Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Α4. Θέση και σημασία της ρητορικής στην αρχαιότητα

Το αργότερο από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. και μετά οι σοφιστές διδάσκουν -κατά κανόνα αντί εντυπωσιακά υψηλού τιμήματος- πώς μπορεί να χειριστεί κανείς τον λόγο αποτελεσματικά, να προσεταιριστεί με άλλα λόγια το κοινό του με την πειθώ. Απώτερος στόχος της διδασκαλίας είναι μια επιφανής σταδιοδρομία στη δικανική «αρένα» ή/και, κυρίως, στην πολιτική σκηνή.

Ο τεχνικά άρτιος λόγος αναδεικνύεται σε ισχυρό και εντυπωσιακό εργαλείο των πολιτών, που ζητούν να λύσουν τις διαφορές μεταξύ τους, να ρυθμίσουν τις σχέσεις τους με την πολιτεία και να αναδείξουν τις οφειλές και την προσφορά τους προς αυτή, αλλά και να οριοθετήσουν τη συνύπαρξή τους με άλλες πολιτικές κοινότητες. Έτσι ως αντικείμενο της σοφιστικής διδασκαλίας η ρητορική θα διεισδύσει γρήγορα στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων και των ποικίλων εκφάνσεών της. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι στην αρχαία δημοκρατική Αθήνα κάθε χρόνο 6.000 άρρενες πολίτες κληρώνονταν για να στελεχώσουν τα δικαστήρια της πόλης, αντιλαμβάνεται την τεράστια επιρροή που θα μπορούσαν να ασκήσουν οι λόγοι που εκφωνούνταν στο πλαίσιο των δικανικών αντιπαραθέσεων στις συνειδήσεις, στο πνεύμα, στην ψυχή και στην ομιλία των ακροατών τους, εν τέλει στο σύνολο της πολιτικής κοινότητας και τις ποικίλες δραστηριότητές της.

Η ρητορική αποκτά μάλιστα τη δυναμική μιας «εισαγωγής στον δημόσιο βίο», μια που οι σοφιστές επαγγέλλονται πως προσφέρουν στους μαθητές τους γνώσεις όχι μόνο για το πώς να κατευθύνουν και να επηρεάσουν τους συμπολίτες τους με τον λόγο, αλλά και για το πώς να κατακτήσουν την πολιτική αρετή, στην οποία οι ίδιοι αποδίδουν περιεχόμενο πραγματιστικό, ατομικό και ωφελιμιστικό, καθώς την αντιλαμβάνονται ως κατάκτηση της κορυφής της πολιτικής κοινότητας και επικράτηση πάνω στο σύνολο των υπόλοιπων πολιτών.

Ως αντίβαρο στις θέσεις των σοφιστών γεννιέται μέσα στον 4ο αι. π.Χ. η ιδέα μιας περισσότερο «φιλοσοφικής» και λιγότερο πραγματιστικής ρητορικής. Τέθηκαν με αυτόν τον τρόπο οι προϋποθέσεις για να επιβιώσει η ρητορική και μετά την κατάρρευση των μορφών πολιτικής οργάνωσης που τη γέννησαν.[9] Σε συνδυασμό με τη φιλοσοφία -η σύζευξη εγγυάται την προστασία της ρητορικής τέχνης από την κατάχρησή της ως μέσου δημαγωγίας- η τέχνη του λόγου γίνεται κιόλας στην αρχαιότητα η βάση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος που αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο πολύπλευρα και πλούσια σε επιδράσεις στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού - η επιρροή του φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Οι καταβολές του βρίσκονται κιόλας στα έργα του μεγαλύτερου πολέμιου της σοφιστικής ρητορικής, του Πλάτωνα (428/7-348/7 π.Χ.), που αναζητά τη γνήσια ρητορική, τον οδηγό προς την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, και στα κείμενα του μαθητή του τού Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), που αναλύει τον λόγο περισσότερο με διάθεση επιστημονική παρά από ενδιαφέρον για την πράξη. Το συγκεκριμένο όμως πρόγραμμα εδραιώνεται ουσιαστικά από τον Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) -με τη «φιλοσοφία» του, όπως χαρακτήριζε τη ρητορική του διδασκαλία, έδωσε κατευθύνσεις που αφορούσαν τον χαρακτήρα και την ηθική διάπλαση του ατόμου- και φτάνει στην πλήρη ανάπτυξή του στη Ρώμη με τον Κικέρωνα (106-43 π.Χ.) και τον Κοϊντιλιανό (περ. 35-100 μ.Χ.). Βασική ιδέα αυτού του προγράμματος είναι ότι το να μάθει κάποιος να μιλά καλά σημαίνει στην πραγματικότητα να γνωρίζει να σκέφτεται και να ζει ορθά.

Προς τα τέλη λοιπόν του 4ου αι., όταν πια εξαιτίας της κατάρρευσης της πόλης-κράτους το πολιτικό σκηνικό που γέννησε τη ρητορική παύει να υπάρχει, η τέχνη του λόγου, που βεβαίως εξακολουθεί να γοητεύει με τα παράγωγά της στον χώρο της πολιτικής και των δικαστηρίων, γίνεται από τη μια ο ακρογωνιαίος λίθος της εκπαίδευσης των εκλεκτών, ενώ προσφέρει από την άλλη τις κατηγορίες, τις έννοιες και τους όρους για τη συστηματική μελέτη της καθαρής λογοτεχνίας. Άλλωστε στο πλαίσιο της ρητορικής βρίσκουν τη θέση τους κρίσιμες παρατηρήσεις για ειδικά θέματα που αφορούν τη γλώσσα, τη γραμματική, την κριτική, τη μουσική, την παράσταση ενώπιον του κοινού, την ψυχολογία. Εύγλωττα δείγματα ρητορείας αλλά και κείμενα καθαρώς λογοτεχνικά αξιοποιούνται εξάλλου συστηματικά στο πλαίσιο της ρητορικής διδασκαλίας, για να συζητηθεί η εξωραϊστική σκευή του προφορικού και του γραπτού λόγου. Έτσι γεννιέται στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ένα πρώτο δείγμα αισθητικής του λόγου, μια πρώιμη θεωρία της λογοτεχνίας.

 

Βιβλιογραφία:

Manfred Fuhrmann, Die antike Rhetorik. Eine Einführung, Artemis & Winkler Verlag, Ζυρίχη 19954 (1η έκδ. Μόναχο, 1984).

9 Βλ. Fuhrmann 1995, 10.