Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Β2.3.4. Η «Δεύτερη Σοφιστική»

Από το 50-60 μ.Χ. οι πόλεις των μικρασιατικών παραλίων αρχίζουν και πάλι να ανθούν. Το ελληνικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κερδίζει μάλιστα ολοένα σε περιωπή. Στις λαμπρότερες πόλεις της δυτικής Μ. Ασίας, τη Σμύρνη, την Έφεσο, την Πέργαμο, καλλιεργείται μια νέα σοφιστική κίνηση, που θα ανθίσει και στην Αθήνα - βεβαίως οι εκπρόσωποι της νέας αυτής ρητορείας έρχονται και από άλλες πόλεις και μάλιστα όχι μόνο ελληνικές. Πρόκειται για τη «Δεύτερη Σοφιστική», που θα παραμείνει ζωντανή για τουλάχιστον τρεις αιώνες - αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Φλάβιος Φιλόστρατος (περ. 165-244/249 μ.Χ.) στους Βίους σοφιστῶν, τη βασική μας πηγή για τη συγκεκριμένη κίνηση, για να διακρίνει τους ρήτορες στους οποίους αναφέρεται από τους σοφιστές του 5ου αι. Ωστόσο, είναι ο Erwin Rohde αυτός που θα χρησιμοποιήσει πρώτος τον όρο -όχι χωρίς να προκαλέσει την κριτική-, για να δηλώσει μια συγκεκριμένη περίοδο (από το 60 έως το 230 μ.Χ.): το διάστημα που ξεκινά με την αναβίωση της ασιανής ρητορείας, πριν από την κυριαρχία του αττικισμού από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.[153] Κατά τον Αlbin Lesky όμως ο όρος «δεύτερη σοφιστική» «είναι παραπλανητικός, γιατί από τη μια αυτό το κεφάλαιο το χωρίζουν πάρα πολλά από την παλιά σοφιστική, ενώ από την άλλη δεν πρόκειται για εισβολή νέων πραγμάτων, αλλά για μιαν εξέλιξη που από τον Γοργία, με δράση και αντίδραση, μέσω του Ισοκράτη, του Περίπατου και της ελληνιστικής εποχής οδηγεί στην αυτοκρατορική».[154]

Στο πλαίσιο αυτής της κίνησης το ασιανό ύφος αναβιώνει· στοιχεία του ανιχνεύονται μέχρι και τουλάχιστον τον 4ο αι.[155] Ωστόσο, αναπτύσσονται παράλληλα κλασικιστικές τάσεις, που διακρίνονται από την αναζήτηση του καθαρού αττικού λεξιλογίου - κυρίως μέσα στο 2ο και τον 3ο αι. Κάποιοι μάλιστα από τους εκπροσώπους της κίνησης κατάφεραν να μιμηθούν τόσο καλά τα πρότυπά τους -τους μεγάλους αττικούς ρήτορες του 5ου και 4ου αι.- ώστε κατά την ύστερη αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο να θεωρούνται αυτοί οι ίδιοι πρότυπα άξια προς μίμηση· ο Αίλιος Αριστείδης (117-περ. 185) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μάλιστα σε αντιστοιχία με τον κανόνα των δέκα αττικών ρητόρων συντάχθηκε ο κανόνας των δέκα σοφιστών (σε αυτόν ανήκουν μεταξύ άλλων ο Δίων από την Προύσα, ο επονομαζόμενος Χρυσόστομος, ο Νικόστρατος, ο Πολέμων, ο Ηρώδης ο Αττικός, ο Φιλόστρατος, ο Αίλιος Αριστείδης).

Η επικράτηση της νέας αυτής κίνησης σημαίνει επικράτηση της ρητορικής πάνω στη φιλοσοφία και στην επιστήμη, που κυριαρχούσαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Κάποιοι μάλιστα από τους εκπροσώπους της, όπως ο Αίλιος Αριστείδης, ο Λουκιανός, ακόμη και ο Ηρώδης ο Αττικός, αντιτίθενται απροκάλυπτα στη φιλοσοφία. Το κύρος του επαγγελματία ρήτορα φτάνει αυτή την εποχή στο απόγειό του.

