Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ευρυδίκη

Το ίδιο τραγούδι σε τριπλό σκοπό

…Κι εκείνος με χελώνα
Κούφια πρααίνει την πικρήν αγάπη του κι εσένα
Συμβία γλυκιά ολομόναχος σε ψάλλει στ’ ακρογιάλι,
Εσέ σαν έρχεται το φως, εσέ σα φεύγει η μέρα.

«Γεωργικά» του Βιργιλίου, μεταφρασμένα από τον Κ. Θεοτόκη.

Το δάσος έγινε ψυχή και στον καθρέφτη μέσα της ομορφιάς του γέρνοντας, είπεν «Εγώ είμαι». Κι έτσι στα μάτια σου ήρθε, φέγγει αυγή στα μάτια σου, και φέγγει κι ένα όνομα στα χείλη σου: Ευρυδίκη!—

5 —Ποιός έφερε στα πόδια σου, νυφούλα Αμαδρυάδα, την Ευρυδίκη της αγάπης σου; Πες, πες μας! Βουνά, ποτάμια, πέλαγα, της λύρας σου κρατάνε κι απάνου τους και μέσα τους κάποιον αχό, και ας είναι, βουνά, ποτάμια, πέλαγα, της αρμονίας ανάβρες. 10 Σε ποιάς Ροδόπης τις κορφές και στα ποτάμια ποιού Αίμου, σε πλούσια ποιά Παγγαία, σε ποιούς πλατιούς θρακιώτες Έβρους, σε ποιές άπατες θάλασσες μαύρες και σε ποιά πέλαα που ασπρογαλλιάζουν από ποιών ξανθονησιών Κυκλάδες, πού και σε ποιά ψηλώματα, πού και σε ποιά ρουμάνια, 15 και ποιό θεόσταλτο όνειρο σε ποιά στιγμή γραμμένη την έφερε στα πόδια σου, ψυχή του τραγουδιού σου, την Ευρυδίκη της αγάπης σου; Πες, πες μας. Ένα βωμό τής έστησες λιβάνι να της κάψεις. Και πριν αυτή να σου προσφέρει τ’ άχραντο κορμί της, 20 —ημίθεους μουσικούς καρπούς θα βλάσταινε από σένα— της πρόσφερες λειτουργικό τον ύμνο στ’ όνομά της, και στου βωμού τις τρεις πλευρές τον ύμνο σου σκαλίζεις τριπλό σας τρίκλωνο άνθισμα του φυλλιασμένου δέντρου. Τρεις οι πλευρές, η καθεμιά κι από ’να σου τραγούδι, 25 το ίδιο τραγούδι σε τριπλό σκοπό τραγουδημένο.

ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

Τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου! Το βλέπω, λάμπει, κι είν’ ένα χέρι που να μου δείξει θέλει —ποιός ξέρει;— σε κάποιο βάθος κάποιο ουρανό. 30 Το βλέπω, αστράφτει, χρυσό μαχαίρι, (Πονώ! Πονώ!) για να ξεσκίσει; να διαφεντέψει; Το μυστικό του ποιός θα του κλέψει; Με πάει στη νίκη; με πάει στον τάφο; 35 Και σ’ το σκαλίζω και σου το γράφω παντού, με σίδερο πυρωμένο πάντα στο σύφλογο του έρωτά σου, και μ’ ανασταίνει και τ’ ανασταίνω τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου!

40 Τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου! Το γρικώ, σάλπισμα πρωινό, στρατιώτης είμαι, και με ξυπνά για περπατήματα μακρινά. Κι είναι τ’ αγέρι το βοριανό, 45 τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου, στο δάσος πέρασμ’ από τα φύλλα, μάλωμα, ξύπνημ’, ανατριχίλα. Και σαν τον Πήγασο χλιμιντρίζει που είν’ ανυπόμονος κι ολοαφρίζει 50 κι ολοπροσμένει τον καβαλάρη. Της λεβεντιάς σου μου λέει τη χάρη και τη γενιά σου, τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου!

