Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο πρόγονος

Στον Άγγελο Σημηριώτη

Η αγρύπνια μ’ έφαγε, μ’ έψησε η θέρμη, κι η νύχτα απέραντη κι η θλίψη μου έρμη, κι ήρθε και στάθηκε κι έσκυψ’ εμπρός μου, αποκρισάριος του κάτου κόσμου· 5 κορόνα τ’ άσαρκου, του αέρα γέννα, αερόχαρα όλα του κι αεροντυμένα, ίσκιος του αθάνατου και του θανάτου, και στόμα που ήτανε το μίλημά του σαν το μουρμούρισμα και σαν το χάδιο 10 μιας πνοής άξαφνα στο τζάκι τ’ άδειο καλύβας που έγειρε κι όπου τη γγίξεις, τρίζει ως να πόνεσε κι είναι να φρίξεις. Κι απάνου μου έσκυψε τ’ άυλο το τέρας σαν κυβερνήτης μου και σαν πατέρας και μου είπε· 15 —Ο πρόγονος εγώ· με ξέρεις; Ο [αριγωμέτωπος] κι ο ανοιχτοχέρης… Από ρηγάδικο κρατιέμαι γένος, μα εγώ είμ’ απόπαιδο της γης και ξένος, και της παράδεισος εγώ εραστής 20 και ουρανοχτύπητος ησυχαστής. Εγώ είμ’ ο πρόγονος, εγώ ο γενάρχης, κι είσαι από μένανε, μ’ εμένα υπάρχεις, σποριάς κι εγώ έσπειρα παντού τη σκέψη κι ο σπόρος έπιασε, δε θα στερέψει, 25 σπέρνω το σπόρο μου, δεν καταλιέμαι, με τον απόγονο ξαναγεννιέμαι, κι όσα κι αν χαίρεσαι από μένα τα ’χεις, γέννα του έρωτα και της αμάχης, κι είσαι ακριβότατος γιος της καρδιάς μου, 30 στερνέ της κλήρας μου και της γενιάς μου.—

Και τ’ αποκρίθηκα· —Κι όποιος κι αν είσαι, πρόγονος, δαίμονας, πλάνταξε, σβήσε. Κι αν έχω μέσα μου τη Φαντασία ψηλή, αστροθόλωτη, σα μια εκκλησία, 35 κι ανίσως κάποτε μου δίνει η σκέψη μια τετραπέρατη καινούρια βλέψη, κι αν κρύβω αγνότητα μες στην καρδιά μου και τις αγάπες μου και τ’ ακριβά μου, γλιστράει στις φλέβες μου, πλάνεμα, ψέμα, 40 κάποιο θολόρεμα, κακό ένα αίμα, και συνεπαίρνει με το κύλημά του, και μ’ όσα σέρνονται πάω, και πιο κάτου, κι η Αγάπη ντρέπεται, και η Αρετή κρύβει το πρόσωπο και κλαίει κι αυτή. 45 Νά ποιές οι χάρες σου, ποιά τα σπαρτά σου, ποιά είν’ η κορόνα σου, ποιά είν’ η γενιά σου!—

Μ’ απιλογήθηκε· —Το στόμα κλείσε, και η θέρμη σ’ έψησε κι άρρωστος είσαι, η αγρύπνια σ’ έφαγε, και θά ’ρθει η μέρα 50 και θ’ αναπάψει σε γλυκιά μητέρα, θα πιεις τον ήλιο της, και θα μερέψει τη μανιωμένη σου κόλαση σκέψη. Όσοι από μένανε γενιά κρατάνε, φτερά τα πάντα τους, κι όλο πετάνε 55 προς τα μακρότατα και προς τα πλάτια, κι έχουν πρωτάγγιχτες κορφές παλάτια· κι ο κακός δαίμονας μες στο σκοτάδι που βασανίζει τους, κι η φλόγα του άδη που καίει νυχτόημερα τα σωθικά τους, 60 θρέφει κρατώντας τα θεία τα φτερά τους· κι έτσι από μένανε, κι έτσι μαζί μου παιδιά κι αγγόνια μου κι απόγονοί μου πρέπει να μ’ έχουνε κρυφή περφάνια και να είναι ολόδροσοι σαν τα πλατάνια, 65 πρέπει να ορκίζουνται με τ’ όνομά μου, στ’ ασημοχρύσωτο το κόνισμά μου το μοσκολίβανο πρέπει να καίνε.—

Ξανά αποκρίθηκα· —Καταραμένε!—