Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Πέμπτη νύχτα
Στην Καλλιρρόη Παρρέν αφιερωμένο.
|
Χαίρε, Γυναίκα Εσύ, Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα! Νά η ώρα σου! Τα ωραία φτερά δοκίμασε και ανέβα, και καθώς είσαι ανάλαφρη, και πια δεν είσαι η σκλάβα, προς τη μελλόμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα, 5('95) κι ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα, κι ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα, και πλάσε την πρωτόπλαστη, ω Αγάπη εσύ, αρμονία, εσύ Ομορφιά, Σοφία εσύ, Πειθώ και Παρθενία! 96Ω Σπαρτιάτισσες Κόρες, της θείας Αθήνας κορόνες, ω Καρυάτιδες, έφυγε, κλέφτες και βάρβαροι πήραν την αδερφούλα σας, μείνατε πέντε, τα ολόρθα κορμιά σας, από το θάνατο ασκέβρωτα, ο πόνος βαθύτερ’ ακόμα 5('96) κι από το θάνατο σκέβρωσε, βόγκος και κλάψα η φευγάτη, κι αντιβογκήξατ’ εσείς και γινήκατε βρύσες του θρήνου, οι δυνατοί κι οι τρισεύγενοι στύλοι, και μια τρικυμία τους δωρικούς σας χιτώνες ανέμισεν άγρια σα σκιάχτρα! 97«Ω Καρυάτιδες, δε με γνωρίζετε; Ξένη δεν είμαι, από τα ξένα αν εγύρισα· είμαι η χαμένη αδερφή σας, ξαναγκαλιάστε με, ο τόπος μου εδώ με προσμένει σα θρόνος. Φράγκοι, Αλαμάνοι και Σκύθες το γάλα μου βύζαξαν όλοι, 5('97) ήρωες γινήκαν οι κλέφτες, και τώρα του βάρβαρου η φλέβα από το αίμα χτυπάει τ’ ακριβό των πατέρων Ελλήνων. Από του κόσμου τα νιάτα ξανάνθισα, κλέφτρα, σας φέρνω την ιερή φλόγα αρχαία σε νέο καλάμι κρυμμένη!» 98Νύχτα θα ξεκινούσαμε, θ’ αφήναμε την πόλη, στο λόφο θ’ ανεβαίναμε, από τη θάλασσα όλη, στη δόξα του όλη όλο τον ήλιο ολόχυτο να ιδούμε· των πρωτοπλάστων πρόσμενε η χαρά να τη χαρούμε. 5('98) Μα ο ύπνος μάς εγέλασε, και αργήσαμε στην πόλη, κι ύστερα φύγαμε άπραχτοι προς άλλο αραξοβόλι. Όλα του ήλιου τα όνειρα, σας ονειρεύτηκα· όμως όπου ξυπνήσω, ανήλιαγος πάντα στη νύχτα ο δρόμος. 99Ποιά ευκή, παιδάκια μου, και ποιά κληρονομιά, ω βλαστάρια, να σας αφήσω; Γύρω σας οι λοιμικές και οι λύκοι, γυμνός, και καθρεφτίζομαι στα μάτια σας, και, ω φρίκη! έτσι ξανοίγω στο αίμα σας παντού δικά μου αχνάρια. 5('99) Μα νά! βαθιά στην καταχνιά τού είναι σας ο αέρας φυσά απαλότερα, φτερά σαλεύει πιο καθάρια, φως μάχεται την όψη σου να την αλλάξει, ω τέρας· η αγνότη, η γνώμη, η ομορφιά κι η αλήθεια της μητέρας! 100Ω κρίματα του ανήμπορου, κορμί τυραγνισμένο, χαμένα νιάτα, αντρίκεια εσείς παραδαρμένα χρόνια, όνειρα λευκοφόρα, μαύρα καταφρόνια, ταίρι χρυσό, σπίτι ορφανό, σκληρή ζωή. Πεθαίνω. 5('100) Μα σα θα βάλει απάνω μου τα σιδερένια χέρια της, του κόσμου δε θα φοβηθώ την πνίχτρα την Αράπισσα, πύρινα γράμματ’ άσβηστα θα ιδεί γραμμένα απάνου μου: «Ω Μούσα Ιδέα, σ’ αγάπησα!» Γενάρης 1902
|


