Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή τρίτη
[XIII]
Τα Ηφαίστια

α΄

Χλωρά, μοσχοβολούντα νησία του Αιγαίου πελάγους, ευτυχισμένα χώματα όπου η χαρά κι η ειρήνη 5 πάντα εκατοίκουν.

β΄

Τί τα θαυμάσια εγίνηκαν κοράσια σας οπ’ είχαν ψυχήν σαν φλόγα, χείλη σαν δροσισμένα ρόδα, 10 λαιμόν σαν γάλα;

γ΄

Στα πλούσια περιβόλια σας βασιλικός και κρίνοι ματαίως ανθίζουν· έρημα, ούτ’ ένα χέρι ευρίσκεται 15 να τα ποτίζει.

δ΄

Τα δάση, τα λαγκάδια σας, όπου οι φωναί αντιβόουν των κυνηγών, σιωπώσι· σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι 20 μόνον βαϋίζουν.

ε΄

Ελεύθερα, αχαλίνωτα μέσα εις τ’ αμπέλια τρέχουν τ’ άλογα, και εις την ράχην τους το πνεύμα των ανέμων 25 κάθεται μόνον.

ς΄

Εις τον αιγιαλόν από τα ουράνια σύγνεφα αφόβως καταβαίνουν κραυγάζοντες οι γλάροι 30 και τα γεράκια.

ζ΄

Βαθιά εις τον άμμον βλέπω χαραγμένα πατήματα ζώντων παιδιών και ανθρώπων· όμως πού είναι οι άνθρωποι, 35 πού τα παιδία;

η΄

Φρικτόν θλιβερόν θέαμα τριγύρω μου εξανοίγω· ποίων είναι τα σώματα που πλέουσ’ εις το κύμα; 40 ποίων τα κεφάλια;

θ΄

Αυγεριναί του ηλίου ακτίνες τί προβαίνετε; τάχα αγαπάει να βλέπει έργα ληστών το μάτι 45 των ουρανίων;

ι΄

Δημιουργέ του κόσμου, πατέρα των αθλίων θνητών, αν συ του γένους μας όλου ζητείς τον θάνατον, 50 αν συ το θέλεις·

ια΄

Τα γόνατά μου εμπρός σου, νά, πέφτουν· το υπερήφανον κεφάλι μου, που αντίκρυ των βασιλέων υψώνετο, 55 την γην εγγίζει.

ιβ΄

Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, κι επάνω μας ας πέσωσιν οι φλόγες της οργής σου 60 αν συ το θέλεις.

ιγ΄

Πλην πολυέλεος είσαι, και βοηθόν σε κράζω… Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν πετώμενον τον στόλον 65 αγρίων βαρβάρων.

ιδ΄

Κοίταξε πώς ο ήλιος χρυσώνει τα πανιά των· κοίταξε πώς το πέλαγος από σπαθιών ακτίνας 70 τρέμον αστράπτει.

ιε΄

Από τας πρύμνας χύνεται γεμίζων τον αέρα κρότος μυρίων κυμβάλων, και μέσα από τον θόρυβον 75 ψάλματα εκβαίνουν·

ις΄

«—Στάζουσι τα μαχαίρια μας από το αίμα ακάθαρτον των χριστιανών· πριν πήξει, ελάτε, ελάτε εις νέον 80 αίμα ας τα πλύνομεν.

ιζ΄

Ελάτε να ζεστάσομεν τα χέρια μας στα σπλάχνα όσων θυσίας προσφέρουσιν εις τον σταυρόν και σέβονται 85 αγίων εικόνας.

ιη΄

Ελάτε, ελάτε, ο κόπος αν μας καταδαμάσει, επί σορούς σφαγμένων καθίζοντας, ανάπαυσιν 90 θέλομεν εύρει.

ιθ΄

Τα ρόδα της Ελλάδος εις τ’ αίμα της βαμμένα θέλει φανούν τερπνότατον δώρον των γυναικών μας, 95 κι έργον ηρώων.»

κ΄

Σκληρά, δειλά αναθρέμματα της ποταπής Ασίας, έργον ηρώων, ναι, βέβαια, ποίος το αμφιβάλλει, υπάρχει 100 το τρόπαιόν σας.

