Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ευρώπη


Ἀτὰρ πόλεμος γαῖαν ἅπασαν ἔχει.

Καλλίνος («Αποσπάσματα»).

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Η Ανατολή αλαφιάζεται, και η Δύση μια φλόγα, και τραβάει στα μισουράνια. Λύκοι οι λαοί. Τροχίζουνε τα Μίση τα γιαταγάνια.

5 Του Βαρβάρου το ξέσπασμα οι αιώνες γιγαντεμένο μάς το ξαναδίνουν. Ωκεανοί! Καστροκάραβα γοργόνες, και καταπίνουν.

Για ποιούς δυνάστες και για ποιές κορόνες 10 στης γης δουλεύαν τα έγκατα ποιοί μάγοι; Τρέμουν τα πυργοκάραβα οι λιμιώνες και τα πελάγη.

Στρέγει του ονείρου τ’ όνειρο, και πάει με τους αϊτούς αερόπλανος, μα ω νίκη! 15 ο άνθρωπος, κύριος του γλαυκού, σκορπάει κι εκεί τη φρίκη.

Της νύχτας Νιβελούγγοι ως να ξαφνίζουν του ηλιού το φως… Του Ρήνου ω νεκροκόρες, δέρνουν κι εσάς και σας παραστρατίζουν 20 τεράστιες μπόρες.

Ο Σιγφρίδος, ο ήρωας χρυσομάλλης ανθρώπους γονατίζει και στοιχεία. Ο πόλεμος των κόσμων είναι ο κράλης, κράλισσα η Βία.

25 Αγγλοσαξόνοι, Φράγκοι, Ούγγροι, Αλαμάνοι, όχεντρα Ευρώπη, τα φουσάτα δράκοι, οι ξεθεμελιωτές εδώ είν’ Ουλάνοι κι εκεί Κοζάκοι.

Απ’ της στέπας τ’ απέραντα νά ο Σλάβος, 30 απέραντη μπασιά, του ολέθρου τάμα. Η λευτεριά το φάντασμα είναι, ο σκλάβος είναι το πράμα.

Σκαντιναβοί, Ελβετοί, Λατίνοι, Ρούσοι, ο μάρτυς Πολωνός, ηρώισσα Φλάντρα, 35 μικροί μεγάλοι, εμπρός για το γιουρούσι, ορμή ενός άντρα.

Στο θρόνο σου χτυπιέσαι ανταριασμένη Θεών που σβήνουν ω λάτρισσα Υπατία, του Γάλλου δέσποινα, αιματοθρεμμένη 40 Δημοκρατία!

Ταράζεται βόσγιο μετερίζι, καβαλάρισσ’ αλύγιστη, οργή θεία, Παρίσια ευγενικά, σας φοβερίζει η Βαλκυρία.

45 Των καιρών ο προφήτης, Ταμερλάνος· σκιάς όναρ της ειρήνης ο Μεσσίας, τετράπλατος κριτής ο Αμερικάνος, και της Ασίας

ασκητευτές θησαυριστές Ιντιάνοι, 50 ο Κίτρινος, ορθός· ωκεανίτες, καραμανίτες, η Αφρική, τουράνοι, άρειοι, σημίτες,

οι Πολιτείες που τις φιλεί ο Αδρίας, ο Ρουμάνος, τ’ αδέρφι ο Σέρβος, φράχτης· 55 —Χιμώντας ας μουγκρίζει της Αουστρίας ο καταρράχτης!

Βόσγια βουνά, Καρπάθια, ο Αίμος! Ράχες και ζυγοί σειένται· οι θάλασσες ουρλιάζουν, των πέντε ηπείρων οι όργητες κι οι αμάχες 60 πάσκα γιορτάζουν.

Μα ο Βρετανός με το θαλασσομάχο σκήπτρο του που τα κύματα προστάζει, ποιών Καισάρων το δέσιμο στο βράχο ξανά ετοιμάζει;

65 Και ο Τούρκος με τα δόντια τα σκυλίσια που σε κρατά, και σαν κλαημού κοιλάδα σε κάνει, Ανατολή, γη παραδείσια, και η μάνα Ελλάδα,

της δάφης πάντα ονειροπλέχτρα, πλάι 70 στον Κυβερνήτη και στο Βασιλιά της. —Κέρωσε η Πλάση, αφτιάζεται, βαστάει την αναπνιά της.

Ο ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

Μα ο στοχαστής, όποια η ψυχή του, και όποια φυλή τού δίνει το αίμα του, αγναντεύει 75 από τα γαληνά του κατατόπια, και δεν κιοτεύει.

Με του ελέους το σπάρασμα, του τρόμου το πάγωμα, το χαίρεται στο κλάμα και στο χαμό, μελετητής του Νόμου, 80 το μέγα δράμα.

