Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος πέμπτος

Γεννήτρα γη, κυματιστά σ’ εσένα είν’ όλα, Ελλάδα! Γιαλός, κι ένα ανατρίχιασμα και στη γαλήνη σου είναι, κορμί γυναίκας, και όλα σου, κι από κορφή ώς τα νύχια, κι ανάερα και καμαρωτά λυγιένται, και σα στέκουν.

5 Καταποτήρας ο Καιρός πέρασε κι από σένα, και, σα ν’ αλλαξοπίστησες και τ’ όνομά σου αλλάζεις, κι ακούεσαι Μεγαλοβλαχιά, και κάτου από τα πόδια του Γόθου, του Ουννογούντουρου, του Σέρβου και του Βλάχου σπαράζεις, καθώς σπάραζες και πρώτα κάτου απ’ άλλα 10 ποδάρια μ’ άλλα ονόματα· μα η Θεσσαλία και πάντα. Σ’ εσέ πρωταναβρύσανε θεοί και ισόθεοι. Χαίρε! Το χώμα σου πολύκαρπο, το ποταμοθρεμμένο, και τα λιβάδια ολόδροσα, χαμπηλά τα λαγκάδια, φυτρώνει το γρασίδι σου βιος, κι είναι σαν το μέλι, 15 και τα γελάδια σου το τρων, πληθαίνουν και θεριεύουν. Σαν το πολύκαρπο το χώμα, η Φαντασία σ’ εσένα κάρπισε, με τον έλληνα το νου γλυκοσμιγμένη και γέννησε ελληνόπουλα ζωγραφιστά, τους Μύθους, και είν’ αρμονίες των ποιητών, του διαλεχτού λατρείες, 20 ίσαμε τώρα αγέραστοι, χαρές του κόσμου ακόμα, κι αγνάντια τους και τίποτε δε στέκεται για ταίρι, και ταίριασμα μονάκριβο τα θαμασμένα Τέμπια, γιατί κι αυτά σα μυθικά, της φύσης Παρθενώνας. Δουλευτικά σου τ’ άλογα, μα οι γιοι σου ανάμελοι είναι, 25 σα χτυπητοί απ’ αγερικά, σαν αποκαρωμένοι, κι απάνου από τ’ αλόγατα κι απάνου από τους γιους σου, φαρομανήτρες, τρόμασμα της νύχτας, οι γυναίκες, οι ξελογιάστρες μάγισσες, στρίγλες, καρποί της γης σου, που τα δεντρόφυλλα μετράν και τ’ άστρα λογαριάζουν 30 και δέρνουν κατεβάζοντας κι αρμέγουν το φεγγάρι, παίζουν απάνου στην παλάμη τα μαργαριτάρια, το σιδερόχοτρο τρυγάν, τ’ αντίψυχο μαζώνουν, τα μαγιοβότανα πιοτά, για κέρασμα, ρουφάμε τον έρωτα ή το σίχαμα, γεια σας χαρά σας, φρένα! 35 Η δόξα σου είναι πιο πολύ στο χάιδεμα του Μύθου κι όσο δεν είναι στη φωνή της Ιστορίας· και λέει την αρχοντιά σου η δόξα σου, πανάρχαια, στων Ελλήνων πρωτογραμμένη το χρυσό βιβλίο κι από την ώρα τη μακρινή που ο Κένταυρος ο αθάνατος, η βρύση 40 κάθε σοφίας και μουσικής, και των θεών καμάρι, τον έθρεψε με τον αφρό και του πουλιού το γάλα, με το μυαλό του λιονταριού, και με ορφική μια λύρα των αντρειωμένων τ’ όνειρο, τον ήρωα που γιομίζει την Ιλιάδα σου, Όμηρε, των τραγουδιών τραγούδι.

