Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

14
Οι τάφοι

Στο κοιμητήρι μέσα, καρδιά μου πώς χτυπάς! Τέσσερες είναι τάφοι, οι τάφοι που αγαπάς.

Στο χώμα από το δάκρυ κι απ’ τη δροσιά νωπό κι ανοίξανε και κλείσαν οι τάφοι που αγαπώ.

5 Τέσσερα μνήματα είναι στον κήπο το σκληρό, συχνά και τα ’χω εμπρός μου, συχνά τα λαχταρώ.

—Στο πρώτο εσύ, αδερφέ μου, γερμένος, ο αγαθός. Πετούσες, γνώμη, πράξη, στον ίσιο δρόμο, ορθός.

Κι αν ήσουν για του κόσμου τους δέξιους περιττός, 10 μες στην ανημποριά σου πάντα ίδιος, πάντα: αυτός.

Δεν πίστευες αγγέλους, άυλα, θεού βουλή· καθώς οι απλοί πιστεύουν, κι η απιστιά σου απλή.

Μα κι αν προς εμάς βλέπουν Θεός, άυλος λαός, κοντά τους θα ’χεις χάρη, σε βλόγησε ο Θεός,

15 τι ζούσε εσέ το πάθος της ομορφιάς το αγνό· μ’ αυτό θα ζουν οι αγγέλοι στον πατρικό ουρανό.

Της θείας μπετόβειας γλώσσας φτέρων’ εσέ ο λυγμός, και της ψυχής σου, ο Μόζαρτ ανάσα, αναπαμός.

Με της αρμονικής σου φλογέρας τη φωνή, 20 σα σβούσες, η φωνή σου πάει κι έσμιξε η στερνή.

Α! πιο γλυκά από τ’ άνθια που δέχονται οι νεκροί, τον ύπνο σου ευωδιάζουν των ήχων οι χοροί.

—Στο δεύτερο το μνήμα κλεισμένος, ο λαμπρός. Του στοχασμού στρατιώτης, το φλάμπουρό σου: Εμπρός!

25 Εγώ του τολμηρού σου δρόμου ορθρινού το φως, της διαλεχτής σου νιότης και ο ψάλτης και ο σοφός.

Και υψώνοσουν εμπρός μου, στη χάρη σου αλαφρός με τη βαριά σου γνώση, της λεβεντιάς ο αφρός.

Στο μνήμα τ’ όνομά σου μαλαματόγραφτο 30 χαϊδεύει τη ματιά μου σαν άστρο λατρευτό

με φέγγος που ήρθε τώρα στου ανθρώπου τη ματιά κι από καιρούς ας είναι σβησμένη του η φωτιά.

Του τάφου του ακριβού σου στολίστρα, εσύ, αδερφή, (τα δάκρυα για τους ίσκιους και τ’ άνθια είναι τροφή),

35 φέρνε, ας φουντώνει πάντα το μνήμα του, μπαξές. Ας είναι το χειμώνα μαζί του ο μενεξές,

το καλοκαίρι ας είναι το ρόδο του Μαγιού με τις αχτίδες του ήλιου και με του φεγγαριού.

Θα δείχνεσαι, το ρόδο, της νιότης του ομορφιά, 40 και ο μενεξές της σκέψης του θά εισαι η ζωγραφιά.

—Στο τρίτο μνήμα, ω χάρη! Σβησμένοι αθώοι καιροί! Κοιμάσαι, μαραμένη γυναίκα, η δροσερή

των είκοσί μου χρόνων έγνοια, αδερφή, κυρά, Βιολέτα μου ανθισμένη, πλάσμα, όνομα, χαρά!

45 Μα εσύ για με δεν ήσουν μονάχα η κορασιά· σ’ έλεε Βιολέτα η χώρα και σ’ έλεα Κερασιά

με τ’ όνομα του δέντρου μαζί του ερωτικού και της ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού.

