Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΙΡΑ


Και στον ανήφορο και στην κατηφοριά τα
τραγούδια σου, Χαφίζ, ευφραίνουν τον
κοπιαστικό το δρόμο στους βράχους.

Goethe
Τα «Παράκαιρα». Καθώς το δείχνει τ’ όνομά τους, είναικάτι που δε συγγενεύει με τα καιρικά τριγύρω μας. Τα τραγούδια αυτά, άλλα πρωτόγραψα κι άλλα πρωτομάζωξα εδώ, σα να ήθελα, παραμερίζοντας προσωρινά κάποιες άλλες φροντίδες, να ξεκουραστώ· σα να ήθελα, στον εαυτό μου συγκεντρωμένος να κοιταχτώ, να λογαριάσω τη δύναμή μου, για να πάρω ύστερα το φύσημά μου, σύμφωνα με την επιθυμία μου. Παράκαιρα τα βάφτισα κι από τα θέματα των περισσότερων που τα συμπλέκουν κι από το γενικό τον τόνο που τα χαραχτηρίζει· κι αν θέλετε, κι από κάποιαν ιδέα σαν ειρωνείας φιλοσοφικής, ή και καλλιτεχνικής κοκεταρίας· καμώματα που συχνά το ξεχωρίζουν το θηλυκόψυχο γένος μας. Δεν τα καταφρονώ τα σύγκαιρα, μάλιστα όταν ξεδιπλώνονται, πόσο μεγαλοεργά, και ωραία πόσο, και με όλη την τρομάρα που σκορπίζουν· γεννημένα, επίτηδες θα ’λεγες, για να τον οιστρηλατήσουν τον ποιητή, να του δυναμώσουν τη φωνή, να του μεστώσουν την έκφραση, να τον κάμουν να κοινωνήσει τον ακοινώνητο με τα πράγματα γύρω του, χωρίς να φοβηθεί κανένα ξεπεσμό κανενός είδους ο φτωχοπερήφανος αυτός ρυθμοκόπος που λέγεται ποιητής. Δεν τόλμησ’ ακόμα στα σύγκαρα να τ’ απλώσω το χέρι, όσο κι αν τη σταμάτησα τη ματιά μου επάνω τους, καθώς το δείχνουνε μερικοί στίχοι των «Παράκαιρων», όχι γιατί δεν τους πολυφροντίζω τους καιρούς αυτούς ή γιατί μένω αγνάντια τους ασυγκίνητος. Το αντίθετο συμβαίνει· τους πολυσυλλογίζομαι· κι όσο περισσότερο τους συλλογίζομαι, τόσο πιο πολύ φοβούμαι να τους αγγίξω. Και καλά γνωρίζω πως δεν είναι ο ποιητής πάντα και γοργός αυτοσχεδιαστής, οιστρηλατημένος από τα γύρω του. Είναι μαζί και ίσως πρώτ’ απ’ όλα, για τα έργα που τους γράφτηκε να κυριαρχήσουν των καιρών, δουλευτής είναι με την υπομονή. Το σχηματίζ’ η τέχνη το τραγούδι από την ανυπόταχτη Εμπνοή κι από τη Μελέτη που όλο ακούει. Τα δυο στοιχεία συναλλάζονται ολοένα και συμπληρώνονται, τούτο μ’ εκείνο. Και το δεύτερο στοιχείο, στοιχειό καλύτερα, η Μελέτη, θα είν’ εκείνο που συγκρατεί και που ρυθμίζει το δρόμο της Εμπνοής, χρυσοχαλινώνοντας τον αχαλίνωτο Πήγασο.
