Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το πρώτο σχεδίασμα των «Αλυσίδων»

(Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ ειμαι. Μες στης φυλακής τους διαλεχτούς είμαι ο διαλεχτός εγώ 5 του φυλακιστή. Τρισοϊμέ και τρισαλί…)

—Τ’ άλογό σου, καβαλάρη μου, σβει τη χλόη, συντρίβει ανθούς, και χαλάει τη γη. 10 Χαλαστή, καθώς βαρυπερνάς, φεύγει απόμερα ο λαός, μήπως πατηθεί.—

(Τρισοϊμέ και τρισαλί, Μέσα στους ξεχωριστούς 15 ο ξεχωριστός εγώ ειμαι…)

—Κάνεις κάθε δρόμο, όθε διαβείς, κι ας ανθίζει Μάης παντού, μιαν ερμιά στεγνή. Με σκοινί ατσαλένιο αθώρητο 20 σέρνει το άτι που, ως θαρρείς, κυβερνάς εσύ…—

(Τρισοϊμέ και τρισαλί, Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ ειμαι).

25 —Ω! και δένει σε και σέρνει σε, καβαλάρη και πεζό, η αλυσίδα, αυτή! Πέζεψε, και χώρια μην κρατάς τ’ αλυσόδεμα, μ’ εμάς 30 ταίριασ’ το μαζί.

(Τρισοϊμέ και τρισαλί, Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ ειμαι).

Μόνος και ψηλά. Χαμήλωσε, 35 και λαός με το λαό γίνε. Νά κι οι ανθοί, νά κι οι ανθοί οι ευκολοθέριστοι, στ’ άγριο τ’ άλογό σου εμπρός οι ξεψυχιστοί.

40 (Τρισοϊμέ και τρισαλί, Μέσα τους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ ειμαι).

Στέφανα του γάμου σου ας γενούν με την άσκημη Ζωή, 45 με όλων τη ζωή. Της ζωής γαμπρός παντρέψου την, γέλασε τα γέλια της, θρήνησε ως θρηνεί.

(Τρισοϊμέ και τρισαλί, 50 Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ ειμαι).

Άντρα της ζωής της άσκημης, και του σκλάβου σκλάβε εσύ, χαίρε, ω δουλευτή!

55 Θάμα και ξημέρωμα! άστρο, νά! στην αντρίκεια σου αγκαλιάν αχτιδοβολεί.

(Τρισοϊμέ και τρισαλί, Μέσα στους ξεχωριστούς 60 ο ξεχωριστός εγώ ειμαι).

Και είναι τ’ άστρο η σκλάβα κι η άσκημη κι η γυναίκα σου η Ζωή, και όλων η ζωή. Το είπε η μοίρα: μες στον κόρφο σου 65 πως θα γίνει η άσκημη Ξωτικιά και Ουρί.

(Τρισοϊμέ και τρισαλί, Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ ειμαι).

70 —Ξένε, και μαζί μ’ αυτή ξανά καβαλάρης ν’ ανεβείς τ’ άσπρο σου άτι εσύ, ν’ αστραποδιαβαίνεις, και λαός το κατόπι σου Ωσαννά 75 να σκορπάει βοή.

(Τρισοϊμέ και τρισαλί…)

1899
Πρωτοείδε το φως το ποίημα τούτο στη λογοτεχνική έκδοση «Ο Νουμάς» (Γενάρης του 1923) * συνοδευόμενο με το σημείωμα τούτο: Ξεφυλλίζοντας τα χαρτιά μου, το ήβρα λησμονημένο σχεδόν, σχεδιασμένο στα 1899, ξανακοιταγμένο, καθώς φαίνεται, στα 1902. Σα να θυμούμαι πως ήταν από μιας αρχής προορισμένο να μπει στη σειρά των ποιημάτων του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», όμως ύστερα η ιδέα που του έδωκε την αρχική αυτή πνοή, καθώς ξεδιαλύθηκε στη σκέψη μου, άλλαξεν, έγινε το ποίημα των «Αλυσίδων», που βρίσκεται στην «Ασάλευτη Ζωή», σχεδόν ολότελα διαφορετικό. Οπωσδήποτε το πρωτόσπαρτο τραγούδι των «Αλυσίδων» που στέλνω σήμερα, στέκεται ανεξάρτητο και αυτόνομο στιχούργημα, γεννημένο από την ίδια ονειροπόληση την αντιατομιστική και κοινωνιστική που εμπνέει, κυριότατα, στην ίδια χρονική περίοδο, και που χρωματίζει μέγα μέρος του «Δουλευτή» στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και της «Ωδής στο θάνατο του Ίψεν» στην «Ηρωική Τριλογία». Η ίδια ονειροπόληση εμπνέει και σελίδες της «Φλογέρας του Βασιλιά», εκεί όπου το, τελειωτικά, καθιέρωμα της ηρωολατρίας μεστώνεται και πλατύνεται σε λογής ιδέες και κοιτάγματα, άξια να συγκινήσουν τον ποιητή. Με την παρατήρηση πως ο ποιητής αυτός βλέποντας πάντα, δραματικά τα ερμηνεύει τα κοιτάγματ’ αυτά και προσπερνά χωρίς παθητικά να τις αγκαλιάζει τις ιδέες· γιατί ποιητής είναι· και τί περισσότερο μπορεί να ζηλεύει όποιος ζει με την ποιητική αλήθεια;