Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

16
Το κελί


Μόνος. Εγώ; Δεν είμαι μόνος. Όχι.
Στο φτωχικό σκοταδερό κελί μου
ήρωες, άνθρωποι, θεοί,
σα φωτοσύγνεφα σαλεύουν αντικρύ μου…

Η Ασάλευτη Ζωή («Εκατό φωνές»)

Ήρθε η ώρα να φύγω; Στο έρμο τούτο κελί θα λατρέψει άλλη πίστη (πίστη ποιά;) ποιά φυλή;

Τριάντα χρόνια εδώ μέσα, τίμια φτώχεια, με ζεις, και ω καρδιά μου τραγούδι της ζωής μου πεζής!

5 Με τις έγνοιες ανθρώπων αργών ή άδειων ή ωμών ποιός θα ’ρθεί να μολέψει το κελί των ψαλμών,

το κελί που σκορπίζει βραδιανά και ορθρινά σε εικονίσματ’ αγίων μοσκολίβαν’ αγνά

και που δεν του λεκιάζουν τη λευκή μοναξά 10 γύρω του όλα του κόσμου τα θολά, τα λοξά,

μήτε ακόμα και κάποιοι της ντροπής λογισμοί που είναι σαν αμαρτίες, κι είναι σαν πειρασμοί,

καλογριές μαύρες, πλάνες, που η πυρή τους ματιά σου σταλάζει τον άδη, σαν ουράνια γητειά;

15 Τριάντα χρόνια εδώ μέσα στο κελί το στενό έμπασα όλη την πλάση, πέλαο, γης, ουρανό.

Τριάντα χρόνια εδώ μέσα στο στενό το κελί…

Για με του ηλιού το γέρμα, για με κι η ανατολή

κανίσκια βυσσινιά ειχαν, κανίσκια ροδαλά, 20 τους λογισμούς που γέρνουν ή που μας παν ψηλά.

Δυο κιτρολεϊμονάθια, τρία πεύκα, αριές ελιές, διαβάτρες πρασινάδες, δειλές μοσκοβολιές

μου φέρνουν, το φεγγίτη χτυπώντας του κελιού, χαιρετισμούς του δάσους και του περιβολιού.

25 Στα μάτια μου ό,τι φτάνει μισό μακριάθε, ωχρό, φέγγος εντός μου ακέριο και πρόσωπο νοερό.

Στο αγνάντια μου σπιτάλι, μες στην αυλή του, αργά που σέρνεται ο σακάτης! Η αρρώστια πώς βογκά!

Παλιοσπιτάλι ο κόσμος, ο κύβερνος κακός, 30 η μουσική είναι βόγκος, πόνος ο μουσικός.

Όμως, ο δρόμος! Άκου! Φωνούλες των παιδιών, σαν κάποιου οχτρού νικήτρες, χαρές των παιγνιδιών.

Και σα δε ζεις, αγώνας, Αλκίδης της ζωής, ώσπου ν’ ανάψεις φλόγα σε μια κορφή να καείς,

35 για τ’ αηδονάκι ζήσε το Μάη που κελαηδεί, για το τρελό παιγνίδι που παίζει το παιδί,

για μιας στιγμής αγάπη, για ονείρου ενός φιλί, για μια φωνή του δρόμου που σ’ άγγιξε απαλή!

Στο ψήλωμα το πέρα το αλαργινό, γυμνό, 40 που το ξανοίγω μόλις, χαίρομαι το βουνό.

Κι εκείν’ η ασημωμένη κατάβαθα γραμμή, κυματιστό μαγνάδι σε αγερικιάς κορμί,

νά η θάλασσα! Για μένα μισοκρυμμένη εκεί, με θέλει, με παντέχει, και ω λάβρα ερωτική,

45 μου γνέφει για να νιώσω πως άλλο δε μπορεί πως να την απολάψω γοργά με καρτερεί.

Κάποτε, ω τί λαχτάρα στο αγέλαστο κελί! Στόμα είναι, το μυρώνει παρθενικό φιλί,

τι ανάμεσα στα μαύρα βιβλία τα πλαγιαστά, 50 γαστρούλες και ανθογυάλια κρατούν αταίριαστα

το που ροδοχαράζει κλαδί της μυγδαλιάς, των κρίνων τα λουλούδια και της γαρουφαλιάς.

Και γίνεστε μια μόνη δροσιά μες στην καρδιά, φέγγος χλωμό, ανεμώνη, και γιούλι εσύ, ευωδιά.

55 Μα εσύ, φεγγάρι, στου έρμου κελιού μου τη νυχτιά, πώς μέσ’ απ’ το φεγγίτη, πώς χύνεσαι πλατιά!