Δημοσιεύω τα ποιήματ’ αυτά, σημάδια μιας συγκίνησης που κυριεύει τον ποιητήν ερημίτη, μέσ’ από κάποιο του, σαν απόμερο, σα μακρεμένο καταφύγιο, και σαν έξω από τα κοινωνικά. Μα κι όσο κι αν δείχνεται η δουλειά του ερημίτη ποιητή ατάραχη μπροστά στην ταραχή που του έρχεται από την κοινωνία, πάντ’ απομένουν κάποια δείγματα της ταραχής αυτής μέσα στο έργο του. Αλλά γιατί θα τους λείπουν κάποια κοινωνικά φροντίσματα και φερσίματα, γιατί ξετυλίγονται σα μονοκόμματα υποκειμενικοί, τάχα είναι λιγότερο για τη χαρά των ανθρώπων οι στίχοι; Όχι, βέβαια. Μα το ζήτημα βρίσκεται αλλού. Πάντα σαν έλλειψη, αν όχι σαν ψεγάδι, θα μπορεί να λογαριαστεί για τους στίχους τούτους: μέσα σε καιρούς τέτοιους, του παγκόσμιου σεισμού που συνταράζει και γέρνει, την ώρα τούτη, προς μιαν ή προς άλλη μεριά, τις πατρίδες, δεν είναι ολοκληρωτικά, όσο κι όπως έπρεπε να είναι, αντίχτυποι· κι ακόμα πιο πολύ της δραματικής περιπέτειας που σπρώχνει προς καινούριες πλατιές τύχες την ίδια την πατρίδα μας. Σε τέτοια που μπορεί να του γίνει, και που αλόγιστη δεν είναι, παρατήρηση, ο συγγραφέας των «Παράκαιρων» χρέος έχει ν’ αποκριθεί: Πιστεύει πως ο ποιητής, κανονικά, γενικότατα, ή ερημίτης ή πολίτης, και με μόνης της τέχνης του τη φροντίδα, κάπως διαφέρει πάντ’ από τον άνθρωπο το στοχαστικό που δουλεύει — και πρέπει να δουλεύει — δημοσιογραφικά. Η εφημερίδα, σε όλα τα σκαλοπάτια του κύκλου της, από τ’ άρθρα τα βαρύτερα του δημοσιολόγου καθοδηγητή και γοητευτή της κοινής γνώμης ίσαμε το πεταχτότερο ρεπορτάζ, ανάγκη να κοιτάζει το επίκαιρο κι από κείνο να τρέφεται. Αλλιώτικα δουλεύει ο ποιητής. Απομονώνεται. Κι όταν από τα τωρινά εμπνέεται, τα παρασταίνει σαν περασμένα· τους δίνει, στον πίνακα που συνθέτει, ένα μάκρεμα· τα βλέπει από μιαν απόσταση· και σαν τελειωμένα. Όμως ο ποιητής εργάζεται αρμονικότερα με τον προορισμό του, όταν δεν του φτάνει να τ’ αγναντεύει μονάχα σαν τελειωμένα τα πράγματα, μα βλέποντάς τα συντελεσμένα, τα σφραγίζει με τη σφραγίδα του, μια για πάντα. Ο ποιητής βέβαια, δεν προχωρεί με κανόνες από πρωτύτερα διαταγμένους· μα συχνά πυκνά του υπαγορεύει το φυσικό του όχι μονάχα να βλέπει και τα τωρινά σαν περασμένα, μα και να υπομένει να περνούν τα πράγματα, για να τα ξαναντικρίζει ολάκερα ύστερ’, από κάποια ύψη.
Είδατε το μεροκαματιάρη πώς το συντροφεύει το κοπιαστικό του δούλεμα με κάποιο σφύρισμα, παθητικό ή περίχαρο; Είδατε και το διαβάτη πώς από μπροστά σας περνά, βιαστικός για τη δουλειά του ή αργοπερπάτητος, για κάποιο του σαν άσκοπο τριγύρισμα (μα που δε μπορείτε να το υποψιαστείτε και το άσκοπο εκείνο τριγύρισμα ποιό σημαντικό αποτέλεσμα είναι ικανό να κρύβει), είδατε και το διαβάτη πώς πάει σφυρίζοντας; Τα τραγούδια των «Παράκαιρων» είναι σα σφυρίσματ’ αγαπημένων ήχων, για να μου την ευκολύνουν τη γέννα κάποιων άλλων τραγουδιών. Τραγουδιών όχι παράκαιρων πια, μα πολύ επίκαιρων· ή, καλύτερα, μαζί καιρικών και για όλους τους καιρούς· που τα ’χω μέσα μου και που ολοένα ορέγομαι να τα φέρω κι αυτά στον ήλιο.
