Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Δ2.1.3. Οι ρητορικοί τόποι

(τόποι, loci)

Η βασική έννοια του τόπου ως πηγής ενός ρητορικού επιχειρήματος που θα χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη ενός συγκεκριμένου θέματος (μιας ὑποθέσεως με την ειδική σημασία που έδωσε στον όρο ο Ερμαγόρας), απαντά κιόλας στον Αριστοτέλη, που μάλιστα χρησιμοποιεί ως συνώνυμο του όρου τόπος τον όρο στοιχεῖον (Ῥητορική 2.22.1395b22, 1396b20-21). Αιώνες αργότερα, στηριγμένος στην παλαιότερη ελληνορωμαϊκή ρητορική παράδοση, ο Κοϊντιλιανός θα ορίσει τους ρητορικούς τόπους (loci argumentorum) ως εξής: «ονομάζω τόπους τις έδρες των επιχειρημάτων όπου αυτά κρύβονται, όπου μπορεί κανείς να τα αναζητήσει, απ' όπου μπορεί να τα αντλήσει. Στη φύση δεν πρόκειται να βρεις αν κυνηγάς ένα είδος ζώου παρά μόνο εκεί όπου αυτό συχνάζει. Με ανάλογο τρόπο δεν μπορείς να βρεις ένα επιχείρημα οπουδήποτε ούτε να το αναζητήσεις οπουδήποτε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα είναι σύμπτωση, αν βρούμε το επιχείρημα, μολονότι θα έχουμε δαπανήσει μόχθο και δυνάμεις. Αν όμως ξέρουμε πού ακριβώς γεννιέται, όταν φτάσουμε στην περιοχή του, θα διακρίνουμε εύκολα ό,τι υπάρχει σε αυτή» (Institutio oratoria 5.10.20-22).

Είναι προφανές ότι εδώ αξιοποιείται μια μεταφορά: η εικόνα του τόπου, του μέρους, της έδρας, της πηγής χρησιμοποιείται, για να χαρακτηρίσει τη λογική σχέση, τον λογικό τύπο ή κανόνα, τη φράση, την ιδέα για ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, ο οποίος/η οποία μπορεί, αν εφαρμοστεί στα ειδικά δεδομένα της υπόθεσης ή/και ενταχθεί στον λόγο, να ενισχύσει την πειθώ του. Πρόκειται για ένα σύστημα ευρετικών κατηγοριών, συλλογιστικών σχημάτων και τύπων-τρόπων, ακόμη και ήδη διατυπωμένων ιδεών που αφορούν τα πρόσωπα και τα πράγματα, τα θέματα και τα προβλήματα που θα μπορούσαν να απασχολήσουν έναν ομιλητή, και μπορούν να λειτουργήσουν ως αφετηρία ή βάση για την ανάπτυξη του συλλογισμού του.

Στο πέρασμα του χρόνου διαμορφώνεται ένα εξαιρετικά πολύμορφο και πλούσιο σύστημα τόπων. Παρά την πολυπλοκότητά του το σύστημα αυτό αποβλέπει στη διευκόλυνση του ρήτορα κατά την εύρεση του αποδεικτικού υλικού. Μάλιστα οι τόποι είναι μοιρασμένοι σε κατηγορίες, ώστε να είναι περισσότερο εύχρηστοι. Τα υποσυστήματα των κατηγοριοποιήσεών τους συχνά διασταυρώνονται μεταξύ τους.

