Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ενθουσιασμός

Να ζεις με θαυμασμό, μ’ ελπίδα και μ’ αγάπη.
Wordsworth

—Ακόμα, ακόμα οι θαυμασμοί; Α! της λατρείας ώς πότε το λιβάνι στα πόδια των ειδώλων που θεοί μεγαλοδύναμοι είναι στην αρχή 5 κι αγάλια αγάλια του καιρού τα φίδια τους τρώνε, γίνονται παιγνίδια για τα παιδιά και αποτρυγίδια και υψώνονται, καπνοί; Η ζωή σου δεν έμαθε να ζει; 10 Ακόμα, ακόμα οι θαυμασμοί;—

—Ακόμα, ακόμα οι θαυμασμοί! Χέρια πλασμένα ευγενικά, δυο χέρια, που να πετάξουν τα εμποδίζει προς τ’ αστέρια, χρυσή αλυσίδα ενός κορμιού, 15 στης σάρκας μου τα μάτια και στου νου δυο χέρια είναι μπροστά ως να θέλουν σ’ ένα βωμό φωτιά να φέρουν, δυο χέρια απλώνονται ως να μέλλουν αχτιδοστέφανα να γίνουν 20 για το κεφάλι του εκλεχτού που ξέρουν. Και πλέκονται δυο χέρια για να μείνουν ανάερο θόλωμα, ουρανός αποπάνω από τ’ άγαλμα του Ενός που είναι θνητός, μα υψώνεται Μεσσίας 25 με το θυμίαμά σας, χέρια της λατρείας, ευγενικά πλασμένα χέρια, εσείς, τραγούδι, κι ας μην έχετε τη χάρη της φωνής, γλυκά με αράζεις, τραγούδι, σ’ ό,τι τραγουδείς. 30 Να ζεις. Να ζεις για να θαυμάζεις!—

Ακόμα σε γελούν οι ελπίδες; Δολερές ξωτικές γαλανοφρύδες, ακόμα, ακόμα θα κρατάτε καρφωμένα τα μάτια προς εσάς 35 τ’ άθλιου θνητού που τον πλανάτε για κάλεσμα να παίρνει ερωτικό το τρεμοσάλεμα μιας σκιάς; Δεν έμαθες ακόμα να τολμάς να τη ζεις τη ζωή σου σαν εμάς, 40 τη δαρμένη ζωή σου να τη ζεις μέσα στα βαλτονέρια της βαριεστισιάς μόνο για μια σταλιά μιας ψεύτρας ηδονής; Δεν έκλεισες τα μάτια σου μπροστά στις που παίρνουν μιλιά και λογικά 45 ξωθιές γαλανοφρύδες; Ακόμα σε γελάν οι ελπίδες;—

—Ακόμα μου γελούν οι ελπίδες. Μέσ’ από βάθια φωτερά δυο μάτια, και του μετώπου είν’ αποπάνου τους τα πλάτια, 50 και λάμπουν, μάτια, μέτωπο, —δεν είδες;— ουράνιου τόξου εφτάχρωμες αχτίδες. Το φεγγοβόλημά τους αρραβώνας προς την ψυχή μου μυστικής βουλής υπόσχεση· η ζωή κι αν είναι αγώνας, 55 αγωνίσου τον, και θα πλερωθείς. Δυο μάτια κι ένα μέτωπο, τροπάρι κάποιας χαράς που μέλλεται μου ψέλνουν, μια γλώσσα, ένα προμήνυμα, μια χάρη χίλια κρυφά φιλήματα μου στέλνουν. 60 Τρία, μια φωνή· σ’ ακούω, με μαγνητίζεις: —Να ζεις. Να υπάρχεις για να ελπίζεις!—

Ακόμα σε ρουφάν οι αγάπες; Οι αγάπες είναι αφρόνερα ή σατράπες. Στου πλανερού την απεραντοσύνη 65 που τ’ όνομά της κόσμο θα τον πεις, ο πόθος είναι μια πνοούλα που έχει μείνει από λιγόζωοου γιασεμιού ευωδιά, ή νύχτα μέρα αφέντης και βασανιστής. Σκέψη σου ακόμα, θέληση, καρδιά, 70 και μ’ όλες της ζωής σου τις σβησμένες λάβες, μαθήματα, φαρμάκια, ακόμα σκλάβες πουλημένες για πάντα στις αγάπες; Οι αγάπες είναι αφρόνερα ή σατράπες.

—Ας είν’ οι αγάπες ευλογητές! 75 Δεν είδατ’ ένα στόμα πώς μιλεί; Δεν είδατε στα δυο του ροδοχείλια πώς πάντα στάζει μέλι ένα φιλί και απρόσφερτο και ανέγγιχτο, μα εμπρός μου πάντα σαν έτοιμο να δοθεί 80 για τη χαρά του κόσμου; Απ’ τα φτωχά της άνοιξης τριφύλλια ώς τον άνθρωπο το δημιουργό δεν είν’ η αγάπη που όλα τ’ ανασταίνει; Κι όταν ακόμα σε τραβάει προς το χαμό, 85 και μόνο το άγγισμά της δε βαραίνει σαν ανάσταση, σαν το λυτρωμό; Ω στόμα που ή σωπαίνεις ή μιλάς πρωινό πότε όνειρο, πότε κελάηδημα, ω! απ’ τους κόρφους μιας άφεγγης νυχτιάς, 90 ίδιο τραγούδι, στην αυγή με πας:

Να ζεις. Να ζεις για ν’ αγαπάς!