Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Τέταρτη νύχτα

61

Ω Ρωμιοσύνη, ω μάνα μου! και ω κόρη εσύ της όμορφης, μέσα στις όμορφες, Μητέρας! τα στερνά παιδιά σου, για να σκεπάσουν κάποια τους ασκήμια και ντροπή, εσέ ειπαν άσκημη, ντραπήκανε για τ’ όνομά σου. 5('61) Μα πάντα εκείνο στις κορφές το μελετάνε απείραχτο τρανά του Ολύμπου οι ραψωδοί, και τ’ άξια παλικάρια. Κι εγώ το γράφω με χρυσά στο μέτωπό σου γράμματα, και το φιλώ στα ματωμένα σου ποδάρια!

62

Μόνος. Εγώ; Δεν είμαι μόνος, όχι. Στο φτωχικό σκοταδερό κελί μου ήρωες, άνθρωποι, θεοί, σα φωτοσύγνεφα σαλεύουν αντικρύ μου. 5('62) Ταιριάζουνε με ονείρατα σαν τα ροδοχαράματα στοιχειά που μαυροφέρνουνε· κι από μια κόχη κάτι σαν άγγελος με βλέπει κι όλο βλέπει με. Μόνος. Εγώ; Δεν είμαι μόνος. Όχι.

63


Και επέστρεψα, και ήρα τους οφθαλμούς μου,
και είδον, και ιδού δρέπανον πετόμενον…

Ζαχαρίας (Κεφ. Ε΄ 1).

Πέρνα, και θέρισε τη χώρα την κατάρατη, ω του προφήτη του Ισραήλ δρεπάνι φτεροφόρο, λαό και πρώτους, τον αθώο, το φταίστη, και όλα ρίξε τα, και μην αφήσεις ούτε λούλουδο, ούτε σπόρο. 5('63) Καμιάν ημέρα, από καιρούς κι από αιώνες ύστερα, ποιός ξέρει! απάνου από το έρμο ξερονήσι το χέρι κανενός πατέρα τρανοδύναμου θά ’ρθει να σπείρει τη ζωή, που είν’ άξια για να ζήσει!

64

Ψυχή, μόλις τινάχτηκες εκείθε από το φράχτη, σε αποχαιρέτησαν η Δείλια και η Λαχτάρα, οι ακοίμητες, και το Μαράζι· κι εσύ το ντύμα σου άλλαξες, και φόρεσες 5('64) το φόρεμα, που εσένα μοιάζει. Δείλια, Λαχτάρα σβήσανε, και το Μαράζι πάει, φυτρώνουν από μέσα σου τα ρόδα, ως πρώτα, και άλλα. Αρχάγγελος ο Πόνος πάει Εσέ προς τα Μεγάλα!

65

Θεοί με χίλια ονόματα, Αγάπη, Σάρκα, Ιδέα, Φωτιά, Δύναμες, Πλάνες, Τίποτε, Πόθοι και Χρέη και Μοίρες, χτίσατε σπίτια σα βουνά ψηλά, σαν πέλαγα πλατιά, δείχνετε πλάτια και ύψη σας, ανοίχτε και τις θύρες. 5('65) Αεροκρέμαστα παλάτια μεταφυσικά, οι με τα χίλια ονόματα θεοί σάς κατοικούνε, κι έξω Καρδιές και Στοχασμοί, σαν κολασμένα ξωτικά, δεν ξέρουν από πού και πώς μέσα σ’ εσάς να μπούνε!

66

Παλάτια μεταφυσικά, χυτά, υφαντά, τιτανικά, κολόνες, μέτωπα, σκεπές, θέμελα, τοίχοι, πλάγια, σαν από φως υπέρλευκο στον ουρανό το βοριανό, σαν από κάποιας πρωτομάγισσας τα νυχτομάγια! 5('66) Όλα τα χτίσματα ο Καιρός τα ρίχνει· αλλά το μάρμαρο πιο ευκολοσύντριφτο, και πιο περαστικό το ατσάλι· κι έχετε κάτι ανέγγιχτο κι έχετε κάτι αχάλαστο, κι αφού ο Καιρός απάνου σας τα κρύα του χέρια βάλει.

67

Στον Άνθρωπο είπεν ο Σοφός: «Είμαι η καινούρια η ζυγαριά, και δείχνω των ανθρώπινων άλλη τιμή, άλλο βάρος, τ’ αναποδογυρίζω εγώ ή τα συντρίβω τα είδωλα. Μα ο ίδιος Χάρος χαλαστής είναι και ο πλάστης Χάρος. 5('67) Τη γέφυρα τρανότερη κι από τη σκάλα του Ιακώβ σου φέρνω· τη μαστόρεψα, και νά! την έχω στήσει· από τη βαλτοθάλασσα που θολοζώνει σε, Άνθρωπε, στον υπεράνθρωπο Όλυμπο αυτή θα σε οδηγήσει».