Μα ο στοχαστής, όποια η ψυχή του, και όποια φυλή τού δίνει το αίμα του, κρατιέται στα βαθιά γαληνά του κατατόπια, και συλλογιέται:

85 Γεράματα ούτε και ξανάνιωμα ούτε, ίδια, Ευρώπη, ο Νόμος, καρχαρίας, πάντα ένα το περπάτημα —τ’ ακούτε;— της Ιστορίας.

Του δυνατού, ω αδύνατε, συντρίμμι, 90 και κάποτε —α! παρηγορήσου— ταίρι· του δυνατού συχνά κι εσύ, Επιστήμη, το τυφλό χέρι.

Ο Πόλεμος, των πάντων ο πατέρας; Μηνύτρα πλούσιας βλάστησης η λάβα; 95 Πώς θα πιαστεί το πλάσμα από το τέρας; —Ποιός ξέρει! Τράβα.

Κι αν κάποιο σαρκωθεί όνειρο μεγάλο, και κόσμο νέο τινάξει η τρικυμία, και στυλωθεί κι απάνου από το σάλο 100 η Ευρώπη, Μία,

κι αν το κράτος μιας άλλης κοινωνίας θεμελιωθεί στων όλων τα ρημάδια, πάντα θα καις, δαυλί της Ερινύας, μες στα σκοτάδια.

105 Δύναμη αν έρθεις μιας πιο δίκαιας γέννας στα ερείπια Κράτη και στων θρόνων τ’ άδεια, πάντα οι σκληροί και οι μαλακοί, ο ποιμένας και τα κοπάδια,

[εχτός αν μέλλεταί σου, άνθρωπε, κάτι, 110 που κι εσύ, Ιστορία, δεν το προσμένεις, απίστευτο ξετύλιμα στο μάτι της Οικουμένης!]

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ποιητής. Μες στα σπλάχνα του σπαρμένος θαματουργός του ονείρου πιάνει ο σπόρος 115 κι είναι σα νους εκστατικός παρμένος φτερουγοφόρος.

Κάτου από τα φτερούγια του πλασμάτων ωραίων για το στίχο του όλα εικόνες, τα ρόδα τ’ Απριλιού και των αρμάτων 120 οι λεγεώνες.

Και μηδέ του πολέμου το κανόνι και μήτε ο γοργοπόταμος του αιμάτου δεν του μαραίνουν τ’ άνθος που μυρώνει τα σωθικά του.

125 Κι εγώ πιστός του τραγουδιού, για τούτο, δεν τρέμω σαν παιδί μπρος στον Αράπη. —Στη φλόγα και στο φόνο και στο κνούτο σε φέρνω, Αγάπη!

Τ’ αχνάρια από τα πόδια σου καινούρια 130 φωτίσματα για τα πατήματά μου, γέλιο είν’ αυγούλας της φωτιάς σου η φούρια στο βράδιασμά μου.

Τα μάτια σου, του ωραίου ω βρυσομάνα, μέσα τους όλα ωραία τ’ αντιφεγγίζουν. 135 Νά! των τσάρων οι αϊτοί με ουρανοπλάνα φτερά αρμενίζουν,

ο πόλεμος, καθώς τον αγναντέψεις, γίνεται κάτου απ’ τη ματιά σου ανάμα, ο Γερμανός της πράξης και της σκέψης 140 είναι το θάμα,

όπου Τολστόηδες, όλα ευλογημένα, όπου Γκαίτε, φως όλα και σοφία. Μα εμένα είν’ όλ’ η αγάπη μου για σένα τώρα, ω ΓΑΛΛΙΑ!

145 Πρώτα της θείας Μητέρας μου το γάλα κι ύστερα εσύ της έρημος το μάννα, εσύ χαρά, οδηγήτρα εσύ δασκάλα, εσύ άλλη μάνα.

Τα κοσμοπατημένα χώματά σου 150 δεν πάτησα, δε μ’ έλουσες, Σηκουάνα, του τραγουδιού μου φέγγος το όραμά σου, εσύ άλλη μάνα.

Ω κελτικές βαλανιδιές και ω κρίνοι γαλατικοί σε λυρικά Παρίσια 155 με τους Ουγκό, μ’ εσάς, ω Λαμαρτίνοι, φτερά, μεθύσια!

Και κρασί με κεράσανε και «υψώσου» μου είπαν — Ντάντηδες, Νίτσε, Ίψεν, οι Σαιξπήροι με τα ιερά τους χέρια στο δικό σου 160 χρυσό ποτήρι.

Παιδί. Κι εσύ πρωτάστραψες εμπρός μου τους ευρωπαίους ξεσκίζοντας τους χάρτες με του λόγου τους Μιραμπό, του κόσμου τους Βοναπάρτες.

165 Δεν είσαι για του τάφου το σκουλήκι, οι θεοί σου ζουν, μ’ αυτούς κι εσύ, Υπατία, σαν τη Δόξα μ’ εσέ άμποτε και η Νίκη, Δημοκρατία!

25 του Αυγούστου 1914