Οι τόποι διακρίνονται καταρχάς σε εκείνους που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένο είδος λόγου (το συμβουλευτικό, το επιδεικτικό, το δικανικό). Στην περίπτωση του συμβουλευτικού είδους πρόκειται για πηγές επιχειρημάτων περὶ ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ, αφού το καλό (το ωφέλιμο) και το κακό (το επιζήμιο) είναι οι βασικές έννοιες γύρω από τις οποίες επιχειρηματολογεί εκείνος που παραινεί και συμβουλεύει, προτρέπει ή αποτρέπει. Είναι, για παράδειγμα, καλό και ωφέλιμο (ἀγαθόν) να ενεργεί κανείς με σύνεση και λογική (αφού η έλλειψή τους είναι επιζήμια και βλαβερή). Με βάση τον συγκεκριμένο τόπο για την έννοια του ἀγαθοῦ ο ομιλητής θα αναδείξει πώς η δράση που προτείνει συνάδει με τη λογική, για να την προβάλει ως σκόπιμη και ωφέλιμη. Στο επιδεικτικό είδος αντιστοιχούν τόποι περὶ καλοῦ ἢ αἰσχροῦ(το ωραίο και το άσχημο είναι οι έννοιες που απασχολούν τον συντάκτη ενός επαίνου ή ενός ψόγου), στο δικανικό τόποι περὶ δικαίου ἢ ἀδίκου (Αριστοτέλης, Ῥητορική 2.22.1396b29-32).

Υπάρχουν επιπλέον τόποι καὶ περὶ τῶν ἠθῶν καὶ παθημάτων καὶ ἕξεων (Αριστοτέλης, Ῥητορική 2.22.1396b32-33, «τόποι για τους διάφορους επιμέρους τύπους ανθρώπινου χαρακτήρα, για τα πάθη και για τις έξεις», μτφρ. Δ. Λυπουρλή). Εξάλλου τα επιχειρήματα αντλούνται άλλοτε ἀπò τοῦ προσώπου (a persona) (σχετίζονται δηλαδή με το πρόσωπο) και άλλοτε ἀπò τοῦ πράγματος (a re) (αναφέρονται στο πράγμα). Στην πρώτη κατηγορία, για παράδειγμα, ανήκουν μεταξύ άλλων το γένος και η φυλετική καταγωγή, η πατρίδα, το φύλο, η ηλικία, οι σπουδές, η εξωτερική εμφάνιση, η μοίρα, η κοινωνική τάξη. Στη δεύτερη, μεταξύ άλλων, ο χρόνος, ο τόπος, ο τρόπος, ο ορισμός, η σύγκριση, οι συνθήκες. Μάλιστα οι τόποι ἀπὸ τοῦ πράγματοςαποτελούν από μόνοι τους λόγω του πλήθους και της ποικιλίας τους ένα αυτόνομο σύστημα.[219]

Μια άλλη διάκριση των τόπων γίνεται με βάση τη στάσιν του λόγου, με βάση δηλαδή το ερώτημα αν το ζήτημα που τίθεται είναι αν έχει λάβει χώρα ένα γεγονός ή όχι, ή τι ακριβώς έχει λάβει χώρα ή ποια είναι η ποιότητα αυτού που έχει λάβει χώρα. Είναι προφανές ότι κάποια επιχειρήματα χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένες στάσεις, ενώ υπάρχουν άλλα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε όλες τις στάσεις - θα δούμε στη συνέχεια ότι πρόκειται για κοινούς τόπους.