45 Και πουθενά δεν έχει η γη μεγαλοσύνη τέτοια, πάντα χυμένη σύμμετρα κι όσο θρασά κι αν είναι, (σα να στοχάζεται με νου μιας τέχνης πάντα η πλάση), και πουθενά δεν έχει η γη μεγαλοσύνη τέτοια σαν την αγεροκρέμαστη μεγαλοσύνη που έχουν 50 οι βράχοι, οι βράχοι, οι βράχοι σου, στης γης σου ολόρθοι το έμπα, κυκλώποι βράχοι της στεριάς, βράχοι του πέλαου σκύλλες, μοναχιασμένοι, απάτητοι, κι άμοιαστοι, τινασμένοι τάχα από ποιό κατακλυσμό προτού τα φέξει ο κόσμος, βράχοι, σα βάθρα, απάνου τους για να δεχτούν, ποιός ξέρει 55 στημένα ποιών ισόθεων αγάλματα και σκιάχτρα και ποιών του κόσμου απαρνητών ασκηταριά, ποιός ξέρει! Βράχοι, που μόνο τ’ ουρανού τα σύγνεφα σαν παίρνουν πρόσωπα χίλια φανταχτά αζωγράφιστα μπορούνε κι αγνάντια στην αγριάδα τους κι ομπρός στην ομορφιά τους 60 να παραβγούν. Και τώρα, λες, ξεπίτηδες φυτρώσαν για να κατευοδώσουνε και να καλωσορίσουν το διάβα του προσκυνητή λαού του νικηφόρου.

Το Πήλιο δασοφούντωτο, τετράψηλη μια βάρδια, τους ξάνοιξε, και οι πλούσιες του βαλανιδιές το βουίξαν 65 και οι θεριεμένες καστανιές, και ο Κίσσαβος τους είδε κι έγνεψε προς τον Όλυμπο που τη θωριά στυλώνει σαν πιο ψηλή κι ακόμα πιο ξεχωριστή, γιατ’ είναι πάντα κρυψώνας και θεών και αρματολών, και κάποιο λόγο που ψιθυρίσανε, γύρω τονε γρικήσαν, 70 τον άκουσε κι ο Σαλαμπριάς που τρέχει ανάμεσό τους βασιλικά και πομπικά, βουνών και κάμπων κύρης, κι αλαργεμένα τα κρατά τα δυο λεβεντοβούνια, γιατ’ είναι πάντα αντίμαχα κι έχει έγνοια μην πιαστούνε, τον πήρε, τονε σκόρπισε στα παραπόταμα όλα 75 που τα χωνεύει μέσα του κι όλο από κείνα πλάθει πλατιό μακριό το ρέμα του και πλείσια την ορμή του. Και νά το Φαρσαλίτικο ποτάμι, νά κι ο αρχαίος ο Απιδανός· το ξέχασε μπορεί και τ’ όνομά του, μα πάντα στο θυμητικό κρατά και μουρμουρίζει 80 πόλεμους και πολέμαρχων περάσματα και λόγια που ομπρός του σταματήσανε να πάρουν κάποια ανάσα γιά συντριμμένοι από ντροπή, γιά στα φτερά της νίκης. Ρεματιές, παραπόταμα, ποτάμια, από την ώρα που πρωτονιώσαν τη ζωή στου Μέτσοβου τα ράχια 85 κι ώς τη στιγμή που χάνονται στης θάλασσας της Άσπρης τ’ άβαθνα, δε θυμήθηκαν ποτέ τους να χυθούνε κι έτσι πλατιά κι έτσι παντού, σκεπάζοντας τα πάντα, σαν τέτοιο ένα ξεχείλισμα, πλημμύρα των αρμάτων, παλικαριών ξεχείλισμα στης Θεσσαλίας τα πάντα 90 προς της Ελλάδας την καρδιά πέρα ίσα στην Αθήνα.

