Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

14.8. Ο Θεός, ο κόσμος, ο άνθρωπος

Ο Ωριγένης έγραψε για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο (αντικείμενα παλαιά και της φιλοσοφίας και της θεολογίας) με τρόπο πολύ διαφορετικό από τον απλό των ιερών κειμένων που ερμήνευε. Χρησιμοποίησε την κοινή γλώσσα του κύκλου του και της πόλης του - μίλησε περισσότερο «φιλοσοφικώς» παρά «αλιευτικώς» (με τον τρόπο των ψαράδων).

Βασική του πεποίθηση ήταν ότι ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην ανώτερη μορφή ζωής, τη θεϊκή. Αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, ούτε καν στον νου του. Προϋπόθεση είναι η δημιουργία του ανθρώπου κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωση του Θεού και η παρέμβαση του Θεού στον κόσμο, με κορυφαία την ενσάρκωση. Επομένως, οι διαμάχες για τη φύση του Χριστού δεν ήταν απλώς «μεταφυσικές», δηλαδή αποκομμένες από την πραγματικότητα - στα μάτια του Ωριγένη είχαν σχέση με τη φύση και τις δυνατότητες του ανθρώπινου προσώπου.

Το ίδιο το γεγονός ότι ο άνθρωπος (ψυχή και σώμα) βρίσκεται σε αυτόν εδώ τον κόσμο δεν οφείλεται στην πτώση της ψυχής, αλλά στην πρόνοια. Αυτή η πρόνοια, η διακυβέρνηση του κόσμου, δεν είναι παρά ο τρόπος που εκδηλώνεται η αγάπη του προσωπικού Θεού προς τον άνθρωπο.

Τι μπορεί να καταλάβει από αυτά ο άνθρωπος; Είναι δυνατή η γνώση του Θεού, ενός Θεού «πέρα από νου και ουσία», όπως τον ονόμαζαν και οι Πλατωνικοί; Η γνώση είναι δυνατή χάρη στην αποκάλυψη, υπερθεμάτιζε ο Ωριγένης, και με την πίστη και την αρετή. Εδώ η αρετή γίνεται προϋπόθεση της γνώσης, και όχι το αντίστροφο - όπως υποστήριζαν φιλόσοφοι τουλάχιστον από τον Σωκράτη και μετά.

Στον λόγο του για τον κόσμο ο Ωριγένης δεν ακολουθεί έναν ξεκάθαρο, πλατωνικού τύπου, δυϊσμό: από εδώ ο αισθητός, υλικός και φθαρτός κόσμος και από εκεί ο πραγματικός αιώνιος νοητός κόσμος. Δεν δέχεται ότι η δημιουργία έχει αιτία της κάποια «απορροή» της θεϊκής ουσίας, ούτε όμως (σαν τους Γνωστικούς) φοβάται μήπως «μολυνθεί» ο Θεός αν σχετιστεί με τον υλικό κόσμο.

Στη σκέψη του μπορεί ο ένας κόσμος να διαδέχεται τον άλλο. Υπάρχουν διάφοροι «χώροι», ανώτεροι και κατώτεροι, που δημιουργήθηκαν για διαφορετικά επίπεδα ζωής. Αυτός ο ορατός κόσμος δεν είναι ο μόνος δυνατός κόσμος - είναι απλώς ο κατάλληλος τόπος για το ανθρώπινο επίπεδο της ζωής. Ανάλογα και η ψυχή: δεν μπορεί να νοηθεί «απογυμνωμένη» από κάθε σώμα, είναι πάντα ενδεδυμένη· το είδος του σώματος είναι κάθε φορά αυτό που απαιτεί ο τόπος στον οποίο υπάρχει η ψυχή.

Ακόμη και ο κόσμος που θα είχε την υψηλότερη βαθμίδα ζωής, π.χ. ασώματους νόες (σήμερα ίσως λέγαμε «ασώματους εγκεφάλους»), θα ήταν κατώτερος και έξω από τον Θεό. Σε τελική ανάλυση οι διάφορες βαθμίδες της ζωής δεν διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ουσία τους. Μία είναι η ριζική και ανυπέρβλητη διαφορά: το χάσμα ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο.

Μέσα σε αυτό το κοσμολογικό σχήμα, η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί ένα μικρό κεφάλαιο της όλης κοσμικής πορείας και διαδικασίας. Η συναίσθηση αυτής της μικρότητας θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπαρξιακή απαισιοδοξία. Όπως και η έμφαση του Ωριγένη στο πνεύμα φαίνεται να υποβιβάζει την ιστορική εμπειρία του ανθρώπινου σώματος.

Αλλά ο Ωριγένης προσθέτει, ένα ακόμη στοιχείο, από τα πιο αμφιλεγόμενα της σκέψης του: την «αποκατάσταση των πάντων». Στα «έσχατα», στο τέλος της ιστορίας και του κόσμου, όλα θα βρουν τον δρόμο τους πίσω στην αρχική τους κατάσταση (γίνεται να μη θυμηθούμε την «επιστροφή» που θα τονίσουν στη συνέχεια οι Νεοπλατωνικοί;). Όλα τα έλλογα όντα, αγαθά και κακά, θα αποκαταστήσουν την κοινωνία τους με τον Θεό. Το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας δεν μπορεί παρά να είναι ο θρίαμβος του Θεού: η επαναφορά του ανθρώπου στον αυθεντικό εαυτό του. Βρισκόμαστε στις απαρχές μιας αισιόδοξης φιλοσοφίας της ιστορίας.