Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Δ2.2.1.i. Προοίμιο

(προοίμιον, exordium)

Δύο είναι οι βασικοί, γενικοί στόχοι του πρώτου μέρους του λόγου, της εισαγωγής του: 1. να δώσει στον ακροατή μια εικόνα της θέσης του ομιλητή εισάγοντάς τον στο θέμα με τρόπο που προκαλεί την προσοχή και το ενδιαφέρον, 2. να τον προδιαθέσει να παρακολουθήσει με ευνοϊκή διάθεση τον λόγο.

Ειδικότερα, ο ομιλητής θα πρέπει κιόλας από το προοίμιο να κερδίσει την προσοχή του ακροατή (attentum parare), να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τη διάθεσή του να ακούσει και να μάθει (docilem parare), κι ακόμη να κερδίσει την εύνοιά του (captatio benevolentiae). Bεβαίως, οι συγκεκριμένοι στόχοι αφορούν και τα υπόλοιπα τμήματα του λόγου. Για την επίτευξή τους ο ομιλητής θα πρέπει να καταφύγει στη χρήση συγκεκριμένων κάθε φορά ρητορικών τόπων. Κερδίζει, για παράδειγμα, κανείς την προσοχή του κοινού, όταν υπόσχεται πως θα είναι σύντομος και περιεκτικός ή όταν δίνει την εντύπωση στο ακροατήριο ότι συζητείται ένα θέμα που αφορά άμεσα αυτούς τους ίδιους τους ακροατές. Όταν επίσης αρχίζει τον λόγο του με τρόπο ανέλπιστο, που εντυπωσιάζει ακριβώς εξαιτίας της παραδοξότητάς του· ο Λυσίας, για παράδειγμα, τόσο στον λόγο του Ὑπὲρ τοῦ Ἀδυνάτου όσο και στον λόγο του Ὑπὲρ Μαντιθέου ξεκινά σχεδόν με ευχαριστίες προς τους κατηγόρους του. Ο ομιλητής κερδίζει εξάλλου την εύνοια των ακροατών του, όταν δίνει μια θετική εικόνα για τον εαυτό του και την παράταξή του ή επαινεί τους ακροατές του· υπενθυμίζει, για παράδειγμα, στους δικαστές πόσο ακριβοδίκαιοι ήταν σε παλαιότερες περιπτώσεις. Ανάλογο είναι το αποτέλεσμα της προβολής από τον ίδιο τον ομιλητή της αδυναμίας του να συντάξει έναν ευχάριστο λόγο - αφού το πλήθος, κατά την κοινή αντίληψη, εκδηλώνει μεγαλύτερη συμπάθεια προς τους μετριοπαθείς, ταπεινούς και αδύναμους.

Το προοίμιο θα πρέπει να είναι ανάλογο προς την ανάπτυξη, όπως στις κατοικίες και τους ναούς οι προθάλαμοι και οι είσοδοι βρίσκονται σε σωστή αναλογία προς το οικοδόμημα (Κικέρων, De oratore 2.320). Γενικά η έκτασή του θα πρέπει να είναι περιορισμένη, ενώ η διάκρισή του από τη διήγηση σαφής και ευκρινής.