Η ώρα δε σήμανε, δεν ήρθε η λύρα η σκαλισμένη σε ξύλο απάνου δρυϊδικό με τις χρυσές τις κόρδες στ’ ολάσπρο φως των Όλυμπων από της Αρμονίας τα χέρια για να μας το πει το πέρασμα του γόη 95 του στρατοκόπου Αλαμανού και σαν αναβρυσμένου από του Ρήνου τα νερά τα νεραϊδοπαρμένα στη μέση από σκουτάρηδες βαράγγους καβαλιέρους, χτίστη και ξεθεμελιωτή, τραβώντας προς τη Σπάρτη, γαμπρός, για νά βρει της ιδέας τη νύφη, την Ελένη, 100 καθώς την πρωταγνάντεψε στο μαγικό καθρέφτη, πώς αγναντεύουν οι άγγελοι στο θρόνο την Παρθένο, και κόσμοι δυο να σμίξουνε για τον καινούριο κόσμο. Και μεγιστάνοι του η Μαντώ η προφήτισσα, οι Σειρήνες, λάμιες, νεράιδες, κένταυροι, κι αρχαίοι και νέοι δαιμόνοι. 105 Και μαγεμένος κι ο Πηνειός, και νείρεται πως τρέχει φέγγοντας μες στων Ηλυσίων τ’ αμάραντα λιβάδια. Για μέναν’ η ώρα σήμανε. Φλογέρα στοιχειωμένη, κάποιου άλλου διάβα άλλης φυλής, μεγαλοσύνης, άλλης, κι όσο κι αν είμαι ανάξια, νά με, εγώ είμ’ η διαλαλήτρα.

110 Κι από της Γκούρας το βουνό περάσανε, κι ο κόρφος του Ζητουνιού τούς γέλασε το μπλάβο γέλασμά του. Κι ο κάμπος ο κατάσπαρτος που τρέχεις, Αλαμάνα, τους δέχτηκε, και στις μυρτιές μιλήσανε τα βούρλα, τα χαμοδέντρια στα δεντρά και τα δεντρά μιλήσαν 115 προς τα πουλιά· και γέρανοι και περιστέρια, τα όρνια, και οι σιταρήθρες της αυγής ίσαμε τα τριζόνια τα βραδινά, από τον αϊτό στην πεταλούδα, και όλα, κι όσα φτερά κι όσα φωνές, μήνους και χρόνια ζούνε μ’ αυτό τ’ ονειροπέρασμα. Και πήγαν και πατήσαν 120 και το Στενό. Του βασιλιά της Σπάρτης το πλατύναν και των τρακόσων τα κορμιά, το κάμανε σαν κόσμο. Κι είδαν και τον Καλλίδρομο, κι απ’ την Υπάτη απάνου την Καταβόθρα, βίγλα της· και ξεσκεπάζει ομπρός τους νά κι η Αλαμάνα φάντασμα το κάστρο που ήταν όλο 125 χτιστό απ’ ανθρώπων κόκαλα και αλόγων, της το υψώσαν του Νικηφόρου τ’ Ουρανού τα νικηφόρα ασκέρια κατάνακρα στις άκριες της, να το ’χει για προικιό της. Κάστρο, κι ολάσπρο ολόφεγγε στον ήλιο διαλαλώντας τον Έλληνα που ξέκαμε το Βούργαρο. Και κάστρο 130 κι ολάσπρο πάντα ολόφεγγε και στο φεγγάρι, με άλλην ασπράδα. Μόλις το ’γγιζε τ’ ονειρεμένο φέγγος, του ξύπναε μέσα την ψυχή των ξωτικών και κάτι το ’κανε που ήταν πάγανο και τυλιμένο κάτι σφιχτά σε νεκροσάβανο με χίλιες μύριες δίπλες. 135 Πάγανο, και στα πόδια του κυλούσε κι η Αλαμάνα το ρέμα της και κοίταζε να το δροσολογήσει μην ξεδιψάσει στα στερνά και λίγη ανάπαψη έβρει όσο που τ’ αβασίλευτα τα μάτια να σφαλίσει. Γιατί διψούσε μια σκληρή, παντοτινή μια δίψα, 140 γιατί και πάντα απόμενε στοιχειό καταραμένο το μέγα καυκαλόκαστρο, μήτε που του φελούσε το κρύο νερό, μηδέ νερό διψούσε· γύρευε αίμα. Το αίμα διψούσε και ήθελε, το αίμα το χυμένο στης Αλαμάνας τα βαθιά, το αίμα το περίσσιο 145 να πάρει από τον πόταμο, και να το ξαναβάλει στις φλέβες, και να ξαναμπεί στην πλάση και στη ζήση. Και της Κωσταντινόπολης ο βασιλιάς ο βράχος, σαν είδε με τα μάτια του το στοιχειωμένο κάστρο, δεν πρόφτασε το πέρασμα στα σπλάχνα του να κόψει 150 κάποιας πνοής που θα ’λεγες ανατριχίλα θά ηταν, αυτός που τ’ ανατρίχιασμα δεν το ’νιωσε ουδέ τότε (στην ώρα την ανάξια του και στη σκληρότατη ώρα) που από μπροστά του πέρασαν κατά την προσταγή του στου τυφλωμού την κόλαση για πάντα βυθισμένοι 155 του συντριμμένου Σαμουήλ οι αντρείοι πολεμιστάδες, από στραβό μονόματο συρμένοι ο κάθε λόχος, και στην αδήγητη όψη τους, της μοίρας μπαίγνιο, ο τσάρος ξαφνοχτύπητος έπεφτε σαν απ’ αστροπελέκι.