Μάλιστα επειδή τα «Παράκαιρα» δεν τα εύρισκα ικανά για να φανούν πως συνεχίζουν κάπως κανονικά το περπάτημά μου ύστερ’ από τους «Βωμούς», λογάριαζα να το δυναμώσω το ποιητικό μου παρουσίασμα, φωτίζοντας το δρόμο του μ’ ένα κριτικό πρόλογο. Μα και τον πρόλογο γράφοντάς τον, είδα πως αγάλια αγάλια, από πρόλογος που είχε στην αρχή σχεδιαστεί για να προβάλει, μέτωπο, στον πρώτο τόμο του βιβλίου μου «Βωμοί», πολύ αργοπορεμένος πρόλογος, ξετυλίχτηκε κι έγινε μια μικρή δοκιμαστική μελέτη, που θα μπορούσα θαρρετά να την επιγράψω «Η Ποιητική μου». Η μελέτη αυτή, βγαίνοντας από τα δικά μου κι ακουμπώντας απάνου στα δικά μου, είναι μαζί και κάτι ξεχωριστό, γενικότερο, ένα κριτικό αντικειμενικό κοίταμα, γεννημένο από το λυρικό μου το υποκείμενο. Η Ποιητική μου και μαζί κάποια Ποιητική χωρίς μου. Τα σύντομα κεφάλαιά της: Το πρώτο επιγράφεται «Ποιητική Ζωή» και μιλεί για τον τρόπο που δένεται ο ποιητής με τα ίδια του τα πλάσματα στη ζωή του. Το δεύτερο επιγράφεται «Ποιητική Αρχή» και πραγματεύεται το θέμα πού και πώς πρωταναβρύζει το τραγούδι, από ποιό ψυχικό κέντρο πρωτοπαίρνει ο οίστρος την ορμή του. Το τρίτο επιγράφεται «Πατριδολατρεία». Νέα ελληνική ποίηση αν υπάρχει, δηλαδή ποίηση με κάποιο, μικρό ή μεγάλο, γνώρισμα, όμως ιδιαίτερο, δικό της, πού το βρίσκουμε το γνώρισμ’ αυτό; Το γνώρισμα που θα της δίνει κάποιο χαραχτήρα γενικό, σπουδαίο, ικανό να την κάμει να σταθεί σε μια θέση τιμής οπωσδήποτε, αγνάντια στην παγκόσμια παραγωγή τη φιλολογική; Και πώς ο χαραχτήρας αυτός, και με τί ομοιότητες και με τί αλλάσματα, με τί προσθήκες και με ποιές αβαρίες, πόσο στάσιμα και με τα παραδομένα, και μαζί πόσο άμοιαστα και πόσο επαναστατικά φανερώνεται στους στίχους μου; Το τέταρτο κεφάλαιο επιγράφεται «Γλωσσικά και μετρικά» και μιλεί για την πολύ μεγάλη και όχι ακόμα καθωσπρέπει λογαριασμένη σ’ εμάς εδώ σημασία που έχει για την αξία του ποιητικού έργου η ορθή, και γραμματικά και καλολογικά, λέξη κι ο σωστός ο στίχος, η φράση δηλαδή που μετριέται. Τέλος το πέμπτο κεφάλαιο θυμίζει πως είναι η ποίηση τέχνη, βέβαια, στις εντονότερες και τις βαθύτερες στιγμές της, φιλοσοφική, όμως πολύ διαφορετική από τη σκέψη μιας φιλοσοφίας καθαρής· πως ο ποιητής, όσο κι αν συναπαντιέται διαβατικά, και στην ουσία και στη μορφή ακόμα, με το φιλόσοφο, η αλήθεια είναι πως, καλά καλά, διανοούμενος δεν είναι ούτε μεταφυσικός ούτ’ επιστημονικός, μα πως είναι, πραγματικά και απλούστατα, φιλόλογος. Μια πολύ μεγάλη διαφορά και μιαν αλήθεια που πολύ φαίνεται να την παραμερίζουν ή να μην την υποψιάζονται οι νέοι του καιρού μας, τα παιδιά της λύρας, καθώς θα ’λεγεν οσσιανίζοντας κανένας ποιητής, κι εδώ κι αλλού. Και το πέμπτο αυτό κεφάλαιο επιγράφεται «Η φιλοσοφία μου». Αλλά καθώς είν’ ευκολονόητο, πεζογράφημα τέτοιο δε χωρούσε στον τόμο τούτο με τα περιορισμένα του σύνορα· ελπίζω να δώσει ο θεός γλήγορα κάπου, κάποτε να φανεί χωριστά τυπωμένο.