Αυτοί οι νέοι σοφιστές κατέχουν στο εκπαιδευτικό «σύστημα» της εποχής εξέχουσα και ηγετική θέση. Παραδίδουν μαθήματα, ενώ παράλληλα περιηγούνται και δίνουν διαλέξεις, μέσα από τις οποίες επιδεικνύουν την τέχνη και τη ρητορική τους δεινότητα. Συνήθως προηγείται του λόγου ως εισαγωγή σε αυτόν μια ανεπίσημη παρουσίαση του θέματος σε απλό και λιτό ύφος, η οποία προϋποθέτει την παρουσία κάποιου παραλήπτη (διάλεξις, λαλιά, προλαλιά). Ακολουθεί ένας επιμελημένος και με ιδιαίτερη προσοχή επεξεργασμένος, κατά κανόνα συμβουλευτικός λόγος πάνω σε ένα φανταστικό θέμα, συνήθως από την περιοχή της ιστορίας των κλασικών χρόνων (μελέτη). Ανάλογα με τις προτιμήσεις του κοινού ο ομιλητής μπορεί ακόμη και να αυτοσχεδιάσει. Δεν λείπουν εξάλλου οι αγώνες μεταξύ δύο σοφιστών. Η παρουσίαση του λόγου έχει θεατρικό χαρακτήρα και μέσα από τη γλώσσα του σώματος οι ομιλητές αποβλέπουν στον εντυπωσιασμό του κοινού, που μπορεί δια βοής να τους επιδοκιμάσει ή να τους αποδοκιμάσει. Οι σοφιστές παρουσίαζαν κάποτε και επιδεικτικούς λόγους (ἐπιδείξεις), όπως επικήδειους ή γενέθλιους λόγους, λόγους για τα εγκαίνια δημοσίων κτιρίων ή εγκώμια πόλεων. Μάλιστα προς τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. ο Μένανδρος, ο επονομαζόμενος Ῥήτωρ, θα συνθέσει το έργο του Περὶ ἐπιδεικτικῶν, όπου πραγματεύεται διάφορους τύπους επιδεικτικού λόγου (μεταξύ άλλων, λόγους προς τιμήν θεών, πόλεων, χωρών, λόγους εγκωμιαστικούς νεκρών (επιτάφιους, επικήδειους), λόγους προς τιμήν του ηγεμόνα).

Οι εκπρόσωποι αυτής της κίνησης δεν ασχολούνταν οι ίδιοι με νομικά ή δικανικά θέματα, αλλά πλαισίωναν συνήθως θέσεις διοικητικές, μεταξύ αυτών συχνά και θέσεις πρεσβευτών. Ανήκουν μάλιστα στην υψηλότερη κοινωνική τάξη, ενώ πολλοί από αυτούς είναι ευεργέτες της πόλης τους. Αναλάμβαναν εξάλλου τη σύνταξη και εκφώνηση πανηγυρικών λόγων σε εξέχουσες περιπτώσεις, όπως σε τελετές υποδοχής ή αποχαιρετισμού υψηλών αξιωματούχων. Οι αμοιβές τους, αρκετά υψηλές, προέρχονταν από τους μαθητές τους, ή/και από τον δημόσιο μισθό για τη διδασκαλία τους, όπως και από τις χορηγίες και τα δώρα ισχυρών θαυμαστών τους.

Στους εκπροσώπους αυτής της κίνησης οφείλεται από τη μια η διαφύλαξη του κλασικού τμήματος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και από την άλλη η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των γραπτών κειμένων της ελληνιστικής περιόδου. Τύποι ρητορικών ασκήσεων όπως η μελέτη, η διάλεξις, η ἔκφρασις αποκτούν λογοτεχνικό χαρακτήρα. Η επιστολή καλλιεργείται πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν. Παράλληλα όμως νοθεύονται με μεταγενέστερες συνθέσεις παλαιότερα σώματα κειμένων, όπως το σύνολο των έργων των αττικών ρητόρων ή του Πλάτωνα.

Κάποια κείμενα δίνουν την εντύπωση εντελώς νέων, από την άποψη του είδους, συνθέσεων, όπως, για παράδειγμα, οι λόγοι θεών, ο Ὄνος του Λουκιανού, ο Ἡρωικός του Φιλόστρατου ή οι ερωτικές επιστολές που παραδίδονται με το όνομα του τελευταίου. Ο Λουκιανός ανανεώνει τον πλατωνικό και τον μενίππειο διάλογο. Τέλος οι βιογραφίες σοφιστών αποτελούν είδος που καλλιεργείται με ιδιαίτερη θέρμη.

Στις διαφορές από τους εκπροσώπους της Αρχαίας Σοφιστικής θα πρέπει να προστεθεί ο διαφορετικός κοινωνικός ρόλος των νέων σοφιστών: πολλοί από αυτούς γίνονται συνεργάτες του αυτοκράτορα και αναλαμβάνουν υψηλά αξιώματα. Έτσι η σημασία τους για τη ρωμαϊκή ιστορία φαίνεται να είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι για την ελληνική.[156] Άλλωστε οι αυτοκράτορες ιδρύουν έδρες διδασκαλίας της λατινικής και ελληνικής ρητορικής και προσφέρουν εντυπωσιακά υψηλές αμοιβές στους καθηγητές που τις στελεχώνουν.

 

Βιβλιογραφία:

Ewen Bowie, "Zweite Sophistik", στο Der Neue Pauly. Enzyklopädie der Antike. Altertum, τ. 12/2, Verlag J. B. Metzler, Στουτγκάρδη/Βαϊμάρη 2003, 851-857.

Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Μετάφραση Αγ. Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη, 19836 (ανατ. της έκδ. 19815˙ 19641. Τίτλ. γερμ. πρωτ.: Geschichte der griechischen Literatur, 19713).

Franco Montanari, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. με τη συνεργασία του Fausto Montana, επιμ. Δ. Ιακώβ, Α. Ρεγκάκος. Μτφρ. Σ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σιββά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008 (τίτλ. πρωτ.: Storia della letteratura greca, Ρώμη, Μπάρι 1998).

153 Βλ. Βοwie 2003, 851.

154 Lesky 1983, 1140.

155 Βλ. Bowie 2003, 854.

156 Βλ. Montanari 2008, 1042.