Έχουμε τους εξής τύπους προοιμίου: την απλή, άμεση εισαγωγή (principium) και το έμμεσο προοίμιο (insinuatio). Ο πρώτος τύπος συνιστάται στις ακόλουθες περιπτώσεις: στο genus honestum (στην περίπτωση ενός καθαρού, αξιοπρεπούς και έντιμου θέματος που προσφέρει αίγλη), όπου μάλιστα η εισαγωγή μπορεί να παραλειφθεί, στο genus dubium (αν η υπόθεση γεννά αμφιβολίες, το άμεσο προοίμιο αποβλέπει να προκαλέσει την εύνοια και τη συμπάθεια), στο genus humile (στην περίπτωση ενός ταπεινού θέματος το προοίμιο επιδιώκει να προκαλέσει την προσοχή), στο genus obscurum (όταν το θέμα είναι δύσκολο και σκοτεινό, το άμεσο προοίμιο θα βοηθήσει το ακροατήριο να δεχτεί και να προσλάβει ευκολότερα όσα έχει να του πει ο ομιλητής). Αν όμως ο λόγος είναι πιθανό να προκαλέσει με κάποια στοιχεία του την αποστροφή του ακροατή -σε αυτή την περίπτωση ο λόγος ανήκει στο genus turpe (στο αισχρόν, εν ευρεία εννοία, γένος)-, θα πρέπει η εισαγωγή να είναι έμμεση (insinuatio), θα πρέπει δηλαδή ο ομιλητής να αποπροσανατολίσει κατά βάσιν και να παραπλανήσει κατά κάποιον τρόπο το ακροατήριο, ώστε να κερδίσει με πλάγιο τρόπο τη συμπάθεια και την εύνοιά του για το θέμα που θα αναπτύξει.

Το προοίμιο του λόγου Περὶ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας (§§1-2) του Δημοσθένη προσφέρει ένα παράδειγμα έμμεσης εισαγωγής. Εδώ ο ρήτορας δεν αναφέρεται παρά εμμέσως στο θέμα του, που είναι η υποστήριξη του αιτήματος των Ροδίων, να στείλουν οι Αθηναίοι στρατιωτική βοήθεια στο νησί, προκειμένου οι Ρόδιοι να αποτινάξουν την καρική επικυριαρχία, κάνοντας κιόλας σε αυτό το πρώιμο στάδιο υπαινικτική αλλά σαφή αναφορά στις θετικές διαστάσεις που θα έχει μια τέτοια απόφαση για την Αθήνα. Πώς εξηγείται αυτή η τακτική; Ο ρήτορας γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν είναι εύκολο να πείσει τους συμπολίτες του να αναλάβουν αυτή τη δράση, για τον λόγο ότι μόλις πριν από τέσσερα περίπου χρόνια (357-355 π.Χ.) οι Ρόδιοι είχαν οδηγήσει την Αθήνα με τη στάση τους στον ατυχή για εκείνη «συμμαχικό πόλεμο», που κατέληξε στην εγκατάσταση φρουράς στη Ρόδο από τον Μαύσωλο, σατράπη της Καρίας. Αντί λοιπόν να αναφερθεί άμεσα και με σαφήνεια στην ανάγκη συνδρομής των Αθηναίων -αυτή η αναφορά θα μπορούσε να προκαλέσει εξαρχής τη δυσαρέσκεια και την αρνητική διάθεση του ακροατηρίου- στρέφει καταρχάς την προσοχή των ακροατών του σε μια ιστορικά αποδεδειγμένη αδυναμία τους, την αναβλητικότητα στην εφαρμογή των σχεδίων τους, χαρακτηριστικό των Αθηναίων που δεν φαίνεται -προς το παρόν τουλάχιστον- να σχετίζεται άμεσα με το θέμα του λόγου, και ύστερα στην ευλογημένη από τους θεούς, όπως την παρουσιάζει, τύχη τους, να εξαρτάται πια η σωτηρία εκείνων που συμπεριφέρθηκαν πριν από λίγο σχετικά χρόνο υβριστικά προς την Αθήνα, από τη στάση των ίδιων των Αθηναίων. Με αυτόν τον τρόπο μια δυσάρεστη και δύσκολη κατά βάσιν απόφαση παρουσιάζεται εξαρχής, αν και συνοπτικά, ως ιδανική τιμωρία των παλαιών αντιπάλων και ευκαιρία για την πόλη να κερδίσει θετικές εντυπώσεις. Είναι προφανές ότι με αυτή τη μέθοδο ο ομιλητής κινεί την προσοχή αλλά και το ενδιαφέρον του κοινού, που προδιατίθεται να ακούσει με ευνοϊκή διάθεση τη συνέχεια του λόγου, από την οποία βεβαίως δικαιούται να περιμένει εξηγήσεις για τις αρχικές εκτιμήσεις του ομιλητή.