Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Επιτάφιος του νέου μου φίλου Νίκου Β. Φανδρίδη


Μη μ’ αφήσεις αδόξαστο να κατεβώ στους ίσκιους.
Μονάχα η Μούσα δίνει κάποια ζωή στο θάνατο.

ΓκαίτεΕυφροσύνη»).

Αγαπημένε, σ’ έστειλε σ’ εμένα σεραφική ανθοφόρα μια φροντίδα, κι ήσουνα μες στα κρύα και μες στα ξένα σα μια ζεστοκοπιά, σα μια πατρίδα. 5 Ελπιδοφόρο παλικάρι, οϊμένα! μακαριστή η στιγμή που πρώτα σε είδα.

Πού πας, αγαπημένε; Σε προσμένει γειρτή η Μελέτη στο βαρύ γραφείο, και η μυστική ψυχή μου η διψασμένη 10 σε καρτερεί, σα μιας θρησκείας νυμφίο. Το αηδόνι το τραγούδι μου, σωπαίνει, το ρόδο σου χλωμαίνει, το βιβλίο.

Η Σοφία σ’ ανάθρεφε, στο νου σου σταλάζοντας το πάναγνο το γάλα. 15 Με το λεβέντη Απρίλη του κορμιού σου της γνώσης την ορθή πατώντας σκάλα, στο πείσμα του σκληρού του ριζικού σου, ανέβαινες αργά προς τα μεγάλα.

Όπου βροντά κι αστράφτει ο Ψηλορείτης, 20 όπου στεφάνια ο στίχος χρυσοπλέκει των πολέμων, η ευχή της μάνας Κρήτης δεν είπε να βαστάξεις το τουφέκι. Τα νιάτα σου τα βλόγησε ο τεχνίτης πλάστης Λόγος που απάνου απ’ όλα στέκει.

25 Μα μήτε ο Λόγος, μήτε και η Σοφία το νέο βλαστό καμάρι τους κρατήσαν… Του σεισμού και του ολέθρου τα Στοιχεία κυνηγητές του ωραίου, σε πατήσαν. Σε κλαίνε τ’ ακριβά σου τα βιβλία, 30 και τα χαρτιά που οι σκέψες σου τα ζήσαν.

Σε κλαίει το σπίτι σου, αδερφή, μητέρα, οι λυγερές, οι ξένοι, κι οι ακριβοί σου, τα σύγνεφα λευκά στον πράον αέρα, στα πλατιά του μετώπου οι λογισμοί σου. 35 Το παλάτι που πρόσμενα, εδώ πέρα πριν το χτίσεις γκρεμίστηκε μαζί σου.

Αγαπημένε, σ’ έστειλε σ’ εμένα φροντίδα αγγελική, κρυφή, ανθοφόρα, σε αργοσάλευτα χρόνια παγωμένα 40 παραμονή γιορτής, χαρούμενη ώρα. Και πας με τα πουλιά τ’ αποδιωγμένα απ’ τη χινοπωριάτικη τη μπόρα…

4 του Οχτώβρη 1915