Του παιδικού μου στίχου το αγίνωτο κορμί 50 στο ποίημα το δικό σου πρωτόβρε την ορμή

και τη φωνή πρωτόβρε πλατιά που θ’ απλωθεί: Στον τοίχο σου κι ας ήμουν τ’ αγιόκλημα που ανθεί,

σκαλώνει απ’ την αυλή σου στον τοίχο σου και ανθεί, με τη δροσιά πνοή σου δροσίζεται και ζει!

55 Τ’ αγιόκλημα ας ανθίσει στου τάφου σου τη γη κι απ’ το χαμό σου ας φέξει καινούρια δροσαυγή.

Του καθενός σας ήταν η πλάση εκεί μισή· ζωή πλέρια μια εδώ στήσου, τ’ αγιόκλημα κι εσύ.

Το μνήμα γάστρα ας γίνει, και η σάρκα σου χυμός, 60 από γυναίκα τ’ άνθος, και θάμα ο πεθαμός.

—Στο τέταρτο, Εσύ τάχα κοιμάσαι; Οδηγητής παράδεισος, τους ύμνους και τους ρυθμούς κρατείς,

του πόνου μαύρους ύμνους, του οίστρου ρυθμούς χρυσούς, το μυστικό εσύ βρέφος, της πίστης μου Ιησούς.

65 Και της ελιάς τα φύλλα, κι από τη ροδαριά τ’ αφούντωτα μπουμπούκια στο μνήμα σου, βαριά.

Στο μνήμα σου όλα λείψαν, πλάκες, γραφτά, σταυροί· κι αν τ’ άνοιγε η στοργή μου για να σε ξαναβρεί,

δε θα ’βρισκε ουδ’ αχνάρι κι από το θησαυρό· 70 πάει το κορμάκι, πνέμα· πάει το παιδί, φτερό.

Μόνο στο χώμα επάνω του τάφου σου απαλά βλέπω αγγελούδι ονείρου να μου χαμογελά.

Στο κοιμητήρι μέσα, καρδιά μου, πώς χτυπάς! Τέσσερες είναι τάφοι, οι τάφοι που αγαπάς.

75 Πάντα είν’ εδώ το χώμα νωπό, το φως θαμπό. Νεκροί, ποιός θα μ’ ανοίξει τα σπίτια σας να μπω;

Σαν έρθει κι εμέ η ώρα στη γη να κοιμηθώ, ποιός θα μου δώσει τόπο στο πλάι σας, ως ποθώ;

Μα και προτού μου κλείσουν τα μάτια,— καρδιά, νους 80 ζουν πιο πολύ με τάφους, παρά με ζωντανούς.

Τι, αμάθευτος, δεν ξέρω να ζήσω σε, σωστή ζωή που σε ζουν τα πλήθη, σε ζουν και οι χωριστοί.

Γλήγοροι, αργοί, νέοι, γέροι, και οι τίμιοι κι οι ληστές, των ύμνων οι λευίτες με τους κριματιστές,

85 της άπιαστης ειρήνης οι κούφιοι κυνηγοί, στους άσβηστους πολέμους του ολέθρου οι στρατηγοί

σκέψης κορφές και πράξης με μια φωνή μια πνοή λατρεύουν τη Γοργόνα, όχι τη Μούσα, Ζωή.

Ζωή δύναμη, ζωή βία, ζωή απόφαση γοργή, 90 ξεσπάθωμα του αγώνα, και της βροντής οργή.

Και ή πλανεμός ή αλήθεια, για γέλια ή τραγική, «Γεια σου, καλή κι αν είσαι, χαρά σου κι αν κακή,

Ζωή!» κράζουν. Τη στοιχειώνουν το αίμα και η σφαγή, τη διαλαλούν, αγάπη· την αγαπούν, πληγή.

95 Και οϊμέ στον υπνοβάτη, κι όποια καρδιά, όποιος νους το ανάβλεμμα καρφώνει προς ουρανούς αχνούς,

και ανάξιος που της Κίρκης δε φεύγει τη γητειά ή που της Πηνελόπης τον έσυρε η ματιά

του θαλασσοδαρμένου ν’ αφήσει το κουπί 100 και κάτου απ’ του σπιτιού του να γείρει τη σκεπή.

