Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Δ2.1.2. Έντεχνα μέσα πειθούς

(ἔντεχνοι πίστεις, probationes artificiales)

Έντεχνα μέσα πειθούς είναι κατά τον Αριστοτέλη (Ῥητορική 1.1.1355b37-39) ὅσα διὰ τῆς μεθόδου καὶ δι᾽ ἡμῶν κατασκευασθῆναι δυνατόν [«("έντεχνες" (ενν. αποδείξεις), πάλι, ονομάζω) αυτές που, με τη βοήθεια της τεχνικής που διαθέτει η ρητορική, μπορούν να κατασκευασθούν από μας», μτφρ. Δ. Λυπουρλή]. Ενώ λοιπόν στην περίπτωση των ἀτέχνων πίστεων o ομιλητής χρησιμοποιεί για να αποδείξει ό,τι επιθυμεί, στοιχεία που συνδέονται άμεσα με την υπόθεση και προκύπτουν από αυτή την ίδια χωρίς να μεσολαβήσει η επεξεργασία του ίδιου, στην περίπτωση των ἐντέχνων ο ομιλητής θα πρέπει -πάντα με βάση την ίδια την υπόθεση και σε άμεση σχέση με αυτήν- να επινοήσει, να συντάξει, να βρει τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει, για να πείσει το κοινό για την αλήθεια των θέσεών του. Αυτή η επίμοχθη διαδικασία προϋποθέτει ευφυΐα, παιδεία, εμπειρία και γνώσεις που καλύπτουν ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων, συμπεριλαμβανομένων της ψυχολογίας του κοινού και των κοινωνικών προβλημάτων και δομών (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 5.10.15). Έτσι στη Ῥητορική του ο Αριστοτέλης αφιερώνει ένα μεγάλο τμήμα του δεύτερου βιβλίου ακριβώς στη διδασκαλία των ανθρώπινων παθών και ηθών, που αποτελούν δύο μεγάλες κατηγορίες έντεχνων μέσων πειθούς (2.2-17).

Πιο συγκεκριμένα, οι ἔντεχνοι πίστεις μπορεί να αντλούνται από την περιοχή του ομιλητή ή/και από αυτήν του ακροατή· επίσης από το θέμα του λόγου. Ο ομιλητής μπορεί για παράδειγμα να επιχειρηματολογήσει βάσει του χαρακτήρα του, που θεωρείται αξιόπιστος εφόσον είναι φορέας απολύτως θετικών χαρακτηριστικών (μπορεί δηλαδή να αξιοποιήσει «ηθικά» αποδεικτικά μέσα), μπορεί να προσδώσει στον λόγο του δύναμη πειθούς διεγείροντας συναισθήματα, συγκινήσεις και πάθη στον ακροατή (να καταφύγει σε «παθητικά» αποδεικτικά μέσα), ενώ, τέλος, μπορεί να εκμεταλλευτεί πλευρές του ίδιου του θέματος (να χρησιμοποιήσει «πραγματικά», «λογικά» αποδεικτικά μέσα, όσα δηλαδή σχετίζονται με τη φύση του ίδιου του πράγματος, της ίδιας της υπόθεσης) (Αριστοτέλης, Ῥητορική 1.2.1356a1-20).

Για τη σύνταξη των ἐντέχνων πίστεων της τελευταίας κατηγορίας, των «λογικών» αποδεικτικών μέσων, ο ομιλητής αξιοποιεί σημεῖα, τεκμήρια (signa, indicia, vestigia), ἐνθυμήματα (argumenta) ή/και παραδείγματα (exempla). Μάλιστα τα λογικά αποδεικτικά μέσα αξιοποιούνται στο πλαίσιο των ακόλουθων τεσσάρων τύπων συμπεράσματος (πρβλ. Κοϊντιλιανό, Institutio oratoria 5.8.7):

  • επειδή υπάρχει κάτι, δεν υπάρχει κάτι άλλο (π.χ.: «Είναι μέρα, άρα δεν είναι νύχτα».)
  • επειδή υπάρχει κάτι, υπάρχει και κάτι άλλο (π.χ.: «Ο ήλιος μεσουρανεί, άρα είναι μεσημέρι».)
  • επειδή δεν υπάρχει κάτι, υπάρχει κάτι άλλο (π.χ.: «Δεν είναι νύχτα, άρα είναι μέρα».)
  • επειδή δεν υπάρχει κάτι, δεν υπάρχει και κάτι άλλο (π.χ.: «Δεν έχει λογική αντίληψη των πραγμάτων, άρα δεν είναι άνθρωπος».)