Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

14.6. Έλληνας, φιλόσοφος και χριστιανός; Είναι δυνατή και τι χρειάζεται μια χριστιανική φιλοσοφία;

Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, γύρω στο 249 μ.Χ., ο δεκαοκτάχρονος Πορφύριος, προτού γίνει μαθητής του Πλωτίνου, συνάντησε τον ηλικιωμένο Ωριγένη, λίγο πριν από τον μεγάλο διωγμό του Δέκιου. Λίγο μετά τον θάνατο του Πλωτίνου ο ώριμος πια Πορφύριος έγραφε για τον Ωριγένη: «Ήταν πολύ φημισμένος και είναι ακόμη, χάρη στα συγγράμματα που άφησε. Ήταν ένας ἕλλην [μη χριστιανός], με παιδεία ελληνική, αλλά εξώκειλε στο βαρβαρικό τόλμημα [τον χριστιανισμό].»

Τα περί μεταστροφής του Ωριγένη είναι ασφαλώς ανακριβή, αλλά ενδιαφέρον έχει ότι επανεισάγεται το ζεύγος «Έλληνες και βάρβαροι», γνωστό από παλιά στην αρχαιότητα. Το ωραίο είναι ότι αρκετοί χριστιανοί με χαρά αποδέχονταν να τους αποκαλούν (ή οι ίδιοι να αποκαλούν τους εαυτούς τους) βαρβάρους - μια και πίστευαν ότι έτσι τονίζεται η αντίθεσή τους προς τους ἕλληνας, τους μη χριστιανούς. Σαν να αντιστράφηκε το παλιό ρητό: πας μη βάρβαρος Έλλην.

Ο Πορφύριος κατηγόρησε τον Ωριγένη ότι, ενώ στις θεωρίες τα πήγαινε καλά, πήρε τη ζωή του λάθος: «Ξεπούλησε τον εαυτό του και τις ικανότητές του, και έζησε ως χριστιανός.» Ήταν όμως δυνατόν αυτό; Να «ελληνίζει» κάποιος στις θεωρίες του περί κόσμου και θεού, να «διαβάζει διαρκώς Πλάτωνα, Νουμήνιο, Νικόμαχο, Χαιρήμονα», αλλά «να ζει παράνομα», ενάντια δηλαδή στα παραδεδομένα; Φιλόσοφος στην παιδεία και χριστιανός στην πράξη;

Το ότι ο Ωριγένης ζούσε ως χριστιανός κανείς δεν το αρνήθηκε· ήταν απόλυτος στην ασκητική ζωή του. Το ότι σκεφτόταν ως φιλόσοφος πολλοί το χρησιμοποίησαν για να τον κατηγορήσουν: εθνικοί, όπως ο Πορφύριος, για να αναδείξουν την αντιφατική στάση του· χριστιανοί, όπως ο Δημήτριος Αλεξανδρείας και πολλοί μεταγενέστεροι, για να αποδείξουν την αιρετική γνώμη του.

Ο Ωριγένης δεν μίλησε θεωρητικά για τη δυνατότητα μιας χριστιανικής φιλοσοφίας. Θέλησε να δείξει ότι ο χριστιανισμός βασίζεται στην αποκάλυψη και στην πίστη, αλλά ότι αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανορθολογικός. Αντίθετα, μπορεί να γίνει μια φιλοσοφία ικανή να αρθρώσει συγκροτημένο λόγο για όλα τα θέματα που συζητούσε η φιλοσοφία του καιρού του.

Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα όταν επιχείρησε την πρώτη έκθεση των βασικών θεωρητικών αρχών της χριστιανικής σκέψης στο έργο του Περί αρχών. Αυτό το τόσο αμφιλεγόμενο έργο έχει χαθεί σε μεγάλο μέρος του και το διαβάζουμε σε μια λατινική μετάφραση αμφίβολης πιστότητας. Θίγει ζητήματα που απασχολούσαν τη φιλοσοφία και τη θεολογία της εποχής: τον Θεό καθεαυτόν και ως τριάδα, τον Θεό σε σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη δημιουργία του κόσμου, την ψυχή, την ελεύθερη βούληση.

Ο Ωριγένης υποστήριξε με παρρησία ότι έξω από τα δόγματα της χριστιανικής παράδοσης υπάρχει ελεύθερος χώρος για στοχασμό και προχώρησε να καλύψει το κενό. Σε θέματα για τα οποία δεν υπήρχε «επίσημη» διδασκαλία διακινδύνευσε τις δικές του προτάσεις, διατυπώνοντας ο ίδιος επιφυλάξεις για την ορθότητά τους. Όλες αυτές οι θέσεις, δήλωνε ο Ωριγένης, μπορούν να διευθετηθούν σε ένα σύνολο, μέσα από όσα υπάρχουν στις ιερές γραφές ή μπορούν να βρεθούν με τις μεθόδους της λογικής.

Το κοινό στο οποίο απευθυνόταν ο Ωριγένης ήταν ήδη πιστοί - γι᾽ αυτό λείπει η απολογητική διάθεση και προσκομίζεται πλήθος βιβλικών αναφορών. Παράλληλα, πρέπει να ήταν ένα κοινό που γνώριζε τις «ελληνικές» αντιρρήσεις στις χριστιανικές θέσεις. Γι᾽ αυτό μόλις που χρειαζόταν να τονίσει τις μεγάλες διαφορές με την αρχαία φιλοσοφία. Π.χ. την εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου (που έχει αρχή και τέλος), την ενσάρκωση (μιας μορφής πρόσληψη της ύλης από τον Θεό) και την ανάσταση των σωμάτων.

Αν δούμε, λοιπόν, τη φιλοσοφία ως θεωρία και μορφή γνώσης, τότε έχει ρόλο «θεραπαινίδος» (υπηρέτριας) στον χριστιανισμό: τον βοηθά να διατυπώσει τα δικά του δόγματα με τρόπο συνεκτικό και, όσο γίνεται, ορθολογικό. Αν όμως την δούμε ως τρόπο ζωής, τότε μπορούμε εξίσου να δούμε τον χριστιανισμό ως φιλοσοφία, δηλαδή «πνευματική άσκηση». Τις δύο αυτές στάσεις της εποχής δεν τις έκρινε αντιφατικές ο Ωριγένης - ούτε το κοινό του.