Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η παράκληση του δέντρου

Οι μαυρίλες που φαίνονται στο φεγγάρι είναι το δέντρο που βαστά τη γη. Ούλον το χρόνο πολεμάει να το κόψει με το τσικούρι του ο Πειρασμός· (άλλοι λένε πως ο Κάης είναι που πολεμάει το δέντρο). Το φέρνει ώσπου μια τρίχα λείπει για να κοπεί να πέσει, και κάθεται λίγο να ξεκουραστεί, και να φτύσει στα χέρια του, καθώς κάνουν οι ξυλοκόποι. Αλλά τότε στη στιγμή θεριεύει πάλι το δέντρο, και ο Πειρασμός αναγκάζεται πάλι απαρχής να το πελεκάει.
Ν. Γ. Πολίτη («Παραδόσεις»)

Ο Κάης αδικοσκότωσε τον άκακο τον Άβελ. Κι η γη, και ώς τότε απάρθενη, και ώς τότε ποτισμένη με τη βροχή των ουρανών μονάχα, με το κύμα της θάλασσας, με τη δροσιά την αυγινή μονάχα, 5 το αίμα τ’ ανθρώπου, τ’ αδερφού και του δικαίου, πρωτόπιε. Και μόλις το ’πιε, σπάραξε, βόγκηξε μόλις το ’πιε και ράισε, νά! Κι όπως γεννάει δυστυχισμένη μάνα τέρας παιδί από θεϊκό θυμό σημαδεμένο, κι η αιματοχορτασμένη γη δέντρο Νεβρώδ πετάει 10 δέντρο πετάει τον Άτλαντα και δέντρο το Λεβιάθαν. Μες στων αβύσσων τα άπατα χαμένη του και η ρίζα, σα χωνεμένη του η κορφή στην απεραντοσύνη. Τα μυριοφυλλιασμένα του κλαδιά τη γη σκεπάζουν, από ’να πρωτοπάντεχο φέγγος το δέντρο λάμπει, 15 ο κάθε κλάδος του και νους, ψυχή το κάθε φύλλο, πνεύμα είν’ ο κάθε του καρπός· ηχολογάει σαν κόσμος. Και καταράστηκ’ ένας Θεός τον Κάη: «Να παραδέρνεις με του κακού το φρένιασμα και να σπαράζεις πάντα και πάντα ν’ αγωνίζεσαι και πάντα να δουλεύει 20 το χέρι σου όπως δούλεψε την ώρα αφορεσμένη που χτύπησε το αδέρφι σου, και να μην ξανασαίνεις!» Κι ο Κάης απιλογήθηκεν: «Εγώ καταπώς θέλω θα γίνει, και όχι, εχθρέ μου Θεέ, κατά το θέλημά σου!» Μα σαν το θαλασσόδαρτο καράβι που γυρεύει, 25 γυρεύει και αγωνίζεται μπροστά να το κρατήσει, μπροστά ο καραβοκύρης του, και κείνο όλο και πίσω και πίσω πάει, σερνάμενο στα σιδερένια χέρια, χέρια του ρήγα του άνεμου και του κυμάτου — λόγο, λόγο δεν πρόφτασε να σώσει, με το έργο δείχνει, 30 δείχνει πως θέλει, απ’ τον Κριτή δετός, ό,τι η κατάρα.

Με το τσεκούρι χίμησε κατά το μέγα δέντρο, και το τσεκούρι ήταν το ίδιο που έσταζε το αίμα τ’ αγνού αδερφού· και στάθηκε πελεκητής και αρχίζει.

Αστραποπέλεκου βροντή και αντιβογκάει το δέντρο. 35 Τούτ’ η χτυπιά μια πλάση σβει, το χάος εκείνη απλώνει με τους αγγέλους, Πειρασμέ, παλεύεις του Κυρίου! Το δέντρο το υπερθαύμαστο λυγίζεται και γέρνει, θρήνος δυσκολοξάνοιχτος τα σύμπαντα γιομίζει, κάποιος θεός από θεό βασανισμένος πάσχει, 40 τούτ’ η χτυπιά μια πλάση σβει, κείνη το χάος ανάφτει, μαζί των όλων η ψυχή χτυπιέται με το δέντρο. Ακόμα μια κι ακόμα δυο, δόξα στου ολέθρου το έργο, δόξα και στον πελεκητή, στο νικητή. Το δέντρο, (σκληρό άγριο το πελέκημα και κομματιάζει) πέφτει.