68

Και του αποκρίθεις, Άνθρωπε: «Τα είδωλα όλα σύντριψε, απάνου απ’ τα συντρίμμια τους θα κλαίω και θα σπαράζω, των όλων άλλαξε την όψην· ίδια εγώ θα βλέπω τα, και με τα πρώτα ονόματα, σαν πρώτα, θα τα κράζω. 5('68) Πατώ στ’ αγκάθια και πετώ στα ρόδα, σε όλα σέρνομαι. Σ’ ό,τι έστησες δε δύναμαι τα πόδια μου να σύρω. Δεν ανεβαίνω· δεν υπάρχει εμπρός για μένα· μοναχά νυχτοπουλιού παράδαρμα, Σοφέ, στο φως σου γύρω».

69

Τα Σεραφείμ όλο φτερά, κι όλο πετάνε, τα Χερουβείμ είν’ όλο μάτια, όλο αντικρίζουν· όλο αγαπάνε, κι όλα τ’ αγαπάνε τα Σεραφείμ, 5('69) όλο γνωρίζουν κι όλα τα γνωρίζουν τα Χερουβείμ. Άγγελε, πού είσαι, αγέννητη του αιθέριου χαρά, όλα τα μάτια να ταιριάσεις, μ’ όλα τα φτερά;

70

Καθώς και τώρα, στης πανάρχαιας Κνωσός τα χώματα, εδώ και πόσες χιλιάδες χρόνια! Έτσι αγαπούσανε στα Μαγιάπριλα, γυναίκες, άντρες, ρόδα κι αηδόνια. 5('70) Καθώς και τώρα, έτσι κι οι τέχνες κι οι νόμοι ανθίζανε, στο νου η σοφία, στο θρόνο ο Μίνως. Καθώς και τώρα, τεχνίτη, κρίνο στην πέτρα σκάλισες. Όλα περάσαν, έμεινε ο κρίνος.

71

Από τα ξένα μάτια πάντα αποσκεπάζουμε τον πιο δικό μας τον καημό, την πιο ιερή φροντίδα· φυλάμε στα σκοτάδια κάποιο μπάλσαμο που το πειράζει και η δειλότερη αχτίδα. 5('71) Και κάποτε φυτρώνει μες στα σπλάχνα μας κι αναταράζει κάποτε το λογισμό μας κάτι θλιμμένο τόσο ή τόσο φοβερό, που το κρατάμε μυστικό κι από το ίδιο εγώ μας!

72

Θεός και Πλάστης έγινα, και την Αγάπην έπλασα, και στον παράδεισό της ήταν η Αγάπη μοναχή, κι ένα θλιμμένο σύγνεφο αλαφροθάμπωνε το θείο το πρόσωπό της. 5('72) Κι εγώ την αποκοίμισα, κι απ’ το πλευρό της πήρα και σύντροφο της έκαμα· —Ποιός είσ’ εσύ ο ωραίος; Ασάλευτε και αγέλαστε, ποιός είσαι; η πέτρα; η Μοίρα; Ποιός είσαι; —Είμαι το Χρέος.

73

Εκεί αποπέρα ολόλευκα τ’ ανθάκια θα τα φέρω, δεν ξέρω πώς τα λένε εγώ, την ευωδιά τους ξέρω. Σε μπουκετάκια ή στέφανα χλωρά δε θα τα σιάξω. Μέλισσα, την αιθέρια ψυχή τους θα βυζάξω, 5('73) σε κρυσταλλάκια ευγενικά νέο μύρο, όχι περίσσο, πιο ευγενικό και λιγοστό και ολάκριβο θα κλείσω. Από του κήπου τη βραγιά, που εγώ μονάχα ξέρω, τ’ ανθάκια τα ολομύριστα κατάλευκα θα φέρω.

74

Σπιτάκια του βουνόπλαγου και πυκνερά και ανάρια προς τα νεράκια ολογειρτά της λίμνης τα καθάρια, σπιτάκια λευκοπράσινα, κοντά είναι το σκοτάδι· ανάφτε τα λυχνάρια σας με το περίσσο λάδι. 5('74) Το μάτι θα ρωτάει για σας και δε θα σας ξανοίγει, κι ύστερα τίποτε από σας, μες στη νυχτιά που πνίγει, κι ύστερα τίποτε από σας, μακάρια, δε θα μείνει, παρά ένα φέγγος άπνιχτο στης νύχτας τη γαλήνη.