Σαν ερωτάρης μπαίνεις που μ’ αγκαλιά ανοιχτή για να τον ανεβάσει, να τον κρυφοδεχτεί

στ’ άγια του κρεβατιού της, των πόθων η κυρά 60 μια μεταξένια σκάλα τού ρίχνει για φτερά.

Σκορπάς μες στο κελί μου, φεγγάρι, το στενό, του ονείρου όλη την πλάση μ’ όλο τον ουρανό.

Και ω λίμνες ασημένιες, μαβιές ακρογιαλιές, κεχριμπαριά λιβάδια, στοιχειά, δρυμοί, σπηλιές!

65 Μα εσύ στον κόσμο μέσα που γύρω σου χυτός, του ήλιου αποκρισάρης, του φεγγαριού σταλτός,

και σα να σε πειράζει και σα να σε καλεί, μόνο σου κόσμος είσαι, φτάνεις για σε, κελί!

Βιβλιοθήκη, ω μαύρη, και σαν αποριχτή, 70 της ζωής χαράς και νιότης η καταφρονετή!

Βιβλιοθήκη, ω μαύρη και σαν αποριχτή, καταφρονιέσαι ακόμα κι από τον ποιητή,

τι ένα κι απάνου απ’ όλα ο θείος απλός του νους πιστεύει πως διαβάζει βιβλίο: τους ουρανούς.

75 Α! στο κελί μου είν’ άλλος νόμος, ματιά, ευτυχιά, ξεφτέρια τα δεφτέρια· τα γράμματα, στοιχειά.

Τρανή, βαριά, απ’ τη Μόσχα, παλιά κληρονομιά, σαν κιβωτό φερμένη και αταίριαστη και μια,

του Περσομάχου γίγα δρακόντισσα αδερφή 80 κρυφά με τον Αισχύλο μιλάς, η Αγία Γραφή!

Σαν άγγελοι ή δαιμόνοι σ’ άθλιο θνητού σκαρί πληρώνοντας, (ποιό κρίμα! Με ποιά ποινή σκληρή;)

σε κακοτυπωμένες φυλλάδες φυλακή ο Τίμαιος, ο Σπινόζας, δυο απέραντα κι εκεί.

85 Πάντα λειτουργημένος, πάντ’ ανοιχτός ναός, Όμηρε! Μαζί πάντα κι Ένας εσύ και λαός.

Μα η μαύρη βιβλιοθήκη σα δυο λατρείες να ζει, δυο Οδύσσειες, δυο Ιλιάδες, τ’ αρχαία, τα νέα, μαζί.

Τι αείζωη του ψαλμού σου μεστώνει τη φωνή 90 με τη ζωή φωνή της η Ελλάδα η τωρινή.

Σοφοί το μάννα βρέχουν, κερνούν το κρύο νερό, συμπλέκοντας τα χέρια σε μυστικό χορό,

και δυο σαν πιο κοντά μου, σα φίλοι μού μηνάν· ο Ταιν, η σκέψη, λάμψη· και ο Πρόσπερος Ρενάν.

95 Θεοχάραχτες και οι πλάκες του στωικού Σινά· σκληρά του Αυρηλίου Μάρκου τα λόγια τα σεμνά,

και του Ελβετού που ψάχνει μέσα του ανώφελα, ω! τον άπιαστο να πιάσει, το Εγώ, Πρωτέα θεό.

Και αδύνατος και μέγας πώς ψάχνει! Ω σκοτεινό 100 σαν από αίμα δράμα και σαν από καπνό.

Και η μαύρη βιβλιοθήκη σε μια γωνιά δετή της ζωής χαράς και νιότης, η καταφρονετή,

το πάθος του Ευριπίδη σκεπάζει σκεπτικό, δίνει του πλάνου Αρόλδου λιμάνι ειρηνικό,

105 με το Σαιξπήρο που είναι μαζί ουρανός και γη, τον Κάλδερον πλαγιάζει, θεολάτρα χρυσαυγή.

Με τη φωνή την ξένη, το θρήνο του βαλμά, να σμίξει των Ελλήνων τη μουσική τολμά.

Κι άμοιαστα κι όπως όπως —τι το κελί στενό— 110 Σκύθες, Λατίνοι, Ιντιάνοι, το σπάνιο, το κοινό.

Βιβλιοθήκη, ω μαύρη, ξωκλήσι χαροποιό, θλιμμένο, στριμωμένο, γιομάτο από θεό.

Ω μαύρη βιβλιοθήκη, λίγη, άχαρη, πικρή, αστρόφεγγη εσύ νύχτα και μέρα φωτερή!