Ένα ποίημα κάποιου παλικαρίσιου τραγουδιστή, που μας ξανάδωκε συνταιριασμένη την τέχνη των Οράτιων και των Ντάντηδων, * το ποίημα ίσα ίσα για τον ποιητή, αστράφτει και βροντά συχνά στη σκέψη μου: «Ο ποιητής δεν είναι ο χασομέρης που αφαιρεμένος πάει όλο και σκοντάφτοντας προς τ’ αγκωνάρια, και που, χάσκοντας προς τα μισοούρανα, το πέταμ’ ακολουθεί των αγγέλων και των πετροχελίδονων… Ο ποιητής είν’ ένας δυνατός χαλκιάς τεχνίτης που η δουλειά τού έκαμε τους τένοντες ατσαλένιους, περήφανο το κεφάλι, τετράγωνα τα λαιμά. Γυμνό το στήθος του, γερά τα μπράτσα του, ιλαρά τα μάτια του. Με το φυσητήρι του ριπίζει τη φωτιά στο καμίνι του, και τη χαρά και τη δουλειά. Ρίχνει στις φλόγες την αγάπη και το λογισμό, στοιχειά, και τις ενθυμήσες και τις δόξες των πατέρων του και του λαού του. Περασμένα και μελλόμενα χύνονται στον πύρινο τον όγκο. Τ’ αδράχνει και με το σφυρί του τα δαμάζει στο αμόνι επάνω. Χτυπάει και τραγουδεί. Ο ήλιος ανατέλλει και αντιφέγγει στο μέτωπό του και στο τραχύ του δούλεμα. Χτυπάει. Και νά σπαθιά για την ελευτεριά και νά για τη δύναμη σκουτάρια! Και νά στεφάνια για τη δόξα και νά κορόνες για την ομορφιά!…» Η έντονα χαλκοχαρασμένη και όλη με την αλήθεια της εικόνα ετούτη, όμως είναι αποκλειστική. Ο ποιητής, μαζί, κατά τους τόπους και κατά τους καιρούς, και κατά τον άνθρωπο που μέσα του θα σαρκωθεί: και ο γύφτος ο σφυροκόπος, ο δουλευτής ο ακούραστος, κι ο ακαμάτης στρατοκόπος ο, καθώς φαίνεται, χασομέρης, και μ’ ανοιγμένα μάτια κοιμισμένος, καθώς στέκεται. Ο θεός του τραγουδιού όμοια τους ευλογεί και τους δύο, γιατί κι ο ένας κι ο άλλος, καθένας με το δικό του τρόπο, κάνει του θεού το θέλημα. Η Φαντασία η δέσποινα του ποιητή δεν του δίνει του ποιητή μονάχα τη δύναμη να δημιουργεί, μα κι αξεχώριστα τη χάρη να αισθάνεται· το μυστικό της φως τού φανερώνει κι όταν εκείνος ερημίτης και σαν του κόσμου γύρω του αποξενωμένος, δεν καρφώνει τη ματιά του παρά στα σύγνεφ’ αποπάνω του και στα σκοτάδια τα μέσα του· κι όταν πολίτης αδράχνει τη σάλπιγγα για να σαλπίσει ξυπνητήρια, ή όταν αντικαθρεφτίζει στην τέχνη του των ιδεών τα οράματα με κόσμων γύρω του λογής ομορφάδες και λογής προβλήματα. Μπορεί φυσώντας μέσα σ’ ένα καλάμι ποιμενικό να το κάμει σαν ορχήστρα ν’ ακουστεί πολυόργανη· μπορεί και η πνοή του μέσ’ από τη σάλπιγγα να σκορπιστεί σαν αηδονιού κελάδημα. Έπειτα ο ποιητής είναι μια ιδέα γενική. Πραγματικά υπάρχουν ποιητές μονάχα. Που και όταν ακόμα φιλοσοφικά στοχάζονται, δεν καλοξέρουν παρά τον εαυτό τους μόνο, και αδιαφορώντας για όσα λέμε αλήθειες, και κυνηγοί