Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

9.11. Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό

Ο Διογένης από τη Σινώπη του Πόντου, ο Κράτης από τη Θήβα, ο Δημώναξ από την Κύπρο, ο Περεγρίνος και άλλοι ογδόντα γνωστοί Κυνικοί δεν κέρδισαν κάποια περίοπτη θέση στις ιστορίες της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης δεν καταδέχεται να κατονομάσει τον Διογένη, χαρίζοντάς του μόνο μια αναφορά με τη λέξη «κύων». Ποτέ οι μεγάλοι φιλόσοφοι από την εποχή τους έως σήμερα δεν τους αντιμετώπισαν ευθέως ως συνομιλητές στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα της μεταφυσικής, της κοσμολογίας, της γνωσιολογίας.

Και όμως η φιλοσοφική στάση τους είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. «Και ποιος δεν έχει ακούσει για τον σκύλο από τη Σινώπη;» ρωτούσε το 380 μ.Χ. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ζώντας αποσυρμένος στην Καππαδοκία, όχι μακριά από τη γενέθλια πόλη του Διογένη. Ο Κυνισμός επηρέασε τη διαμόρφωση της στωικής φιλοσοφίας, πέρασε σε λογοτεχνικά είδη όπως η «διατριβή» και η σάτιρα, και δεν άφησε ανεπηρέαστο τον χριστιανισμό. Αποτελεί, κατά παράδοξο τρόπο, τη σωκρατική κληρονομιά, όπως εμμέσως παραδέχθηκε και ο Πλάτων αποκαλώντας τον Διογένη «έναν τρελαμένο Σωκράτη». Η μορφή του Διογένη πρόβαλε σαν μια σύνθεση ασκητισμού και αναίδειας - σαν ένας νέος Σωκράτης.

Οι Κυνικοί έδειξαν ότι η σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια, ή έστω με την προσωπική του αλήθεια, είναι κατόρθωμα ατομικό, ενίοτε και μοναχικό - αν και το πετυχαίνει ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Υπήρξαν Κυνικοί που, δυναμωμένοι με την άσκηση, διακινδύνευσαν την προσωπική τους υπόληψη, παραβαίνοντας κανόνες κοινωνικούς. Όλα αυτά τα έκαναν, για να φέρουν τον καθένα αντιμέτωπο με την ανθρώπινη φύση του, απογυμνωμένο από τις ευκολίες αλλά και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, του πολιτισμού. Άλλοι τούς είπαν φιλοσόφους, άλλοι τρελούς. Αυτοί απλώς επιδίωξαν να ταρακουνήσουν την αυταρέσκεια, την αυτοϊκανοποίηση όσων κατείχαν (ή νόμιζαν ότι κατείχαν) κάτι: οι πλούσιοι και οι ισχυροί το χρήμα και την κοινωνική καταξίωση, οι φιλόσοφοι τη γνώση, κάθε άνθρωπος τη βολή του.

Κανένας, ειδικά ο άνθρωπος που θέλει να νιώθει ασφάλεια (κοινωνική, πολιτική, συναισθηματική ή όποια άλλη) και επενδύει σε αυτήν, δεν θέλει δίπλα του κάποιον που διαρκώς να τον πειράζει, όχι απλώς να αμφισβητεί ή να κλονίζει τις χρόνιες πεποιθήσεις του αλλά να φέρεται προς αυτές σαν να είναι χρόνιες ασθένειες που επείγει η θεραπεία τους. Κανένας ίσως δεν θέλει δίπλα του έναν αναρχικό που κοροϊδεύει τις βεβαιότητες των άλλων και ποδοπατεί την υπεροψία τους (με κίνδυνο, βέβαια, να κατηγορηθεί και ο ίδιος για οίηση).

Οι Κυνικοί, αντίθετα από τις άλλες Σχολές, πίστεψαν ότι, για να φιλοσοφήσει κανείς, οφείλει να καταλάβει ότι η ζωή μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι γεμάτη ασυνέπειες, αν συγκριθεί με τη φυσική ζωή. Γι᾽ αυτό προχώρησαν στη συνολική ρήξη με τον κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων: τον απέρριψαν ολοκληρωτικά ως αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, δεν είχαν σκοπό ούτε προσπάθησαν να αναμορφώσουν την κοινωνική ή την πολιτική ζωή. Αρκέστηκαν συχνά σε έναν επιδεικτικό ασκητισμό, κάποτε μάλιστα στις αυλές και στους κύκλους των πλουσίων.

Η αναφορά στον Διογένη, η πίστη στο παράδειγμά του, στον τρόπο ζωής του και στις φιλοσοφικές αρχές του κράτησαν τους Κυνικούς για αιώνες, παρόλο που δεν συγκρότησαν ποτέ σχολή ούτε έδωσαν τόση σημασία στο να θεμελιώσουν με αυστηρά φιλοσοφικό τρόπο τις απόψεις τους. Τους άρεσε να πλάθουν ιστορίες για τον Διογένη, συναξάρια θαυμαστών πράξεων, αγιογραφικές επινοήσεις της παράδοσης. Ιστορίες σαν κι αυτή που μόλις τελείωσε.