115 —Μα εσάς χωριστά πάντα, συντρόφοι οδηγητές, γραμματικοί, διδάχοι, χρυσόστομοι ποιητές,

που ή δε σας ξέρει η μοίρα σας ή σας περιγελά, στα φύλλα της καρδιάς μου σας κρύβω πιο απαλά,

καλούδια φέρνοντάς σας φροντίδας και στοργής, 120 ω παραμερισμένοι και αδιάβαστοι της γης,

άγνωροι ή ξεχασμένοι, τεχνίτες ή σοφοί, δε σας ξεχνώ, του νου μου βοηθητές ή αδερφοί!—

Βιβλία, φυλλάδες, φύλλα σπαρτά, πασπατευτά, θρασά από το μολύβι παντού σημαδευτά,

125 ω ξεπαρθεμένα κορμάκια, ιδέα, δροσιά, στα χέρια μου απ’ τη δίψα κι απ’ τη βαριεστισιά.

Όλο σ’ εσάς γερμένος, κι όλο άσοφος σοφός, απ’ τα δικά σας άστρα δεν ξέρω αν παίρνω φως.

Τι αν κάνω πως ακούω, συχνά είμαι σαν κουφός. 130 Κλιτά σ’ εσάς τα μάτια, γυρεύουν άλλο φως

Α! πιο πολύ κι απ’ όσα θησαύρισ’ από σας, με της ονειροπλέχτρας δικής μου φαντασιάς

το βιος πορεύομαι, όποιο! Κι αν είστε οι αρχηγοί, στον ίδιο εμένα εγώ ειμαι γνώση, βιβλίο, πηγή.

135 Ω κάδρα στο κελί μου στημένα αραδιαστά, σαν ξένα, σα δικά μου και σαν ξεχωριστά!

Δέσποινα Μόνα Λίζα, το θώρι σου κρατά το φως και το σκοτάδι σφιχτοζευγαρωτά.

Σ’ έσπειρε νέο του πέλαου και τ’ ουρανού φιλί, 140 μπρος στην παλιά, της νέας Παφίας ανατολή.

Και μια γραφή παρέκει —πρωτάρικου χεριού— που κόνισμα να γίνει ζητάει αγγελουδιού,

ξυπνά μες στην ψυχή μου πονετικά, βαριά, μιαν άλλη αλαργεμένης αγγέλισσας θωριά…

145 Στον τοίχο μου οι Πατέρες. Εδώ είν’ ο Σολωμός, εκεί ο Ψυχάρης, φλόγες· ο τοίχος μου βωμός.

Στον άλλο τοίχο εικόνα πώς πνέει σα μαγική! Στο βοριανό αστροχάος αχτίδα ελληνική,

πώς την Ελένη υπάκουη και γέρος πώς φιλείς! 150 Εσύ και ο Φάουστος είσαι και ο Μεφιστοφελής.

Στο πλάι σου σταυραδέρφια σε μήνυμα βουβό, φερμένα από το χέρι το ίδιο το ακριβό,

(Του θαυμασμού κρατούσες το θυμιατό, απ’ αυτό ζεστό μοσκοβολούσες, ω χέρι, ευχαριστώ!)

155 στο πλάι σου, Ολύμπιε, αδέρφια σε μίλημα μουγγό ψάλτης κριτής ο Ντάντες με το Βιχτόρ Ουγκό.

Οι Άγγλοι! Υπερίωνα, χαίρε! Κι ο Αλάστορας εκεί, με πρόσωπα παρθένων τιτάνες μουσικοί,

Μπράουνιγκ, το ταίρι· ο άντρας πιο μέγας· ποταμοί, 160 τα ρέματα ενωμένα, καθένας άλλη ορμή.

Της διονύσιας μέθης κι ο γόης διαλαλητής, του Αντίχριστου προφήτης, του Θεού καταλυτής.

—Τεχνίτη νέε, που θέλεις να πλάσεις μια ζωή το χρώμα του ζωγράφου, της ποίησης την πνοή,

165 πώς μ’ έγραψες να υψώνω με του οίστρου το σεισμό, Απολλωνίδης, Μάγος, τη δέηση στο βωμό!—

—Κι εσύ καλέ ζωγράφε, πώς μ’ έβαλες γειρτό σε ολάνοιχτο βιβλίο κοντύλι να κρατώ!—

Μα ή προς τ’ αστέρια ολόρθος ή σε βιβλίο σκυφτός 170 ο ανθρώπινος νους πάντα του ύψους ο εκλεχτός.

Για τούτο εμπρός τραβάτε, σαν πάντα, οι στοχαστές, περήφανοι σαν πάντα κι εσείς, τραγουδιστές!

