Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή τρίτη
[III]
Εις Θάνατον

α΄

Εις τούτον τον ναόν, των πρώτων Χριστιανών παλαιότατον κτίριον, πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι 5 γονατισμένος;

β΄

Όλην την Οικουμένην σκεπάζουν σκοτεινά, ήσυχα, παγωμένα, τα μεγάλα πτερά 10 της βαθείας νύκτας.

γ΄

Εδώ σίγα· κοιμώνται των αγίων τα λείψανα· σίγα εδώ, μη ταράξεις την ιεράν ανάπαυσιν 15 των τεθνημένων.

δ΄

Ακούω του λυσσώντος ανέμου την ορμήν· κτυπά με βίαν· ανοίγονται του ναού τα παράθυρα 20 κατασχισμένα.

ε΄

Από τον ουρανόν, όπου τα μελανόπτερα σύννεφα αρμενίζουν, το ψυχρόν της αργύριον 25 ρίπτει η σελήνη.

ς΄

Και ένα κρύον φωτίζει λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· σβησθέν λιβανιστήριον, κερία σβηστά και κόλυβα 30 έχει το μνήμα.

ζ΄

Ω παντοδυναμότατε! τί είναι; τί παθαίνω; ορθαί εις την κεφαλήν μου στέκονται οι τρίχες!.. λείπει 35 η αναπνοή μου!

η΄

Ιδού, η πλάκα σείεται… ιδού από τα χαράγματα του μνήματος εκβαίνει λεπτή αναθυμίασις 40 κι εμπρός μου μένει.

θ΄

Επυκνώθη· λαμβάνει μορφήν ανθρωπικήν. Τί είσαι; ειπέ μου; πλάσμα, φάντασμα του νοός μου 45 τεταραγμένου;

ι΄

Ή ζωντανός είσ’ άνθρωπος, και κατοικείς τους τάφους; χαμογελάεις;… αν άφηκας τον άδην… ή ο παράδεισος 50 ειπέ μου αν σ’ έχει.

ια΄

—Μη μ’ ερωτάς· το ανέκφραστον μυστήριον του θανάτου μην ερευνάς· τα στήθη, τα στήθη που σ’ εβύζασαν 55 εμπρός σου βλέπεις.

ιβ΄

Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου, αγαπητόν μου σπλάχνον, ανόμοιος είναι η μοίρα μας, και προσπαθείς ματαίως 60 να με αγκαλιάσεις.

ιγ΄

Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε το πάθος της καρδιάς σου. Αν η χαρά η ανέλπιστος, ότι με είδες, βρέχει 65 τους οφθαλμούς σου·

ιδ΄

Μειδίασον, χαίρου φίλε μου, μάλλον· αλλ’ αν η πίκρα, ότι τον ήλιον άφηκα, τώρα σε κυριεύει, 70 παρηγορήσου.

ιε΄

Τί κλαίεις; την κατάστασιν αγνοείς της ψυχής μου· και εις τούτο το μνήμα το σώμα μου αναπαύεται 75 από τους κόπους.

ις΄

Ναι, κόπος ανυπόφερτος είναι η ζωή· οι ελπίδες, οι φόβοι, και του κόσμου οι χαραί και το μέλι 80 σας βασανίζουν.

ιζ΄

Εδώ ημείς οι νεκροί παντοτινήν ειρήνην απολαύσαμεν, άφοβοι, άλυποι, δίχως όνειρα 85 έχομεν ύπνον.

ιη΄

Σεις οι δειλοί αχνύζετε όταν τις ψιθυρίσει τ’ όνομα του θανάτου· αλλ’ άφευκτος ο θάνατος, 90 άφευκτος είναι.

ιθ΄

Μία και μόνη είναι η οδός, και εις τον τάφον φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη αμάχητον με χείρα 95 ωθεί τους ζώντας.

κ΄

Υιέ μου πνέουσαν μ’ είδες· ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε και με φως και με θάνατον 100 ακαταπαύστως.

κα΄

Το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε του Θεού ήτον φύσημα, και εις τον Θεόν ανέβη· γη το κορμί μου, κι έπεσεν 105 εδώ εις τον λάκκον.

κβ΄

Αλλά το φέγγος χάνεται της σελήνης· σε αφήνω· πάλιν θέλω σε ιδείν ότε η ζωή σού λείψει, 110 και τότε μόνον.

κγ΄

Με την ευχήν μου ύπαγε· άλλο δεν λέγω· θέλω εις την συνείδησίν σου τα λοιπά φανερώσειν 115 ύστερον… χαίρε…

κδ΄

Τέκνον μου χαίρε… — Πρόσμενε, τον υιόν λυπημένον μη παραιτήσεις. Έπεσε. Και μένουν οι οφθαλμοί μου 120 εις βαθύ σκότος.

κε΄

Ω φωνή, ω μητέρα, ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις· όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε 125 με γλυκά δάκρυα!

κς΄

Και συ στόμα οπού εφίλησα τόσες φορές, με τόσην θερμοτάτην αγάπην, πόση άπειρος άβυσσος 130 μας ξεχωρίζει!

κζ΄

Ε, και άπειρος ας είναι κι έτι φοβεροτέρα· εκεί μέσα ατάρακτος θέλω εγώ συντριφθείν 135 γυρεύοντάς σας.

κη΄

Τώρα, τώρα τα χείλη μου δύνανται να φιλήσουν του θανάτου τα γόνατα· να στέψω το κρανίον του 140 δύναμαι τώρα.

κθ΄

Πού είναι τα ρόδα; φέρετε στεφάνους αμαράντους· την λύραν δότε· υμνήσατε· ο φοβερός εχθρός 145 έγινε φίλος.

λ΄

Κείνος οπού το μέτωπον τρυφερών γυναικών αγκάλιασε, πώς δύναται εις ανδρικήν καρδίαν 150 να ρίψει φόβον;

λα΄

Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον είναι; τώρα οπού βλέπω τον θάνατον με θάρρος, εγώ κρατώ την άγκυραν 155 της σωτηρίας.

λβ΄

Εγώ τώρα εξαπλώνω ισχυράν δεξιάν και την άτιμον σφίγγω πλεξίδα των τυράννων 160 δολιοφρόνων.

λγ΄

Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα αίματος και δακρύων καταπατώ· και καίω της δεισιδαιμονίας 165 το βαρύ βάκτρον.

λδ΄

Επάνω εις τον βωμόν της αληθείας, τα σφάγια τώρα εγώ ρίπτω· μ’ άφθονα τον λίβανον σωρεύω, 170 μ’ άφθονα χέρια.

λε΄

Ως απ’ ένα βουνόν ο αετός εις άλλο πετάει, και γω τα δύσκολα κρημνά της αρετής 175 ούτω επιβαίνω.