Κι ακόμα στάσου: 55 Τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου! Γέψου το, στόμα, στεγνό μου αχείλι, δροσολογήσου! Και το μασώ σαν το χολάτο κρουστό σταφύλι, σαν το ροδάκινο το χρυσό. 60 Το κρασί πίνω, μέλι και γάλα, το σπίρτο πίνω, την αψηφιά, ρουφώ τη θεία νεχταροστάλα στα μουσικά του πλατιά ψηφιά. Ποτήρια, ζάρφια, σμάλτα, πανέρια, 65 νά τα κεράσια, νά τα λικέρια! Γεια σου, χαρά σου! Πίνω και γεύομαι τ’ όνομά σου!

Τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου! Βαριά αξεθύμαστη μυρουδιά 70 κι άσωστη μέσα στο μυρογυάλι, σαν ένα τρύπημα στο κεφάλι, σαν ένα λάγγεμα στην καρδιά. Ακριβοστάλαχτη, και σκοτώνει, βγαλτή από χίλιους ανθοχυμούς, 75 και σαν αφιόνι, τις έγνοιες μου όλες και τους θυμούς. Και το μυρίζομαι, και μ’ αρπάζει, και στα ταξίδια τ’ αμαρτωλά με πάει, με σέρνει και με κολάζει 80 και με φτερώνει και με κυλά, τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου!

Τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου! Πλάση, και πιάνεται, ολογιομάτη, και την αδράχνω. 85 Το γλυκοσφίγγω, σαν κορμί κάτι, κάτι πρωτόφαντο, και το ψάχνω. Και πότε πάλι και μ’ όψην άλλη μέσα στα χέρια μου σπαρταρά, 90 σαν όρνιο ακράταγο, τα φτερά πλατιά αναδεύοντας, για να φύγει. Γύρω του ο κόσμος κλουβί, το πνίγει. Δώσ’ μου το χέρι σου, πλάι μου στάσου… Τ’ όνομα, τ’ όνομα, τ’ όνομά σου!

95 Και θα το γράψω στ’ άδεια ρημάδια, και στα πολύκοσμα τα παλάτια, και στα καλύβια και στα λαγκάδια, και στα κορμιά σας, πλατάνια, ελάτια! Πολυκατοίκητες όπου χώρες, 100 όπου ερημότοποι, όπου κλεισούρες, και στα καράβια μπροστά, στις πλώρες με τις ορθόστηθες τις φιγούρες. Και θα το γράψω στ’ άσπρα τα φύλλα, μέσα στων πάπυρων τη μαυρίλα, 105 με των αθάνατων τους ρυθμούς, μέσα στους πύργους που υψώνει ο νους. Θα το σκαλίσω στην πέτρα επάνω που με την Τέχνη ζει στον αιώνα, και θα το κάνω 110 των αγαλμάτων χρυσή κορόνα. Θα το στυλώσω με το σμιλάρι στης ταναγραίας κόρης τη χάρη· στα φαρφουρένια λιγνά ανθογυάλια και στα χαλκώματα και στ’ ατσάλια. 115 Στα βάγια απάνου θα το χαράξω και στα ζαμπάκια· θα το πετάξω του θείου τ’ αγέρα να ταξιδέψει το στα φτερά του πέρα για πέρα. 120 Και θα το δώσω στα περιστέρια, γραφή του πόθου, να πάει να βρει κι ό,τι είν’ αγάπη δυναμερή. Και στα περήφανα τα ξεφτέρια, για να χιμάνε μ’ αυτό μαζί. 125 Κι αποθεώνοντας τα ψηφιά του, τα ουρανοδρόμα ψηφιά διαμάντια, θα το απιθώσω κατά τ’ αστέρια, στο γαύρο Εφτάστερο Αμάξι αγνάντια!

