθρώπινης δυστυχίας, στους περιπλανώμενους μάγους και θεραπευτές, στους αστρολόγους, στους «ιερούς άνδρες», στους ιερείς των πολλά υποσχόμενων λατρειών που ανθούσαν. Η ριζική απόρριψη του παραλόγου από τη ζωή προσδίδει καθαρότητα στην αντίληψη των επικούρειων για την πραγματικότητα. Δεν κατορθώνει όμως να ικανοποιήσει τους ανθρώπους της εποχής, για τους οποίους το υπερφυσικό δεν είναι μια θεωρητική δυνατότητα αλλά μια παρουσία που τη ζουν, μια εμπειρία καθημερινή. Εύλογα, λοιπόν, ο επικουρισμός δεν είναι πλέον ιδιαίτερα δημοφιλής.

Οι Στωικοί, αντίθετα, μοιάζουν οι καλύτερα προετοιμασμένοι για τις συνθήκες της αυτοκρατορικής εποχής. Έχουν απομακρυνθεί από τον αυστηρό και δύσκαμπτο πρώτο τους εαυτό (την «Αρχαία Στοά»), που καθιστούσε απρόσιτο το ιδανικό της σοφίας. Χάρη στις προσαρμογές που είχε από καιρό επιφέρει ο Ποσειδώνιος, ο στωικισμός κατανοεί και σε μερικές περιπτώσεις στηρίζει τη λαϊκή πίστη στη μαγεία, στην αστρολογία, στη μαντεία, στους δαίμονες, στη μετά θάνατον ζωή της ψυχής, στη θεία πρόνοια. Δεν μένει στην εξήγηση της φύσης και της πορείας του σύμπαντος, δηλαδή στο γενικό. Ενδιαφέρεται για το ατομικό, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, προς τον οποίο δίνει ηθικές συμβουλές για τις περιστάσεις της ζωής και του υποδεικνύει ελκυστικούς και εφικτούς τρόπους ζωής, τους οποίους δικαιολογεί με βάση γενικές θεωρητικές αρχές. Ο στωικισμός επηρεάζει ακόμη πολλούς μορφωμένους, εμφανιζόμενος σε διαφορετικές εκδοχές, αυστηρότερες ή χαλαρότερες, από πρώην δούλους σαν τον Επίκτητο έως συγκλητικούς σαν τον Σενέκα και αυτοκράτορες σαν τον Μάρκο Αυρήλιο. Τα «χρήσιμα» και επίκαιρα στοιχεία του όμως κατάφερε να τα απορροφήσει ο Πλατωνισμός.

Ο Αριστοτελισμός παρουσιάζεται φιλοσοφικά περισσότερο αξιόπιστος. Η αυθεντία του ιδρυτή του Λυκείου είχε παραμείνει υψηλά. Μετά τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, που εξέδωσε το «εξωτερικό» έργο του (αυτό που γνωρίζουμε ως σήμερα), η φιλοσοφία του Αριστοτέλη επανέκαμψε από τον 1ο αιώνα π.Χ. και έμεινε το κύριο αντικείμενο της μελέτης των Αριστοτελικών. Σε γενικές γραμμές και ανεξάρτητα από σχολή, οι περισσότεροι εκτιμούν τη λογική του και την ανάλυση του φυσικού κόσμου, γράφοντας υπομνήματα και σχόλια στα σχετικά έργα του. Παράλληλα, όμως, πιστεύουν ότι η αριστοτελική σκέψη δεν φτάνει στο ύψος της πλατωνικής διαλεκτικής, ώστε να ασχοληθεί με τις υψηλότερες σφαίρες της πραγματικότητας και να αναγνωρίσει τον Θεό ως την πρώτη Αρχή. Πολύ περισσότερο, η αριστοτελική φιλοσοφία απείχε από την κοινή αντίληψη για τον θεό, την πρόνοια και τη μετά θάνατον ζωή. Αυτός ήταν ο τρόπος, εν πάση περιπτώσει, που καταλάβαιναν τον Αριστοτέλη την εποχή εκείνη. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ένας τέτοιος Αριστοτέλης κάλλιστα μπορούσε να ενσωματωθεί στην πλατωνική παράδοση.