Στης Κασταλίας δεν πάμε να πιούμε την πηγή, σαν πρώτα ο Μουσηγέτης δε δείχνεται στη γη

175 να γίνει στων Πιερίδων το βήμα ο μουσικός ή εξόριστος να ζήσει με τους βοσκούς βοσκός.

Της Αρμονίας χορεύτρας για μας πάει πια η γιορτή κι αντί φλογέρα ή λύρα,— κοντύλι και χαρτί.

Στα ολάνοιχτα, της φύσης η ολόφωτη αγκαλιά 180 δε σφίγγει τους βλαστούς μας· γεννούμε στα κελιά.

Της καρδιάς πίνουμε, όχι του Βάκχου το κρασί. Τον Πήγασο ποτίζεις, μαύρο μελάνι, Εσύ.

Εσύ γεννάς ριμένα στην κάτασπρη φωλιά με το που λάμπει ατσάλι τα μελαψά πουλιά.

185 Με το που γράφει ατσάλι, λυγερό και γερό, μετριέται ποιό δοξάρι ποιού βιολιού, ποιό φτερό;

Πια ο ψάλτης δε φρενιάζει και πια δεν τραγουδεί στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή.

Στην απεραντοσύνη καρφώνει τη ματιά, 190 ψυχή, με τα δεφτέρια, και νους, με τα χαρτιά.

Χαρτιά! Κορμιά χιονάτα, θαμπά, γυαλιστερά, του Λόγου η παρηγόρια, καταφυγή, χαρά.

Σ’ εσάς η σκέψη παίρνει την άσφαλτη μορφή και ταναγραία παρθένα σκαλίζεται η στροφή.

195 Με τη βαριά σου βοήθεια, πανάλαφρο χαρτί, και η ομορφιά έρωτάς μας και χρέος η αρετή.

Του τοίχου κρεμαστάρια, στολίδια φτωχικά, ποιά πρόσωπα ποιών πόθων και ποιά θυμητικά!

Τ’ όνειρο, ο νους, η πέτρα, το βότανο, το ζο, 200 τα πάντα εικόνες είναι, με εικόνες πνέω και ζω.

Απέραντο είν’ εμπρός μου εικονοστάσι η γη· η νύχτα σβήνει εικόνες, τις ξαναγράφ’ η αυγή.

Μα σ’ εσάς πέφτ’ η αχτίδα πιο ιλαρή του ματιού, θυμητάρια της χάρης της ιερής του σπιτιού!

205 —Του Πασίχαρου εικόνα, του παιδιού μου! Ο καιρός άυλο κι άπλαστο κάνει εσέ στα μάτια μου εμπρός.

Κι αφού σ’ έκρυψε ο τάφος, δείχνει εσένα η γραφή γελαστό βρέφος πάντα, κι η άρρωστή μου η στροφή

πνέμα δύναμης πάντα· κι από σένα, ω παιδί, 210 το κοντύλι μου σκήπτρο και κορόνα κι η ωδή.—

—Α! τα πρώτα σου χρόνια, Καλή εσύ, ζηλευτά πώς αράδα φουντώνουν, απ’ τον ήλιο γραφτά,

μες στο ίδιο γνοιασμένο περιβόλι, καθώς λογής βλέπεις τα ρόδα, κι άλλος ο ίδιος ανθός!—

215 —Κι εσύ, αγόρι, ορθοστέκεις, καρτεράς μοίρα ποιά; Το φιλί ποιάς Πολύμνιας, ποιάς νεράιδας χτυπιά;—

—Κι εσύ απ’ όλες πιο απάνου, ζωγραφιά! Και κανείς. (Κι εσύ, ξέθωρο αχνάρι της πανώριας αγνής,

κάτου απ’ άχαρη σκέπη, στη φωλιά, στη σπηλιά 220 που σε δένουν η αρρώστια και ο καιρός και η δουλειά),

και κανείς του Απριλιού σου, δροσερή, χαρωπή, δεν αξίζει, ούτε ξέρει το τραγούδι να πει…

Πυρωμένη μου σκέψη και το στόμα σβηστό. Σαν κιβούρι, από χρόνια, πώς κρατιέμαι κλειστό!

225 Και κανείς δε γνωρίζει το σκοτάδι μου τί και γιομίζει και ορίζει: θησαυροί; σκελετοί;

Τί δεν είμαι, τί είμαι, μήτε ξέρω να πω· είμ’ εγώ και δεν είμαι, κλάψτε εσείς που αγαπώ,

κι όσοι εμέν’ αγαπάτε, κλάψτε· αρχίστε κλαημό 230 σε μανιάτικο μπρούσκο τονισμένο ρυθμό.

Ήρθε η ώρα να φύγω; Στο κελί που πιστή λάτρα ζεις, ω ζωή μου, κι η ψυχή μου ας σβηστεί.