75

Τ’ απάτητα ονειρεύομαι και τ’ άψαχτα του κόσμου, τ’ άστρα, στο χάος ανέβρετα, χαμένα, κάποιους τόπους στα κρύα του πόλου του λευκού, στα τροπικά λιοβόρια, και τους ανθρώπους τους αγνούς και απείραχτους της πλάσης 5('75) που σαν τα δέντρα ανθίζουνε και σαν τ’ αγρίμια ζούνε, κάποιες κορφές, κάποιους γκρεμούς, κάθε ωκεάνια νύχτα, κι εσένα απ’ όλα πιο πολύ, Δέσποινα, Σκλάβα, Εσένα, ψυχή, που τόσο είσαι κοντά και τόσο ολόμακρα είσαι!

76

Μικρή ζωή μου, στα χέρια σου έχεις ουσία τρισεύγενη, και τίποτ’ άλλο, παρηγορήσου, και τίποτ’ άλλο. Το μόνο βιος σου, σκύψε, αψεγάδιαστα πλάσε, δέσε το με κάποιο βάθρο δυσκολοχάλαστο και μεγάλο. 5('76) Του Λόγου δώσ’ του τα στοχασμένα βαθιά γνωρίσματα, δώσ’ του τα θεία τα παιγνιδίσματα του Ρυθμού, μικρή ζωή μου, κάποιο σημάδι του διάβα σου άφησε, δροσοσταλίδα μέσα στην άβυσσο του καημού!

77

Έλαμπε η θάλασσα, ο καρπός τα μαύριζε τ’ αλώνια. Δε φρόντιζα για τον καρπό, δεν τα ’βλεπα τ’ αλώνια, απ’ την ακροθάλασσα εσένα αγνάντια μου είχα, άσπρη γεράνια Λιάκουρα, και πρόσμενα να λάμψει 5('77) ο αρχαίος εμπρός μου ο Παρνασσός με τις εννιά αδερφάδες. Άλλαξε μοίρα ο Παρνασσός, κι οι εννιά αδερφάδες πάνε, μα πάντα στέκεις, Λιάκουρα, ω νέα, ω μία, ω Μούσα, κάποιου ρυθμού μελλόμενου και κάποιου ωραίου που θά ’ρθει.

78

—Η αγάπη; —Τ’ αγρίμι σε ορέχτηκε, σάρκα! —Το χρέος; —Ω μόρα, στον ύπνο του σκλάβου! Βγαλμένη στα πέλαγα, ξαρμάτωτη βάρκα, προσμένουνε τρίζοντας τα δόντια του κάβου. 5('78) —Εμπρός! —Της ποινής μου μην άλλαξε ο τόπος; Πού πάμε, βαρδιάτορες; Μια μπόρα από λάβα. —Σιωπή. —Για να σύρω τα πόδια όπως όπως, λιγάκι αλαφρώστε μου τα σίδερα. —Τράβα!

79

Μη μου κακιώσετε, μικρά, δειλά ταξίδια ερωτικά, τα δυο τρανά ταξίδια μου θα διαλαλήσω· το ένα σε κάποιους τάφους αττικούς πελεκητούς αρχοντικά, τ’ άλλο σε κάποια μνήματα φτωχά κι αραχνιασμένα. 5('79) Όλων τις πλάκες, χέρι μου θαματουργό, τις κύλησες, κι ανάστησες τις λυγερές και πήρες τις ωραίες, κι είχαν τα φτωχομνήματα βυζαντινές βασίλισσες, κι οι πλούσιοι τάφοι είχαν απλές παιδούλες Ταναγραίες.

80

Της Λέσβιας ψάλτρας είμ’ εγώ το πύρινο τ’ ανάκρασμα, και φλόγισα και φώτισα τα χείλια και τις λύρες· ύστερα στην περγαμηνή την ακριβή στυλώθηκα, κι ύστερα εσύ, καλόγερε, μέσ’ αποκεί με πήρες. 5('80) Με πήρες και σα δαίμονα βαθιά με καταχώνιασες, κι ένα τροπάρι ασκητικό μού θρόνιασες απάνω· μα νά! ξαναπετάχτηκε μέσ’ απ’ τη στάχτη του ασκητή φωτιά η φωτιά μου αχώνευτη. Δεν είμαι να πεθάνω.