Και πάνε προς τα Σάλωνα, και οι καταρράχτες όλοι 160 μέσ’ απ’ τα σύλλογγα βουνά τούς βροντοχαιρετήσαν. Τα περιβόλια φουντωτά, και μες στη βλάστηση όλη νά σαλωνίτισσα κι η ελιά πιο αδρή, πιο φουντωμένη. Της Αττικής ιερή κι η ελιά και της ιδέας εικόνα, κι εδώ καλοπιθύμητη σα μεστωμένη σάρκα. 165 Μαυρολογάνε τα βουνά μέσ’ από έλατα άλλα κι άλλα μέσ’ από σύγνεφα. Λαγκάδια και λιβάδια, και είναι χορτάτα από νερό, και πλούσια κι από δέντρα, και σα γνοιασμένους λογισμούς απλώνουν κάποιους ίσκιους, πρινάρια και βαλανιδιές, οι πεύκοι, τα πλατάνια, 170 άλλα στους βράχους καρφωτά και στις κορφές ολόρθα, κι άλλα σκυφτά στις ποταμιές, πάντα μ’ αυτές δεμένα. Και μέσ’ απ’ τον Καλλίδρομο και από την Οίτη μέσα και μέσ’ από τον Παρνασσό τα ρέματα και πάντα φιδοκυλάν και χύνονται παιγνιδιστά στον κάμπο 175 κι όσο να βρουν τον Κηφισό να τα γοργορουφήξει, και σα να κοντοστέκονται ζητώντας να ταιριάσουν με του στρατού το πάτημα και το δικό τους δρόμο. Κόρφοι, ποτάμια, διάσελα, κάβοι, ζυγοί, κλεισούρες, βουνά που ξεχωρίζουνε μονά, βουνά δεμένα 180 το ’να με τ’ άλλο, ξακουστά βουνά, βουνά σβησμένα κι από τη μνήμη του θνητού κι άσβηστα πάντα μέσα στην πλάση την τετράπλατη, μ’ όποιο όνομα αν ακούνε, της Λιάκουρας, του Μέτσοβου, της Γκούρας βουνοτόπια, Βαρδούσια, Γκιώνα, Οξιά, Χλωμέ, Προφήτη Λια, Βελούχι, 185 κι εσύ κορφή του δίζυγου του Πίντου, Περιστέρι, και ω ράχη που το χάρηκες το μακελειό του οχτρού σου από χαντζάρι ελληνικό και κράζεσαι από τότε Βουργάρα! Με των πεύκω σας τις μοσκοβολισμένες πνοές, και με τα ελάτια σας λαμπαδωτά πιο απάνου, 190 κι αλλού ψηλά με τους γυμνούς ζυγούς και με τα χιόνια, τους είδατε· τους βλέπετε κι ακόμα στα όνειρά σας που ξαγναντεύουν πιο μακριά κι απ’ των αϊτών τα μάτια!