Κι αλίμονο όποιος λέει: Τραβάω για να γευτώ στη μαγεμένη χώρα το θρυλικό λωτό!

Δεν είναι λωτοφάγα, Κίρκη ούτε δολερή, και η Πηνελόπη μήτε πιστή που καρτερεί·

105 γυναίκα γαυρισμένη, και της αμάχης βοή, τρόμος και των Ταγκρέδων, Κλορίντα! Νά η ζωή!

Μα εγώ έζησα και μέσα στου χτήνους το λαό, τι μάσησα της Κίρκης τα κακοβότανα, ω!

Μα εγώ στης Πηνελόπης τον αργαλειό μπροστά 110 στάθηκ’ αγνά και θρήσκα και παρακαλεστά.

Μα εγώ ρούφηξα —και η πείνα και η δίψα περισσή— της λησμονιάς το μέλι στ’ ανθόπνοο το νησί.

Μα εγώ, δειλός, δεν ξέρω να ζήσω τη μεστή ζωή που ζουν τα πλήθη, τη ζουν και οι χωριστοί.

115 Στο κοιμητήρι μέσα, καρδιά μου, πώς χτυπάς! Τέσσερες είναι τάφοι, νά οι τάφοι που αγαπάς.

Σε κάποιο πλάι δικό σας να γείρω πώς ζητώ, πώς θέλω να πλαγιάσω και πώς ν’ αναπαυτώ!

Μα σκιάχτρο εγώ της νύχτας και της αυγής αχνός, 120 Α! σαν εσάς δεν είμαι πλέριος, ωραίος, αγνός.

Αβούλευτος, στριμμένος, μισός, αμαρτωλός, τους ύπνους θα ταράζω τους διάφανους, θολός.

Μα κάτι ο γυμνός πήρα και κράτησ’ από σας λαμπριάτικης αχνάρι τριμμένης φορεσιάς,

125 Νεκροί, κάτι απ’ την άσπρη ζωή του καθενός, κάτι για με ευεργέτης, κάτι άφησε ουρανός.

Στ’ ανάξια μου τα χέρια και σαν από φωλιά που χάλασε, ψηλάθε, τρεμουλιαστά πουλιά,

στ’ ανάξια μου τα χέρια που δένει τα η σκλαβιά, 130 χρυσά φιλάκια πέφτουν και βλέμματα μαβιά.

Στα κρύα των άσαρκω ίσκιων και ανάξιω μου χεριών τρέμουσες άστρων τρέμουν και στάλες φεγγαριών.

Και τρέμουσες και στάλες, και βλέμματα, φιλιά, και αποσπερίτες, πούλιες, τ’ άστρα, η φεγγοβολιά,

135 στ’ ανάξια μου τα χέρια γίνονται (Πώς; Γιατί;) φωτοστεφάνια, δόξες, και κύκλοι ονειρευτοί,

για τ’ άγιου το κεφάλι, του ανθρώπου τη θωριά, για την ταπεινοσύνη, για την παλικαριά,

φωτοστεφάνια, δόξες, και κύκλοι ονειρευτοί, 140 για σας, απάνου απ’ όλους, ω τάφοι λατρευτοί!

Στο πλάι σου κι αν με πάρεις, τ’ αδέρφι, ο αγαθός, χαροποιός για σένα και ήχος εγώ κι ανθός.

Κι αν πλάι σου να πλαγιάσω δεχτείς με εσύ ο λαμπρός, θα στέκω της νυφούλας μελέτης σου ο γαμπρός.

145 Κι ανίσως και μου γνέψεις, η δροσερή, έλα εδώ, στο πλάι σου πάντα θά ειμαι, σα να σε τραγουδώ.

Τ’ άχραντο βρέφος, τόπο κι αν κάμεις για να ’ρθώ, κι Ορφέας σου και πατέρας θα σου παρασταθώ.