Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Δ2.3.1. Τα είδη του ύφους

(χαρακτῆρες τῆς λέξεως, genera dicendi, genera elocutionis)

Κιόλας στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. φαίνεται πως αρχίζει να αναπτύσσεται μια θεωρία για το ύφος. Στους Βατράχους του Αριστοφάνη (405 π.Χ.) η αντιπαράθεση μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη κινείται γύρω και από το ερώτημα ποιό είναι το καλύτερο ύφος: το ισχνόν, που εκπροσωπεί ο νεότερος ποιητής, ή το ογκώδες, που χαρακτηρίζει τις τραγωδίες του γηραιότερου (Βάτραχοι 937-944);[261] Πάντως ο Αριστοτέλης στο 12ο κεφάλαιο του τρίτου βιβλίου της Ρητορικήςτου, όπου κάνει λόγο για τη λέξη, σημειώνει ότι σε κάθε είδος λόγου ταιριάζει και διαφορετικό ύφος: το ύφος του γραπτού λόγου (λέξις γραφική) δεν είναι το ίδιο με το ύφος του προφορικού (λέξις ἀγωνιστική) ούτε το ύφος των συμβουλευτικών λόγων (λέξις δημηγορική) με εκείνο των δικανικών (λέξις δικανική, Ῥητορική 3.12.1413b3-5). Σε κάθε περίπτωση όμως θεωρεί περιττή τη διάκριση της λέξεως σε ἡδείαν (ύφος ευχάριστο, τερπνό) και μεγαλοπρεπῆ (ύφος υψηλό, επίσημο) (Ῥητορική 3.12.1414a19-21). Ωστόσο η θεωρία που φαίνεται να έχει επικρατήσει μέσα στον 1ο αι. π.Χ. για τα τρία είδη ύφους έχει πιθανόν τις καταβολές της στη σχετική διδασκαλία του Θεόφραστου, μαθητή και διάδοχου του Αριστοτέλη. Περίπου τρεις αιώνες αργότερα ο Κικέρωνας θα υποστηρίξει ότι τα είδη της λέξεως (genera dicendi) αντιστοιχούν στα καθήκοντα του ρήτορα (Κικέρων, Orator 21.69): «το ισχνόν ταιριάζει στην απόδειξη, το μέσον στην τέρψη, το ορμητικόνστη συγκίνηση» (…subtile in probando, modicum in delectando, vehemens in flectendo.). Καθώς όμως τα συγκεκριμένα καθήκοντα συνδέονται το καθένα χωριστά καταρχήν με συγκεκριμένο είδος λόγου και με συγκεκριμένο τμήμα του λόγου, είναι προφανές ότι κάθε είδος ύφους αντιστοιχεί καταρχήν σε συγκεκριμένο είδος λόγου όπως και σε συγκεκριμένο τμήμα του (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 12.10.69). Σε κάθε περίπτωση ο Κικέρωνας, όπως και ο Κοϊντιλιανός, θα υποστηρίξουν ότι ο ικανός ρήτορας θα πρέπει να μπορεί να χειρίζεται επαρκώς όλα τα είδη του ύφους, ώστε να πετύχει τον ρητορικό στόχο που υπηρετεί κάθε φορά. Επί της ουσίας βεβαίως δεν πρόκειται για τρία μόνο είδη, αφού υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός υποδιαιρέσεων και παραλλαγών τους.

 

(α) Απλό

(χαρακτὴρ ἰσχνός, genus subtile)

Στα λατινικά υπάρχουν για το συγκεκριμένο είδος διάφορες ονομασίες: genus subtile, humile, tenue.[262] Πρόκειται για ύφος που διακρίνεται από απλότητα και ταιριάζει στα ταπεινά και απλά θέματα, όπως και στο τμήμα του λόγου που αποβλέπει στη διαφώτιση του ακροατηρίου και στην απόδειξη της θέσης του ομιλητή (διήγηση, απόδειξη). Βασικές αρετές του είναι η ορθοέπεια και η σαφήνεια. Ρητορικοί τρόποι και σχήματα χρησιμοποιούνται με μέτρο και κατά βάσιν ελάχιστα. Ιδιαιτέρως αποφεύγονται ποιητικοί εκφραστικοί τρόποι όπως και εκφράσεις που προκαλούν την αίσθηση του όγκου και του βάρους. Ο Κοϊντιλιανός εντοπίζει κιόλας στην Ιλιάδα έναν εκπρόσωπο του είδους: ο Μενέλαος, που δεν αγαπά τα περιττά, κενά περιεχομένου και άστοχα λόγια, είναι σύντομος, περιεκτικός και συγκεκριμένος· ο λόγος του κυριολεκτεί χωρίς να είναι δυσάρεστος (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 12.10.64). Η υπερβολή στη χρήση του ισχνού ύφους μπορεί να οδηγήσει σε ύφος ξηρόν.