Τον Παρνασσό αγναντέψανε, κι ένα παιδί, στρατιώτης, θυμήθηκε της μάνας του, και σαν ψαλμό, έναν ήχο 195 και απλό και μυστηριακό, και μύριζε θυμιάμα: —Σε μια πλαγιά της Λιάκουρας μιαν εκκλησιά χτισμένη, μιαν εκκλησιά κλεισμένη. Κι όποιος περνά φωνές γρικά σαν κάποιοι μέσα να ’ναι και να δοξολογάνε. 200 Κι όταν κυλά η νεροσυρμή κι όλα τα ξεριζώνει, καθώς κοντοζυγώνει στην εκκλησούλα την κλειστή, το δρόμο της θ’ αλλάξει, να μην τηνε πειράξει.—

Γρικά τον ήχο ο Παρνασσός και το λαό αγναντεύει, 205 τραγούδι αρχίνησε κι αυτός, γιατί τραγούδι είν’ όλος, ασώπαστο, ριζόκορφα, σαν τη Φλογέρα εμένα. Και το τραγούδι το είπανε τα στόματα και οι λύρες των όσα ανθούνε και πετάν κι όσα κυλάν και στέκουν στα πλάγια, στα λαγκάδια του, στα σπήλια, στις κορφές του:

210 —Διπλές εμένανε οι κορφές, διπλό και τ’ όνομά μου, ο γέρος είμαι ο Παρνασσός και η Λιάκουρα η λεβέντρα. Κι είμαι σαν ένα αντρόγενο, κι είμαι σα δυο, σαν ταίρι σφιχτοδεμένο αχώριστο, μια πλάση κι ένας κόσμος, π’ όσο κι α δείχνονται άμοιαστα, τα κάνω εγώ και μοιάζουν. 215 Είμαι άντρας κόσμος και γυναίκα πλάση· αρχαίος κόσμος, νιος ήλιος πάντα στ’ ουρανού του νοητού τ’ αστέρια. Τα δυο τα πάναγνα, το φως και το νερό εδώ πέρα, πήρανε σάρκα, γίνανε πλάσματα, γίναν πλάστες και το ’να υψώθηκε θεός, Απόλλωνα τον είπαν, 220 και τ’ άλλο βλάστησε θεά, κι είναι η θεά, είν’ η Μούσα η εννιάδιπλη κι η εννιάψυχη κι η εννιά φορές μητέρα. Κι αγάπες πλέξαν και χορούς χορέψαν εδώ πέρα θεϊκούς η δροσοστάλαχτη κι ο φωτογεννημένος. Και νά! στα πόδια μου ο ναός ο αλαφροκαμωμένος 225 με το κερί της μέλισσας και το φτερό του κύκνου, καρδιά της γης, προσκύνημα της οικουμένης· το αίμα του δράκοντα τού στοίχειωσε τα θέμελα· και πέσαν απ’ τ’ άστρα κι οι αστραπόπετρες, και τα δελφίνια πλέξαν απ’ τους γιαλούς, και δούλεψαν για τη δική του δόξα. 230 Κι έσμιξε με το βόγκο μου της δελφικής προφήτρας τ’ άγιο το παραμιλητό, κι η Κασταλία ποτίζει τον Πήγασο και υψώνει τον, κι όλα τα μπαλσαμώνει. Κι αντάμα με τον κόσμο εμέ, που δίχως να πεθάνω, χάθηκα και ξανάλαμψα στο ψήλος της Ιδέας, 235 εγώ είμ’ η πλάση, από φωτιά και από δροσιά και σάρκα, και χέρια σου και μάτια σου κι αφτιά σου τα γιομίζω με το κορμί, με τη γραμμή, και με τον ήχο, κάθε φορά που εμένα με γρικάς, με ψηλαφάς, με βλέπεις. Κι εγώ ειμαι σαν ξεχειλιστή κι απάνω στον καιρό της 240 γυναίκα, που ετοιμάζεται να ρίξει τον καρπό της, κι εκεί που είν’ ετοιμόγεννη, πανώρια πάντα στέκει. Τώρα οι θεοί και οι θέισσες πια δεν είναι, μια για πάντα κι οι λειτουργοί, οι