όχι πολύ επιδέξιοι των καθόλου, δεν ευφραίνονται από τα καθολικά, παρά μονάχα όταν τα βλέπουνε σχηματισμένα, ατομικεμένα, όταν αυτοί τα κάνουν ωραία πρόσωπα. Φαντασία και καρδιά, γλώσσα και ρυθμός, και η πνοή και ο στίχος και ο λογισμός και η ρίμα, και η έκσταση θρησκευτική, και η ανοιχτομάτα δουλεύτρα υπομονή, και η παρατήρηση που κυνηγά όλο και τη λεπτομέρεια, τη λεπτομέρεια που είναι το καθεαυτό γνώρισμα του καλλιτέχνη, αντίθετ’ από το φιλόσοφο που ψάχνει όλο και τις γενικότητες, και η αϋλοποίηση των υλικών και η σάρκα δοσμένη και στ’ άυλα, και τα ίδια πάντα θέματα, καλά καλά ούτε σημαντικά ούτε ασήμαντα, γεννοβολώντας πάντα σαν καινούρια την εικόνα, και μιαν απλότητα εκεί που δεν την περιμένεις, και κάτι σκοτεινό και πολυσύνθετο που σε βάζει σ’ έγνοιες και σε ρωτήματα μπροστά σε αντικείμενα που τα θαρρούσες απλά και φωτεινά, και η πλαστική που είναι από αέρα, και η αρχιτεχτονική που χτίζει με τα λόγια· η πιο αφιλοσόφητη φιλοσοφία επιτέλους, νά η Ποίηση! Μία, και πόσο διαφορετικά φανερωμένη κάθε τόσο από τους διαλεχτούς της· πρωτοτυπία, μα που σχεδόν ποτέ δεν ξεκόβει ολότελ’ από την παράδοση, δεξιοσύνη που συνεχίζει ταπαραδομένα σε τρόπο που φαίνεται πως εκείνη πρώτη τα γεννά.
Το εγώ του ποιητή μπορεί να είναι συνηθισμένο, κοινό. Η Τέχνη το εγώ αυτό το συνηθισμένο και το κοινό το δείχνει τότε σαν κάτι ασυνήθιστο, σ’ ένα ξεχώρισμ’ αριστοκρατικό. Μπορεί, σε μια υψηλότερη ζώνη διανοητική, το εγώ του ποιητή να είναι σαν κάτι πρωτάκουστο, παράξενο, δυσκολοκοινώνητο. Η Τέχνη το μεταμορφώνει. Με τη δύναμή της που πηγάζει από μόνη της την ωραιότη και χωρίς κανένα, έξω από τον ίδιο της τον εαυτό, σκοπό και γύρεμα, δύναμη, απάνου απ’ όλα η Ποίηση, κοινωνική, το βαθυστόχαστο εγώ του ποιητή, μπορεί το μπερδεμένο, το ακατάδεχτο, το φέρνει και μας το παρουσιάζει καταδεχτικό και γλυκομίλητο, και πόσο ανθρώπινο!
Τέλος δίνω στις γοργοριμένες προλογικές αυτές θεωρίες, που πολλά τούς λείπουν, μ’ ένα «ευχαριστώ», καθώς έχω χρέος, και με συγχαρητήρια προς τον εκδότη του βιβλίου τούτου, προς τον κύριον Ιωάννη Σιδέρη. Φαίνεται πως είναι από τους πρώτους που εννοεί να βοηθήσει τη νέα ελληνική Μούσα να προβάλλει κι αυτή κάποτε και πότε, συμμαζεμένα και συγκροτημένα με τη χάρη του βιβλίου, στο φως της ημέρας, καθώς δείχνουν έργα ποιητών γνωρισμένων που αρχίζει να τυπώνει κι άλλων που μεστώνουν τις προθήκες του βιβλιοπωλείου του. Και ίσως με τον καιρό θα μπορούσε να γίνει ό,τι έγινεν ο Γάλλος εκδότης Lemerre για τους Παρνασιέν του καιρού του, προς μέγα κέρδος της φιλολογίας μας.

8‒2‒1919
Κ.Π.