Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το κλουβί και το λιοντάρι

Το σιδερένιο το κλουβί στου δασωμένου ανάμεσα περιβολιού τη χάρη κρατούσε μέσα του και ζούσεν ένα λιοντάρι.

5 Το κλουβί από σίδερο κι έγινε για το λιοντάρι.

Πάει το λιοντάρι, πέθανε, καθώς πεθαίνουν τα μεγάλα, μαραζωμένα στο κλουβί. 10 Κι απόμειν’ άδεια η φυλακή του λιονταριού και βουβή.

Γύρω στο κλουβί το περιβόλι πρασινίζει, λουλουδίζει, ισκιώνει, για τον άνθρωπο ξανάσασμα και σκόλη, 15 και τραγούδι για τ’ αηδόνι.

Στα πόδια του κλουβιού ριζώνει, στα κάγκελά του σκαρφαλώνει, του γίνεται στολή, κορόνα, ζώνη, στης ύπαρξής του το σκοτάδι 20 φιλί τού γίνεται και χάδι το περιπλοκάδι.

Και φαντάζει το κλουβί σάμπως κιόσκι για να κλειέται και να σβει μέσα του κάποιος καημός. 25 Και φανταχτερό είναι σα χαρά με τα πλάγια του τα ολόχαρα. Και καθώς απάνω του σκοτωμένο από τους ίσκιους πάει το φως, λες: αναπαμός!

30 Τα νερά τριγύρω του γκαρδιακά τα δέντρα τα ποτίζουν και σιγά τα κελαηδούν τα ποτίσματά τους τα νερά, κυλάνε ζωούλες πάναγνες τα διάφανα τα ρυάκια, 35 και για χάρη του κλουβιού, καθώς το ιδούν, παίζουν και χορεύουν τα παιδάκια, κελαρύζουν τα πουλιά· και φαντάζει το κλουβί σα να ’ναι του περιβολιού η καρδιά.

40 Όμως το κλουβί από σίδερο μες στο καταπράσινο κηπάρι, δεν ξεχάνει πως έγινε για να ζει το λιοντάρι.

Και το σιδερένιο το κλουβί 45 μες στης ύπαρξής του το σκοτάδι, ξέρει: είν’ άδεια σπηλιά, τρύπα είναι μουγγή. Το παλάτι, αγκρέμιστο ρημάδι.

Μνήμα, δίχως να βαστάει στο ριζικό του την τιμή που κάθε μνήμα την κρατεί: 50 να κλει μέσα του και σα να τονε ζει το νεκρό του.

Τη χαροποιείς τη ματιά του ανθρώπου του κοινού, σα φερμένο από τα έγκατα της γης, 55 μεγαλόπρεπο της γης κι εσύ βλαστάρι, μα στο μάντεμα του ονείρου και στο φως του νου, κλουβί, σκέλεθρο, κουφάρι.

Μ’ όλο σου το ασύντριφτο, σύντριμμα και απομεινάρι, 60 θλιβερό και πιο πολύ με την πράσινη στολή, πράσινο σουδάρι.

Τι από σίδερο έγινες, κλουβί, κι ήσουνα για το λιοντάρι.