προφήτισσες, τα τάματα, οι παιάνες, τ’ αγάλματα, οι χρησμοί, οι ναοί, κι οι θησαυροί, και η νιότη, 245 παν όλα· πάνε τα είδωλα, θαμμένα, ασβολωμένα, βάρβαροι τα συντρίψανε και Γαλιλαίοι τα διώξαν, και δαιμόνοι γινήκανε και σκιάχτρα του άλλου κόσμου· όσο που νά ’ρθει ένας καιρός να ξαναϊδούν τον ήλιο, μες στ’ αργαστήρια του σοφού, του ωραίου μες στα μνημούρια, 250 και λείψανα και τρίμματα να ξαναλατρευτούνε πιο γυρευτά και πιο ακριβά κι από το κάθε ακέριο. Για πάντα η ζωντανή ζωή σάς έχασε, για πάντα· μα εγώ δε χάθηκα μ’ εσάς, και πάντα υπάρχω· νά με! Και μ’ όλα τα διαβατικά και με τ’ απέραστα όλα, 255 και μ’ όσα ονείρατα είσαστε και μ’ όσα πράματα είστε· κι οι αφροί και οι πέτρες ζουν εδώ μια ζήση αδερφωμένη. Όλα είν’ αφροί και ονείρατα. Γιατί ο Θεός που υπάρχει απάνου από θεούς θεός κι ένα όνομα δεν έχει, να τα χαλάσει βιάζεται, τρανά, μικρά, όσα πλάθει, 260 κι όσα είν’ ωραία και γονατά η ψυχή να τα λατρέψει. Και δυνατά και στανικά, με τη σπουδή την ίδια το χέρι του ξολοθρεμού το βάζει απάνου σ’ όλα, κι ό,τι θωρεί που ράγισε σεισμός, τ’ απογκρεμίζει. Όχι γιατ’ είν’ αδιάφορος κι αλύπητος ο Πλάστης· 265 είναι κρυφός και αμίλητος κι αξήγητος ο Πλάστης· όλο τραβά και μάχεται να καταφέρει κάτι, θεός απάνου στους θεούς, που ασύγκριτα ν’ αξίζει. Κι όσα παλιά και τρικλιστά παραμερίζει τα όλα, για να τον τρέχει ανέμποδα το μυστικό του δρόμο, 270 μπορεί προς κόσμο πιο μεστό από τούτο και πιο ακέριο.

Εγώ ειμ’ η πλάση η δίκορφη που δείχνομαι μακριάθε με καισαρίκι κάτασπρο, και με στολή γεράνια, κι εμένα είναι τα πλάγια μου κι είν’ οι ζυγοί μου, πότε γυμνοί και ροδοκόκκινοι, και πότε μου φορούνε 275 την καταχνιά πουκάμισο, το σύγνεφο μαντίλι· σαν το δοξάρι τ’ ουρανού, τα χρώματα όλα τα ’χω, ταιριάζοντάς τα όπως ποθώ, φορώντας τα όπως θέλω. Κι οι βράχοι είναι τα κάστρα μου, τα ελάτια είν’ ο στρατός μου, και τα πουλιά μου είν’ ο λαός, κι οι αϊτοί μου οι πολεμάρχοι. 280 Στην πιο ψηλή μου την κορφή, στο απάτητο Λυκέρι λάμπει σαν το ηλιοπάλατο παλάτι κρουσταλλένιο, και κάθεται ο Κατεβατός μέσα ταμπουρωμένος, τύραγνος μέσα στα στοιχειά, των άνεμων ο δράκος, και το πρωτοπαλίκαρο κι ο αποκρισάρης μου είναι. 