Εξάλλου, στην περίπτωση μιας δικαστικής διαμάχης (αλλά εν μέρει και στην περίπτωση ενός παραινετικού-συμβουλευτικού λόγου), ο ομιλητής μπορεί να αναζητήσει επιχειρήματα θέτοντας τα εξής ερωτήματα σε σχέση με τη δράση που κρίνεται: ποιος, τι, πού, πότε, γιατί, με ποιόν τρόπο, με ποιά βοήθεια. Θα μιλήσει, για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη την καταγωγή και το γένος του προσώπου, αφού είναι πιθανό πως τα παιδιά μοιάζουν στους γονείς τους και ως προς τα ηθικά τους χαρακτηριστικά - το επιχείρημα είναι κοινό είτε συζητιέται αν έλαβε χώρα ένα γεγονός, είτε ποιό είναι το γεγονός που έλαβε χώρα, είτε ποιά είναι η ιδιαίτερη ποιότητά του (πρόκειται, με άλλα λόγια, για κοινό επιχείρημα, για κοινό τόπο, που μπορεί να αξιοποιηθεί στην περίπτωση και των τριών αυτών στάσεων[220] θα αναφερθεί επίσης στην καταγωγή του προσώπου από συγκεκριμένο φύλο/φυλή (natio), από συγκεκριμένη πόλη· θα κάνει λόγο για το φύλο του (είναι, για παράδειγμα -κατά την αρχαία αντίληψη- πιο πιθανό ο δράστης μιας ληστείας να είναι άνδρας, ενώ μιας δηλητηρίασης γυναίκα), για την ηλικία, την εκπαίδευση, τη μόρφωση, τη φυσική κατάσταση του σώματός του, την τύχη του, τις ιδιαίτερες συνθήκες του βίου του, τον χαρακτήρα, τα ενδιαφέροντα και τις ασχολίες του, τις ιδιαίτερες προτιμήσεις και τον «πρότερον βίον» του. Θα λέγαμε λοιπόν ότι τα γενικά εξωτερικά χαρακτηριστικά (ενός προσώπου ή ενός πράγματος), η κατάσταση όπου αυτό τυχαίνει να βρίσκεται, το είδος του και η ταυτότητα/ο ορισμός του αποτελούν βασικές κατηγορίες τόπων.[221]

Επιπλέον ο ευρετικός τύπος του επιχειρήματος, ο τόπος, μπορεί να αποδίδει σχεδόν συνθηματικά μια λογική σχέση· για παράδειγμα: ἀπò τοῦ μείζονος εἰς τò ἔλαττον (συμπεραίνουμε από το μεγαλύτερο για το μικρότερο), ἀπò τò ἔλαττον εἰς τò μεῖζον (πηγαίνουμε από το μικρότερο στο μεγαλύτερο), ἐκ τῶν ἐναντίων (καταλήγουμε σε συμπεράσματα για κάτι μελετώντας το αντίθετό του) (Αριστοτέλης, Ῥητορική2.23). Αν, λ.χ., έχουμε την ευχέρεια να προσφέρουμε δωρεάν σίτιση σε μια ολόκληρη πόλη (μεῖζον), θα έχουμε οπωσδήποτε την ευχέρεια να φιλέψουμε και τα παιδιά της γειτονικής μας οικογένειας (ἔλαττον) (παράδειγμα αξιοποίησης του τόπου ἀπò τοῦ μείζονος εἰς τò ἔλαττον).

Καθώς οι τόποι λειτουργούν ως κωδικοποιημένα αποθέματα ιδεών και σκέψεων, που μπορεί εύκολα να προσαρμόσει κάποιος στα δεδομένα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, για να εντάξει τα αντίστοιχα επιχειρήματα στον λόγο του, μπορούν αυτόματα να ταυτιστούν με τα ίδια τα ανεπτυγμένα επιχειρήματα που προκύπτουν αμέσως μόλις προσαρμόσουμε τους γενικούς και αφηρημένους λογικούς τύπους στα ακριβή δεδομένα της υπόθεσης που μας απασχολεί. Έτσι οι τόποι μπορεί να πάρουν τη μορφή συγκεκριμένων επιχειρημάτων.

Ειδική αναφορά απαιτεί ο όρος κοινός/-οί τόπος/-οι (locus/-i communis/ -es), που περικλείει διάφορες σημασίες:

1. Δηλώνει τους ευρετικούς τύπους επιχειρημάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε όλες τις στάσεις[222] ή/και σε διάφορα είδη λόγων όπως και σε διάφορες υποθέσεις.