 

(β) Μεσαίο

(χαρακτὴρ μέσος / μεικτός, genus medium)

Για το συγκεκριμένο είδος είναι διαδεδομένες και οι ακόλουθες ονομασίες: χαρακτὴρ ἀνθηρός, γλαφυρός, μέσος. Στα λατινικά εκτός από τον όρο genus medium (γένος μέσον) απαντούν και οι ονομασίες genus modicum/mediocre (μέτριο), floridum (ανθηρό), moderatum (ήπιο, συγκρατημένο, μετριοπαθές). Από την άποψη του υλικού ο συγκεκριμένος τύπος ύφους ταιριάζει σε υποθέσεις όπου το ακροατήριο δεν καλείται να αναλάβει δράση, αλλά απλώς τέρπεται ακούγοντας τον λόγο, που από την άποψη της έκφρασης κινείται ανάμεσα στο απλό ύφος και στο μεγαλοπρεπές. Ο βασικός λοιπόν στόχος του συγκεκριμένου ύφους είναι η τέρψη των ακροατών. Στα χαρακτηριστικά του ανήκουν η χάρις και η γλυκύτητα. Ως τυπικά παραδείγματα του συγκεκριμένου ύφους αναφέρονται οι «γλυκύτεροι κι από μέλι» λόγοι του Νέστορα (Όμηρος, Ἰλιάς Α 249), η ποίηση της Σαπφούς (Δημήτριος (;), Περὶ ἑρμηνείας 132), οι λόγοι του Δημητρίου του Φαληρέως (Κικέρων, Orator 27.92). Η υπερβολή μπορεί να οδηγήσει σε ύφος χλιαρό (tepidum), χαλαρό (dissolutum), άνευρο (enerve).

(γ) Υψηλό

(χαρακτὴρ ὑψηλός, genus grande / genus sublime)

Για τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου ύφους απαντούν επιπλέον οι εξής ελληνικοί όροι: ἁδρόν (γένος), βαρύ, χαρακτήρ δεινός. Στα λατινικά χρησιμοποιούνται και οι όροι genus vehemens (χειμαρρώδες, ορμητικό), robustum (αδρό, ευμέγεθες και χονδροειδές), sublime (υψηλό), amplum (πλούσιο), grandiloquum (μεγαλόστομο), validum (ισχυρό). Χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ύφους είναι η ενέργεια, ο όγκος, το ύψος. Σοβαρά και σημαντικά είναι τα θέματα που του ταιριάζουν. Στόχος του είναι να συγκινήσει το κοινό, να προκαλέσει τη μεταστροφή του, να του εμπνεύσει πάθος. Στον κόσμο των ομηρικών επών εκπρόσωπος του συγκεκριμένου είδους είναι ο Οδυσσέας. Η δύναμη του λόγου του, αναφέρει ο Κοϊντιλιανός (Institutio οratoria 12.10.64), μοιάζει με χιονοθύελλα και ως προς την αφθονία των λέξεων και ως προς την ορμητική τους δύναμη. Ωστόσο, είναι λάθος να μιλά κανείς σταθερά με τον συγκεκριμένο τρόπο: ο λόγος γεννά την αίσθηση της έπαρσης και του υπερβολικού όγκου. Ο (Ψευδο-)Δημήτριος, που διακρίνει μεταξύ χαρακτῆρος μεγαλοπρεποῦς και χαρακτῆρος δεινοῦ (Περὶ ἑρμηνείας 36), μολονότι αναγνωρίζει τη συγγένειά τους, όπως και αυτήν των εκφυλισμένων μορφών τους (Περὶ ἑρμηνείας 272), αναφέρει ως υπερβολή του πρώτου το ψυχρόν(Περὶ ἑρμηνείας 115-117), ενώ του δεύτερου τον ἄχαριν χαρακτῆρα (Περὶ ἑρμηνείας302-304).

Κατά τον (Ψευδο-)Δημήτριο (Περὶ ἑρμηνείας38-113) το υψηλό ύφος επιτυγχάνεται με τη χρήση μεταξύ άλλων

  • ποιητικών εκφραστικών τρόπων (όπως μεταφορών)
  • ποιητικών εκφράσεων, που χρησιμοποιούνται με διάθεση πρωτοτυπίας
  • σύνθετων λέξεων
  • λέξεων στις οποίες εμφανίζονται συριστικά σύμφωνα (σ,ζ,ξ)
  • νεολογισμών και ονοματοποιημένων (ηχομιμητικών) λέξεων
  • σχημάτων λέξεως (πολυσύνδετου, ασύνδετου, επανάληψης), σχημάτων διανοίας (αλληγορίας, προσωποποιίας), ρητορικών ερωτήσεων
  • γνωμικών
  • εμφατικής σύνταξης (συχνά μιας μη αναμενόμενης συντακτικής δομής)
  • του σχήματος της κλίμακος
  • μεγάλων και ανεξάρτητων τμημάτων λόγου (που χαρακτηρίζονται ως κῶλα), σύντομων περιόδων, πυκνής διαδοχής περιόδων
  • τμημάτων ορμητικών και ισχυρών στο τέλος της περιόδου ή του λόγου
  • μέτρου (εναλλαγής βραχέων και μακρών φωνηέντων σύμφωνα με ένα μετρικό σχήμα) αλλά και φράσεων που δεν έχουν κανονικό ρυθμό
  • εκφράσεων που προκαλούν την αίσθηση του αστείου (ειδικότερα, το κυνικό χιούμορ μπορεί να προκαλέσει την αίσθηση ενός αδρού, ιδιαιτέρως ισχυρού ύφους).

 

Βιβλιογραφία:

George A. Kennedy, Ιστορία της κλασικής ρητορικής αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής. Μτφρ. Ν. Νικολούδης, επίβλ. Ι. Αναστασίου. 5η έκδ., Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2004 (20001ˑ τίτλ. πρωτ.: A New History of Classical Rhetoric, Princeton University Press, Νέα Υερσέη 1994).

Heinrich Lausberg, Handbuch der literarischen Rhetorik. Eine Grundlegung der Literaturwissenschaft. 3. Auflage 1990. Mit einem Vorwort von Arnold Arens, Στουτγκάρδη1990.

261 Βλ. Kennedy 2004, 44-45.

262 Βλ. Lausberg 1990, § 1079, 519.