285 Κι όσο δροσάτες μου οι πηγές, τόσο οι πνοές μου χάιδια, κι όσο βαθιές μου είν’ οι σπηλιές, τόσο απλωτές μου οι στέρνες για τα καλά κοπάδια μου που φέρνει τα εκεί πέρα μέσ’ απ’ τα βοσκοτόπια μου καλόθρεφτα ο τσοπάνος να ξεδιψάσουν. Τίποτε δεν καταφρόνεσα· είναι 290 κι η στρούγκα εμένα δόξα μου, καθώς θα μού ηταν ένας ναός, κι ακούω το λάλημα του κούκου με το ίδιο θρησκευτικό λαχτάρισμα που ακούω κι απάνωθέ μου να πολεμάν τα νέφελα και ν’ αστραποβροντάνε. Το γάλα απ’ τις αρνάδες μου κερνώ, λευκό μεθύσι, 295 και το πλατύ καρπόφορο λιβάδι μου μεστώνει ο βλογημένος μου καρπός, τ’ ολόξανθο σιτάρι. Έχω κι εγώ τις πίκρες μου και τα σαράκια μου, έχω τις έγνοιες μου και τους καημούς που καίνε και λιγνεύουν, τις νύχτες μου αξημέρωτες, έχω τους λογισμούς μου 300 που αινίγματ’ αξεδιάλυτα μέσα τους παραδέρνουν, και που όσα δείχνει κι όσα κλει σκληρά και μαύρα ο κόσμος μέσα τους ξαναδείχνονται και ξανακλειένται χίλιες φορές πιο μαύρα, πιο σκληρά ξαναδομένα, οϊμένα! Και ξανακούεται μέσα μου το μοιρολόι του κόσμου 305 ξεχειλισμένο πιο πικρά, σαν από πλήθος γλώσσες. Κι ανίσως δεν πιστεύετε, γιά ελάτ’ εδώ και ψάχτε κάποιες μου τρύπες, κάποιες μου σπηλιές που δεν τον είδαν ποτέ τον ήλιο, φυλακές παντοτινά και κλειούνε μέσα τους κάποιες ξωτικές, και κείνες όλο κλαίνε, 310 σκλάβες, τον ήλιο π’ αγαπάν κι αποζητάν του κάκου, και στάζουνε τα δάκρυα τους και γίνονται πετράδια. Και μοναχός ο αντίλαλος πονετικός πααίνει καμιά φορά και τις ρωτά κι αυτές τού απολογιένται σκούζοντας μ’ αναφιλητά και δέρνοντας τα στήθια, 315 κάνοντας σάμπως εκατό και σάμπως χίλιες να ’ναι. Κι αν κανείς άνθρωπος ποτέ το πάτημά του φέρει ξεταχτικός πέρα ώς εκεί με του δαυλιού τη λάμψη, κάτω απ’ τη λάμψη του δαυλιού σέρνεται πιο μεγάλο και ξετυλιέται πιο πυκνό το σκότος εκεί μέσα. 320 Και τώρα μες στα σπίτια μου και κάτου απ’ τη σκεπή μου και σα να μού ητανε γενιά τονε φιλεύω απ’ όλα τον άνθρωπο ασημάδευτο από γένος κι από δόξα, που είναι βοσκός με πρόβατα και με φλογέρα ψάλτης, γιά των παλιών προσκυνητής, γιά κάνας ερμοσπίτης, 325 ή με τ’ απελατίκι του κανένας απελάτης. Γιατί αγαπώ τους ταπεινούς και του απλούς, κι εκείνους τους αντρειωμένους, κι αγαπώ και τους αποδιωγμένους του κόσμου, πὄρχονται σ’ εμέ και δεν τους λαχανιάζει τ’ ανέβα μου, ούτε το τραχύ της όψης μου τρομάζουν. 330 Κι έρχονται προς το λυτρωτή για νά βρουν την ανάσα, και να κρατήσουν την τιμή, και λεύτεροι να μείνουν, και να ξανάψουν τη φωτιά, καινούρια να ρουφήξουν ορμή με τον αέρα μου και με το κρύο νερό μου. Γιατί στη χώρα είν’ οι κακοί κι οι οκνοί, στον κάμπο οι σκλάβοι. 