Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)

© (Ατελών ποιημάτων)
Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος
Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα Ωνάση)

Η κηδεία του Σαρπηδόνος

Είν’ η καρδία του Διός πλήρης οδύνης. Ο Πάτροκλος εφόνευσε τον Σαρπηδόνα.

Βουλήν της Μοίρας εσεβάσθη ο Θεός. Αλλ’ ο πατήρ θρηνεί την δυστυχίαν του.

5 Του Μενοιτίου ο υιός ανίκητος, οι Αχαιοί ως λέοντες βρυχώμενοι, ζητούσι τον νεκρόν ν’ αρπάξουν, και βοράν εις κόρακας κι εις κύνας να τον ρίψωσιν.

Αλλά ο Ζευς δεν στέργει την ταπείνωσιν. 10 Του προσφιλούς και τιμημένου του υιού το σώμα δεν θ’ αφήσει να υβρίσωσιν.

Ιδού από το άρμα του κατέρχεται επί της γης ο Φοίβος, δίᾳ εντολῄ. Του Σαρπηδόνος τον νεκρόν αι θεϊκαί 15 χείρες του σώζουσι, και εις τον ποταμόν τον φέρουσι και ευλαβώς τον νίπτουσι. Πλύνετ’ η κόνις και το αίμα το πηκτόν, και του δικαίου και ανδρείου ήρωος η φυσιογνωμία αναφαίνεται. 20 Της αμβροσίας χύνει τα αρώματα επί του πτώματος ο Φοίβος δαψιλώς και το περικαλύπτει με Ολύμπια, αθάνατα φορέματα. Του στήθους του κλείει την χαίνουσαν πληγήν. Σχηματισμόν 25 ήρεμον κι εύχαριν δίδ’ εις τα μέλη του. Το δέρμα του λαμπρύνεται. Κτεις φωτερά την κόμην του κτενίζει, κόμην άφθονον και μέλαιναν, ήν έτι δεν ητίμασε λευκή τις * θριξ. Ως νέος φαίνετ’ αθλητής 30 αναπαυόμενος — ως νέος εραστής ονειρευόμενος χαράν και έρωτας με κυανά πτερά και με ουράνια τόξα — ως νέος και ευδαίμων σύζυγος, εν πάσι του τοις συνηλίκοις τυχηρός, 35 καλήν κερδίσας νύμφην και ανάεδνον.

Την εντολήν του περατώσας ο Θεός, τον Ύπνον και τον Θάνατον, τους αδελφούς, καλεί, και διατάττει εις την εκτενή Λυκίαν να μεταφερθεί ο Σαρπηδών.

40 Ως εν αγκάλαις πατρικές και τρυφερές τον έλαβον ο Ύπνος και ο Θάνατος με λύπην και αγάπην και με προσοχήν μη του νεκρού προσώπου διαταραχθεί η σοβαρά γαλήνη, μη του ανδρικού 45 σώματος η μεγαλοπρέπεια βλαβεί.

Οι Λύκιοι βαθέως προσεκύνησαν της φοβεράς αναισθησίας τους Θεούς, και τον καλόν των άνακτα παρέλαβον νεκρόν το πνεύμα, αλλά την μορφήν λαμπρόν, 50 ακμαίον, και ευώδη, και γαλήνιον.

Μνημείον τω ανήγειραν μαρμάρινον, κι επί της βάσεώς του με αναγλυφάς έμπειροι γλύπται εξιστόρησαν τας νίκας του ήρωος και τας πολλάς του εκστρατείας.

[1892;, 1898*]