2. Σημαίνει γενικές και αφηρημένες θέσεις για το δίκαιο, το άδικο, το φυσικό δίκαιο και τους συμβατικούς νόμους, ιδέες στερεότυπες με διαχρονική όμως αξία, που μπορούν να αποτελέσουν επιχειρήματα σε πολλές και ποικίλες περιπτώσεις. Συχνά η λειτουργία τους είναι επικουρική και επιτατική - χρησιμοποιούνται για να ενδυναμώσουν άλλα επιχειρήματα που αφορούν τη συγκεκριμένη κάθε φορά υπόθεση.[223]

3. Ο Κικέρωνας κάνει λόγο για τις πραγματεύσεις διαφόρων σημαντικών θεμάτων από τον Πρωταγόρα (scriptasque fuisse et paratas a Protagora rerum illustrium disputationes - «ο Πρωταγόρας [ενν.: όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης] συνέταξε και είχε έτοιμες πραγματεύσεις σπουδαίων θεμάτων»), που ονομάζονται, όπως σημειώνει, στην εποχή του loci communes (κοινοί τόποι, Brutus 12.46-47). Με τον ίδιο τρόπο χαρακτηρίζει εγκώμια και ψόγους που συνέθεσε ο Γοργίας, ώστε να τους αποστηθίζουν οι μαθητές του. Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία ο όρος θα μπορούσε να σημαίνει ανεπτυγμένα θέματα που μπορούν να ενταχθούν σε πολλά είδη λόγων, μπορεί όμως να δηλώνει και ανεπτυγμένους υποδειγματικούς λόγους που μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν πολλαπλώς.

4. Με τον συγκεκριμένο όρο χαρακτηρίζεται, τέλος, ένας τύπος προπαρασκευαστικής άσκησης (προγυμνάσματος).[224]

Η κλασική φιλολογία και οι νεότερες εθνικές φιλολογίες παρέλαβαν τον συγκεκριμένο όρο (κοινός τόπος, locus communis) από τη ρητορική -εισηγητής του αρχαίου όρου στην περιοχή της μελέτης της ιστορίας και της κριτικής της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ήταν ο Ernst Robert Curtius (1948)-[225] και τον χρησιμοποίησαν, για να ορίσουν τις ιδέες, τα μεγάλα και διαχρονικά θέματα, τα μοτίβα που επανέρχονται μέσα στον χρόνο σε διάφορα και διαφορετικά λογοτεχνικά συμφραζόμενα, γνωρίζοντας έτσι πολλαπλές λογοτεχνικές πραγματεύσεις, που ενώ προκαλούν κάποτε με το θέμα τους την εντύπωση του μονότονου και ανιαρού, διακρίνονται παράλληλα από αναλλοίωτη στον χρόνο, αρχετυπική, θα έλεγε κανείς, αξία και επιπλέον από εκφραστική δύναμη που συγκινεί.[226]

 

Βιβλιογραφία:

Heinrich Lausberg, Handbuch der literarischen Rhetorik. Eine Grundlegung der Literaturwissenschaft. 3. Auflage 1990. Mit einem Vorwort von Arnold Arens, Στουτγκάρδη1990.

Gert Ueding & Bernd Steinbrink, Grundriß der Rhetorik. Geschichte - Technik - Methode, 3., überarbeitete und erweiterte Auflage, Verlag J. B. Metzler, Στουτγκάρδη, Βαϊμάρη 1994.

219 Βλ. Lausberg 1990, §377, σ. 206.

220 Για την έννοια της στάσεως βλ. εδώ κεφ. Δ2.1.4. Η θεωρία των στάσεων.

221 Βλ. Ueding -Steinbrink 1994, 234.

222 Βλ. Lausberg 1990, §374, σ. 202.

223 Βλ. Ρητορικά Κείμενα. Β΄ Γενικού Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα, 19-20: «Τα ενθυμήματα στηρίζονται σε γενικά παραδεκτές απόψεις και τρόπους σκέψεως που ονομάζονται "κοινοί τόποι" (κοινόχρηστα επιχειρήματα)».

224 Βλ. σχ. εδώ κεφ. Β3.3. Η εκπαίδευση του ρήτορα.

225 Βλ. σχ. εδώ κεφ. Δ2.1.3. Οι ρητορικοί τόποι.

226 Marrou 1961, 96.