45 Μήτε που πρόφτασε ο φονιάς να κατεβάσει χέρι, του χαλασμού το σύνεργο να τ’ ακουμπήσει κάτου, ξανά το δέντρο απίστευτο στυλώνεται σαν πρώτα: Τα μυριοφυλλιασμένα του κλαδιά τη γη σκεπάζουν, από ένα πρωτοπάντεχο φέγγος το δέντρο λάμπει, 50 ο κάθε κλάδος του και νους, ψυχή το κάθε φύλλο, πνεύμα και ο κάθε του καρπός, και ηχολογάει σαν κόσμος.

Η θεία κατάρα αλύπητα κρέμεται ολάγρυπνη. Έτσι, έτσι από τότε αδιάκοπα και πάντα πολεμάει, και ανήμερος και ανήμπορος και τρισβασανισμένος. 55 Γκαπ! Γκοπ! και πελεκάς, Γκαπ! Γκοπ! και πελεκάς, Κάη, Κάη, κι εκεί που γέρνεις και κοιτάς, πριν πάρεις ν’ ανασάνεις, γοργότερο απ’ το λογισμό ξαναγεννιέται εμπρός σου, το δέντρο το μαρτυρικό, μαρτύρεμα δικό σου.

Μα ω Πλάστη Θεέ πανάγαθε και ω Κύριε των Κυρίων! 60 Απ’ των καιρών την άβυσσο που είναι στιγμή για σένα, στης παντοδυναμίας σου τον αζωγράφιστο ήλιο, του δέντρου το παράπονο δεν έφτασε ώς την ώρα;

«Από το αίμα του αγαθού, του αδικοσκοτωμένου κι απ’ του φονιά τη μάνητα σαν από δυο σποριάδες 65 κι έπιασα και ξερίζωσα, και ανάθεμα και αντάμα βωμός· του Κάη παραδαρμός και εικόνα όλων των Άβελ. Μα πώς η δικαιοσύνη σου, δική σου δόξα, εμένα του πονηρού για κόλαση με διάλεξε; ω τρομάρα! Και η φύτρα μου είν’ αδίκημα και η μοίρα μου είναι κρίμα, 70 πάσχω, γιατί έχω φως και νου; Και μέγα αν είμαι, φταίω; Δάκρυο θολό πώς έκαμες τη διάφανη δροσιά μου, πώς τα διαμάντια μου έβγαλες κάρβουνα πυρωμένα; Με των πουλιών το μουσικό ψιθύρισμα στα φύλλα που τους σκοπούς ερωτικούς τούς αντιψιθυρίζαν, 75 η αύρα όλο τα χάιδευε και τα φιλούσε κι ο ήλιος, θεέ μου, πώς ξέσπασες, μ’ αυτά μια κολασμένη ορχήστρα βόγκου, δαρμού, μοιρολογιού, και θρήνου και κατάρας; Από του νου το φτέρωμα κι απ’ της ψυχής το φέγγος κι απ’ της καρδιάς τα ονείρατα κι από τα μισουράνια 80 του λογισμού, πώς έβγαλες φίδια, σκορπιούς και βδέλλες για να ρουφάνε τη ζωή του ολακριβού σου ανθρώπου; Κι αντί να δευτερώνω εγώ, δίκαιε θεέ και Πλάστη, τον άγιον ύμνο τού Ωσαννά εν τοις Υψίστοις με άρπα πιο αρμονική κι απ’ των αγγέλων, πώς αντιβογκάω 85 πάντα από τ’ ακατάπαυτο πελέκημα του Κάη;

Δεν βλάφτεις τον αμαρτωλό τον αμετάνιωτο, όχι, μονάχα εμέ παιδεύεις, α! να με παιδεύεις πρέπει, γιατί και τον αμαρτωλό, πατέρα μου τον έχω. Σπλαχνίσου, ελέησε, ο θεός! Κι αν είναι και η βουλή σου, 90 και το σφυρί του αδικητή να πέφτει σ’ εμέ, αμόνι, Κύριε, ας γίνει, θεέ! κατά το θέλημά σου. Παράπονο; Παράκληση φτερώνω προς Εσένα. Πρόσταξε να πελεκηθώ, να πέσω μια για πάντα, χωρίς να ξεναγεννηθώ, φωτιά, κι έπειτα στάχτη, 95 να πέσω καθώς έπεσε κι από του Κάη το χέρι ο άλλος, ο αθώος πατέρας μου στους κόρφους της μητέρας, —της Εύας όχι— στους βαθιούς κόρφους της Γης γερμένος.

Δε σου ζητώ άλλο τίποτε· μόνο τον ύπνο του Άβελ.

1894