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

Τ’ όνομά σου το βλέπω, σάμπως χέρι 130 που δείχνει, σα μαχαίρι αστραφτερό· τ’ όνομά σου τ’ ακούω· δαρμός και χτύπος από μέγα ανυπόταχτο φτερό.

Τ’ όνομά σου το γεύομαι σαν κάποιους γιομάτους μελιστάλαχτους καρπούς· 135 δυνατό μύρο κατασταλασμένο από κρίνου βαριούς ανασασμούς.

Τ’ όνομά σου το πιάνω και το σφίγγω, σαν πρωτόφαντο απάρθενο κορμί. Τ’ όνομά σου λαχτάρα, ονείρεμα, ύλη, 140 ρυθμός και ορμή και ιδέα. Κι εσύ, κι εσύ.

Θα το γράψω στην έρημο, στη χώρα, στο καράβι, στο βράχο του γιαλού, στου δέντρου τον κορμό, στου ανθού το φύλλο, στ’ αγάλματα, στα μνήματα, παντού.

145 Στα τετραπέρατα, ω! θα το φωνάξω, θα το δώσω του αγέρα, του πουλιού, θα το καρφώσω ανάμεσα στ’ αστέρια, στο πλάι του γαύρου Εφτάστερου Αμαξιού.

ΤΡΙΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

Τ’ ακούω, το βλέπω, το βαστώ, το πίνω τ’ όνομά σου 150 και το γλυκομυρίζομαι· φέγγος, βλαστός, και μόσκος και σάλπισμα και θησαυρός. Θα το σκαλίσω απάνου στην πέτρα, στη βαλανιδιά, στο κρίνο θα το γράψω, στης ζωής όλα τ’ απαλά και στα σκληρά του τάφου, κι ολάγναντα στο Εφτάστερο τ’ Αμάξι θα το στήσω.

155 Και στην πλευρά την τέταρτη σκαλίζεις τη δική σου Λύρα. Μα καμιά δύναμη, πλάση καμιά τριγύρω, μήτ’ η επική και η σεβαστή μητέρα σου Καλλιόπη δεν το ποδίσαν του Σατύρου που τη μάτιασε, όχι, το λάγνο το κυνηγητό, δεν το κρατήσαν, όχι, 160 της όχεντρας το δάγκωμα. Και νά! Την πήρε η νύχτα της μέρας τη βασίλισσα, του δάσους την πανώρια, την Ευρυδίκη της αγάπης σου. Πες, Πες μας! Και η παντοδύναμη φωνή, και η Λύρα σου υποτάχτρα του κόσμου, των ανήμερων, των ήμερων, των όλων, 165 κι αν πήγε, κι αν υπόταξε, καθώς πρωταγρικήθη στη νύχτα, και ίσκιους και θεούς και τις φιδομαλλούσες, γραφτό της· για να κολαστεί με κόλαση πιο μαύρη, —τι πάντα κόλαση γραφτή στου κόσμου τα μεγάλα·— ξανά σαν ήβρε και ξανά σαν έχασε για πάντα 170 το πλάσμα δάσος που ήτανε και που ψυχή είχε γίνει, το πλάσμα που ήταν η ψυχή της Λύρας σου. Πες, Πες μας. Τη Μοίρα δεν υπόταξε, δε μάγεψε τη Μοίρα· και η Μοίρα η δίχως μάγεμα και υποταγή, και η Μοίρα την κράτησε, και αγύριστα, νυφούλα αμαδρυάδα, 175 την Ευρυδίκη της αγάπης σου, —πες, πες μας,— ξανασυρτή απ’ τον Κέρβερο στη νύχτα με τους ίσκιους. Κι άρχισε να σπαράζει σε το σπάρασμα των άγριων μαινάδων, πριν απάνου σου τ’ απλώσουνε τα χέρια τ’ ακάθαρτα, — από τη στιγμή που σε ξανάειδαν ο ήλιος 180 και ο κόσμος να ξαναγυρνάς από τα τάρταρα, έρμος.

1909, 1913