Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο Ιππότης από το Schiller

«Σ’ αγαπώ σαν αδερφή σου, καλέ Ιππότη, μη ζητάς από μέναν άλλη αγάπη, κακή αγάπη· έρχεσαι, πας, 5 και πας κι έρχεσαι του κάκου· ήσυχη σε βλέπω εγώ, δε με καίει το που σε καίει κλάμα σιγαλό».

Την ακούει, βουβός του ο πόνος, 10 του ματώνεται η καρδιά… Φλογερά στην αγκαλιά του τη γοργόσφιξε, πετά στ’ άλογό του επάνω, με όλους τους στρατιώτες του μαζί, 15 Σταυροφόρος καβαλάρης για την Άγια Γη.

Κατορθώνει τα μεγάλα, δείχνεται ήρωας εκεί πέρα, το κυμάτισμα της φούντας 20 απ’ το κράνος του, φοβέρα. Τρέμουν και να το γρικήσουν τ’ όνομά του οι Μουσουλμάνοι. Μόνο της καρδιάς του ο πόνος δε μπορεί να γιάνει.

25 Βάσταξε ένα χρόνον όλο, δε μπορεί άλλο· πουθενά τη γαλήνη δεν τη βρίσκει. Φεύγει, τρέχει, πάει μακριά κι απ’ τον πόλεμο· καράβι 30 τονε ξαναφέρνει εκεί στους χιλιάκριβους τους τόπους, όπου εκείνη ζει.

Το παλάτι της. Νά η πόρτα, για προσκύνημα. Χτυπά, 35 διάπλατη ανοιγμένη η πόρτα, μα ω! Τα λόγια φοβερά: «Τ’ ουρανού αρραβωνιασμένη ψες, η κόρη που αγαπάς έβαλε στο μοναστήρι 40 ράσο καλογριάς».

Των προγόνων του για πάντα παρατάει και το παλάτι, ρίχνει τ’ άρματα, απαρνιέται και το πολεμόχαρο άτι 45 το πιστό· από την πατρίδα φεύγει αγνώριστος, γιατί ρούχο τρίχινο του κρύβει το μεστό κορμί.

Πάει, καλύβα χτίζει εκεί όπου 50 πυκνανθίζει η φλαμουριά, τι αποκεί το μοναστήρι του ξανοίγεται μακριά. Και προσμένει εκεί μονάχος μέρα νύχτα, και βουβή 55 και στην όψη του μια ελπίδα του σκορπάει ζωή.

Μέρα νύχτα ακούραστα, ώρες τη ματιά στο μοναστήρι. Την αγάπη του ν’ ανοίξει 60 καρτερεί το παραθύρι, καρτερεί αποκεί να λάμψει την αγγέλισσα θωριά προς τον πράσινο τον κάμπο γέρνοντας γλυκά.

65 Και παρηγοριέται, κι έτσι πέφτει για να κοιμηθεί, και προσμένει την αυγούλα, και η χαρά του μυστική. Κι έτσι οι μέρες του περνούνε 70 και τα χρόνια, κι έτσι αυτός καρτερεί το παραθύρι ν’ ανοιχτεί, ιλαρός.

Κι από μέσα εκεί να λάμψει σκύβοντας κι αυτή ιλαρά 75 προς τον κάμπο, την προσμένει την αγγέλισσα θωριά. Κι έτσι ένα πρωί τον ήβραν κρύο, χλωμό, θολό, — νεκρό· μάτι προς το μοναστήρι 80 πάντα καρφωτό.

11 του Απρίλη 1921

[Schiller, Friedrich]