α΄
Ερατεινή, γλυκεία
θυγάτηρ Υπερίονος,
πόσον, ω χρυσοβλέφαρος,
πόσον δεκτή και νόστιμη
5 φέγγεις ω ημέρα.
β΄
Ελεύθερος ή δούλος
τί χρησιμεύει αν είναι,
μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος,
ότι είναι η γη παράδεισος,
10 και η ζωή μία.
γ΄
Δεύτε, ενώ τα της Κύπριδος
δάκτυλα μυρισμένα
τας χορδάς κολακεύωσι,
και η τρυφερά κιθάρα
15 τον κόσμον θέλγει·
δ΄
Τρέξατε σεις ω αμέριμνα
πλήθη λαών· τον μέγαν
μελίφρονα αμφορέα
του Βασσαρέως αδράξατε
20 νέοι και παρθένοι.
ε΄
Με χιτώνα σιδώνιον,
με σάνδαλα χρυσόδετα
χοροβατούντες ψάλατε
ή την στροφήν την λέσβιον,
25 ή τέιον μέλος.—
ς΄
—Φθάνει τώρα το κέρασμα,
φθάνει ο χορός, και τ’ άσμα·
κάθε ηδονή το μέτριον
εάν αγαπά, ας προσφύγομεν
30 εις χαράν άλλην.
ζ΄
Εδώ υπό τον πολύφυλλον
και δροσερόν κεδρώνα
ελάτε, ας αναπαύσομεν
το κορμί μας και ας έχομεν
35 τ’ άνθη διά στρώμα.
η΄
Ένα φιλί… κι έν’ άλλο…
Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον
αιώνια τα πτερά σου,
σκέπασον το μυστήριον
40 της εορτής σου.
θ΄
Ούτω, καθό η ταχύπους
Ίρις λάμπει και αβίαστος
με τα ζεφύρια πνεύματα
φεύγει, δι’ εμάς αδάκριτοι
45 φεύγουν οι ημέραι.—
ι΄
—Αναίσχυντα φρονήματα
των αγεννέων ανθρώπων·
ύμνοι μανίας, που εφύγατε
από τα οδόντια του άδου
50 στίχοι Ερινύων·
ια΄
Αν της δικαιοσύνης
περιβλαστεί το σκήπτρον,
αν φιλάνθρωπον φύσημα
εις την καρδίαν εισπνέει
55 των βασιλέων·
ιβ΄
Αν η αρετή, κι ο ελεύθερος
νόμος ως άγια χρήματα
ειλικρινώς λατρεύονται,
τότε καθό ο παράδεισος
60 δίδει η γη ρόδα.
ιγ΄
Αλλ’ η ζωή και τότε
δεν είναι διά τον βλέποντα
άνθρωπον τους αστέρας
άλλο παρά προοίμιον
65 αθανασίας.
ιδ΄
Ιδού τα πολυτάραχα
κύματα της θαλάσσης·
ιδού, ιδού των αμώμων
Ψαρών δικαιότατων
70 οι τραχείαι πέτραι.
ιε΄
Αυτού καμία κιθάρα
φθοροποιός, όχι όργια,
όχι κρότος Μαινάδων,
ούτ’ Έρωτος παιγνίδια
75 τον νουν συγχύζουν.
ις΄
Αλλ’ ως, κατά το βράδυ
το θερινόν, ανάπτονται
ταχείαι, συχναί οι ολύμπιαι
αστραπαί και θαμβώνουσι
80 τους οδοιπόρους·
ιζ΄
Ούτως τα μεν θηκάρια
σωρηδόν ερριμμένα
κρύπτουν την γην, τους βράχους·
ο δε σιδηροχάρμης
85 άφοβος Άρης,
ιη΄
Κινεί την νήσον. Χίλια
πολέμου χάλκεα όργανα
βροντούν· εις τον αέρα
των ξίφων μύριαι γλώσσαι
90 λάμπουν, κλονούνται.
ιθ΄
Μία βοή σηκώνεται,
μία μόνη επιθυμία,
και ωσάν ακτίνα ουράνιος,
ως φλόγα εις δάση ευάνεμα
95 καίει τας καρδίας.
κ΄
«Υπέρ γονέων και τέκνων,
υπέρ των γυναικών,
υπέρ πατρίδος πρόκειται
και πάσης της Ελλάδος
100 όσιος αγώνας.
κα΄
Θαλπτήριον της ημέρας
φως, διά πάντοτε χαίρε·
και σεις οπού ευφραίνετε
με φωνήν ηδυόνειρον
105 της γης τα τέκνα,
κβ΄
Χαίρετ’ ελπίδες.— Ήλθε
της Άγαρ το υπερήφανον
σπέρμα· επάνω εις τας όχθας
των Ψαρών, αλαλάζον
110 σφόδρα, κατέβη.
κγ΄
Ω πατρίς, την εκούσιον
δέξου θυσίαν»… —Αστράπτει.—
Σεισμός πολέμου ακούεται.
Υπό τύμβον υψήνορα
115 ήρωες κοιμώνται.
κδ΄
Επί το μέγα ερείπιον
η Ελευθερία ολόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους·
έν’ από γήινα φύλλα,
120 κι άλλον απ’ άστρα.
|