335 Και τα περιμαζεύω εγώ, κι εγώ τα διαφεντεύω το χέρι που αντιστέκεται, το στόμα που είναι βρύση του τραγουδιού. Και φτάνει μου. Θυμάμαι τις προάλλες οι πέτρες μου από πάτημα βαριό γοργοκυλήσαν, μου τρίξαν τα χαμόδεντρα, μου ρέκαξαν τα όρνια, 340 και βλέπω, σκαρφαλώνουνε, και βλέπω, δρασκελάνε τα βράχια και τα πλάγια μου λεύκες κορμιά, λεβέντες. —Τ’ είσαστ’ εσείς; —Καλά καλά δεν ξέρουμε· μα πες μας της Ρωμιοσύνης ορφανά, της Μοίρας αποπαίδια. —Πούθ’ έρχεστε; —Απ’ τον Έλυμπο. —Στο θείο τους πανηγύρι 345 μήνα σάς είχαν οι θεοί οι μακάριοι καλεσμένους να σας ποτίσουν το κρασί το ουρανικό εκεί όπου σ’ αέρα μέσα ολόφωτο και το κορμί φως είναι; —Παράξεν’ είν’ η γλώσσα σου, κι ο νους μας δεν τη βάζει. Στον Έλυμπο όρνια φώλιασαν, και λύκοι εκεί μονιάζουν, 350 κι οι λαγκαδιές του αρίφνητες κι ανέγγιαγα τα χιόνα, και τα λημέρια είν’ άπαρτα, κι είν’ αποφασισμένα τα παλικάρια τα γερά με τ’ άρματα στα χέρια. Στήσαν τα μετερίζια τους εκεί και τα ταμπούρια και τη ζωή του λεύτερου ίσα κει την ανεβάσαν 355 για μια καινούρια ανάσταση και για μια νέα πατρίδα. Και τώρα μοιραζόμαστε· κι όπου βουνό, λημέρι. Κι ήρθαμε και σ’ εσένανε, παππού, κι εδώ ν’ ανάψει με του πολέμου τη βροντή η φωτιά μας. Της ιδέας πλάστες κι εμείς με τ’ άρματα. —Καλώς τα παλικάρια! 360 Εγώ είμ’ ακόμα ο Παρνασσός, τώρα κι η Λιάκουρα είμαι, κι εγώ είμαι πάντα η εκκλησιά που σε καιρό κανένα δεν της απόλειψε ο Θεός μ’ όποιο όνομα αν τον κράξεις.

Κι εσείς που μεγαλόπρεπα διαβαίνετε αποδώθε και τρέμει και βουλιάζει η γη με τα πατήματά σας, 365 δυσκολομέτρητοι λαοί και απόκοτοι, φερμένοι απ’ τον αλύγιστο Ήρωα, το ρήγα καβαλάρη που ξεχωρίζει απ’ όλους σας κι αξίζει ο ένας όλους, χίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ’ τα κορμιά σας, και στις ματιές σας οι φωτιές χίλιων πολέμων καίνε, 370 κι είστε σα να πηγαίνετε πια όχι σαν και πρώτα στα ξαφνικά και στα γραφτά ξολοθρεμών κι αιμάτων, μα κάπου αλλού, χαρούμενα και γιορτερά, προς κάποιο θρησκευτικό προσκύνημα και μέγα πανηγύρι, παραστρατίστε, ακούστε με, λαοί, κι αλλάχτε δρόμο, 375 κι ελάτ’ εδώ και σκύφτ’ εδώ και διπλοπροσκυνήστε πιο άξια κι από πιο σιμά τον όποιονε θεό σας, από τα κορφοβούνια μου. Και το προσκύνημά σας θα το δεχτούν και θα την παν ψηλά την προσευκή σας άγια κι αχεροκάμωτα κονίσματα πανώρια 380 που φέγγει τους η ακοίμιστη χρυσοκαντήλα του ήλιου, όλα όσα στέκονται σπαρτά και τ’ αγναντεύω αράδα, από τα Σάλωνα εδωδά στη θάλασσα ίσα κάτου τη θεσσαλονικιώτικη κι ακόμα ώς τ’ Αγιονόρος, ρωμαίικοι κάβοι και βουνά κι όλα τα περιγιάλια 385 που παίζουν πάντα ερωτικά και σμίγουν με τους κόρφους, όλα όσα ορθά στυλώνονται κι αναπαμένα γέρνουν, τα γαλανά, τα πράσινα, και τα ματοβαμμένα, από το σταυραδέρφι μου τον Ελικώνα ώς πέρα στου μακρινού τετράψηλου Ταΰγετου τη βάρδια.—