κα΄

Έργον ηρώων, αν σφάξητε αδύνατα παιδία· έργον ηρώων, αν πνίξητε τας τρυφεράς γυναίκας 105 και τα γερόντια.

κβ΄

Ιδού κι άλλα νησία την λύσσαν σας προσμένουσι· πόλεις ιδού και αλίκτυπος ξηρά κατοικημένη 110 απ’ έθνη αθώα.

κγ΄

Διά σας ηρώων κοπάδια, δεν φθάνει η Χίος, η Κύπρος· των Κυδωνίων δεν φθάνουσιν της Κάσου και της Κρήτης 115 οι κατοικίαι.

κδ΄

Άμετε, μην αφήσετε ζώντα κανένα· απ’ αίμα τα αιγαία νερά βαμμένα κύματ’ ας έχουν γέμοντα 120 από σφαγάδια.

κε΄

Ω Έλληνες, ω θείαι ψυχαί, που εις τους μεγάλους κινδύνους φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν 125 και υψηλήν φύσιν!

κς΄

Πώς από σας καμία δεν τρέχει τώρα; πώς κει μέσα εις τα πλεόμενα δεν ρίχνεσθε καράβια 130 των πολεμίων;

κζ΄

Πώς, πώς της ταλαιπώρου πατρίδος δεν πασχίζετε να σώσητε τον στέφανον από τα χέρια ανόσια 135 ληστών τοσούτων;

κη΄

Είναι πολλά τα πλήθη των και φοβερά εις την όψιν, αλλ’ ένας Έλλην δύναται, ένας άνδρας γενναίος 140 να τα σκορπίσει.

κθ΄

Όποιος την δάφνην θέλει αθάνατον της δόξης, όποιος δάκρυα διά τ’ έθνος του έχει, διά δε την μάχην 145 νουν και καρδίαν·

λ΄

Ας έκβει αυτός. —Νά, βλέπω ταχείαι, ως τ’ απλωμένα πτερά των γερανών, έρχονται δύο κατάμαυροι 150 τρομεραί πρώραι.

λα΄

Παύει ωστόσον ο κρότος των μουσικών οργάνων· τ’ αγαρηνά τραγούδια παύουν και τα υπερήφανα 155 βλάσφημα μέτρα.

λβ΄

Μόνον ακούω το φύσημα του ανέμου οπού περνώντας εις τα κατάρτια ανάμεσα και εις τα σχοινία σχισμένος 160 βιαίως σφυρίζει.

λγ΄

Μόνον ακούω την θάλασσαν που ωσάν μέγα ποτάμι ανάμεσα εις τους βράχους κτυπώντας μυρμυρίζει 165 γύρω εις τα σκάφη.

λδ΄

Νά οι κραυγαί και ο φόβος, νά η ταραχή και η σύγχυσις από παντού σηκώνονται, και απλώνουν πολυάριθμα 170 πανία να φύγουν.

λε΄

Στενόν, στενόν το πέλαγος ο τρόμος κάμνει· πέφτει ένα καράβι επάνω εις τ’ άλλο και συντρίβονται· 175 πνίγονται οι ναύται.

λς΄

Ω! πώς από τα μάτια μου ταχέως εχάθη ο στόλος· πλέον δεν ξανοίγω τώρα παρά καπνούς και φλόγας 180 ουρανομήκεις.

λζ΄

Έξω από την θαλάσσιον πυρκαϊάν νικήτριαι ιδού πάλιν εκβαίνουν σωσμέναι οι δύο κατάμαυροι 185 θαυμάσιαι πρώραι.

λη΄

Πετάουν, απομακρύνονται· στο διάστημα του αέρος χωσμέναι γίνονται άφαντοι·— διαβαίνουσαι επαιάνιζον, 190 κι ήκουεν ο κόσμος.

λθ΄

Κανάρι!— και τα σπήλαια της γης εβόουν, Κανάρι.— Και των αιώνων τα όργανα ίσως θέλει αντηχήσουν 195 πάντα Κανάρι.