Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος τέταρτος

—Κοντάρια, όπλα πετρόβολα, κριάρια, σκορπιοί, σφεντόνες, μεριάστε, ορμή του πέλεκα, του δοξαριού ριχτιά. Της γης οι στρίγλες τρέμουνε και του νερού οι γοργόνες τη μαγική φωτιά. 5 Μια σκύλλα από την άβυσσο, μια φούρια από τον άδη, κατούνες, κάστρα, κάτεργα, τα καταλεί, γητειά. Γήταυροι, σμύρνες, όχεντρες, όλα τ’ αγρίμια ομάδι νά την η ογρή φωτιά! Του Κωνσταντίνου οδηγητής ο αρχάγγελος πετούσε 10 κι η Ρώμη η νέα ξεφύτρωνε. Στη δίπλα την πλατιά κρυμμένη τής ολόλαμπρης φτερούγας του κρατούσε τη φτερωτή φωτιά. Και του μεγάλου βασιλιά χάρισμα πιο μεγάλο, σε μια γοργή κι από σιωπή κι από αστραπή ματιά, 15 με το ’να χέρι του άφησε την Πόλη και με τ’ άλλο τη μυστική φωτιά. Και της στεριάς αρματολή και του πελάου κουρσάρα κι από τους κάβους του Μοριά πέρα ώς την Ευφρατιά, μες στη νυχτιά αστραποκαμός, μέσα στη μέρα αντάρα 20 του Γένους η φωτιά. Κοντάρια, όπλα πετρόβολα, κριάρια, σκορπιοί, σφεντόνες, του τσεκουριού κοπάνισμα, του δοξαριού σαϊτιά, σκουριάζουν τ’ άρματα, οι πολέμοι αλλάζουν, οι αιώνες πάνε, μα νά η φωτιά! 25 Χαρά σ’ εσάς, Ελλαδικοί, δόξα σ’ εσάς, Πολίτες, δράκοι και δρακοντόπουλα, ρωμαίικη λεβεντιά, σας έφαε, Βούργαροι, Άβαροι και Ρούσοι και Αραβίτες, η Ελληνική φωτιά!—

Άκου, από θέματα λογής, μέσα στα νούμερα, έτσι 30 στρατιώτες της παραταγής, λεβέντες του φουσάτου την τραγουδάνε την πυρή φωτιά, την ογρή φλόγα, χάρισμα μέγα, μυστικό πιο μέγα, που τυλώνει του Κράτους του βυζαντινού τη φλέβα από αιώνες. Καλό είναι το ταξίδι τους, έπαψε το σεφέρι, 35 Πόλεμε γαύρε ανύσταχτε, σαν αποκαρωμένος, τραβάν την Αθηνιώτισσα να διπλοπροσκυνήσουν, μες στα φηκάρια τα σπαθιά, τα φλάμπουρα ανεμίζουν. Καισάροι, εξάρχοι, μάγιστροι, δομέστικοι, δουκάδες, ταξάτοι, ταξιδιάρηδες, ακρίτες, απελάτες, 40 σπαθάρηδες, δρουγγάρηδες, καβαλαραίοι, αρμάτοι, καπεταναίοι, αρχοντολόγια, ταπεινοβγαλμένοι, από τα Δωδεκάνησα και πέρα ώς την Ισλάντα. Λίμιτα, νούμερα, σκολές, των ασκεριών ξεφτέρια, θεληματάροι, ρογιαστοί, κατάφραχτοι, αλαφρίτες, 45 του δυνατού αγγαρέματα, μαζώματα του ανέμου, και κάθε χώρας και φυλής, γνώμης, καρδιάς και γλώσσας, των τετραπέρατων πουλιά, ζούδια των κόσμων όλων, και κάτου από ’να λάβαρο, και κάτου από μια διάτα, και η σκέπη τους ένα όνειρο, κι εσύ, μια ιδέα, τους δένεις, 50 η Πόλη η Βοσπορίτισσα, του Κωνσταντίνου η κόρη.

Μα εγώ φλογέρα μυστική και ονειροχτυπημένη το καταλόγι τεχνικά δε δύναμαι να πλέξω, για να ιστορήσω ξάστερα και να σκαλίσω απάνου στου λόγου μου το μάρμαρο με πράξη και με τάξη 55 των πελεγρίνων τους λαούς και των αντρείων τις όψες. Σε μιαν ονειροφαντασιά που σβει μόλις αστράψει, περνάνε, θάμπωμα στα μάτια, και στ’ αφτιά βαβούρα, και ξαναλέω κι αντιλαλώ και παίζω, σα να δίνω μάκρεμα κάποιο μουσικό στου ονείρου την εικόνα. 60 Έτσι ένας που προσπέρασε γοργά και ξεγνοιασμένα και με της νιότης την ορμή που αλλού θα του κρατούσε το λογισμό του καρφωτό, έτσι ένας από ξένη χώρα που νιος προσπέρασε, και τη θυμάται ξάφνου κι από καιρό, της ξένης χώρας δε φυλάει καθάριο, 65 για να ξαναζωγραφιστεί, τίποτε μες στο νου του, και του διαβαίνει από το νου ξανά και του προβάλλει μακρινό κάτι και θαμπό κι άφραστο η χώρα η ξένη, μα πάντα σάμπως πρόσωπο ξεχωριστό, που κάπου μας έγνεψε κι απάνου μας τα κάρφωσε δυο μάτια 70 και πια δεν ξεριζώνονται μέσ’ από την καρδιά μας. Της επικής μου θάλασσας τη γαληνιά τη δέρνουν παθητικές ανεμικές και λυρικά μελτέμια κι όλο αρμενίζει στα ήσυχα νερά της το καράβι μιας φαντασίας ανήσυχης, πάντα οραματισμένης· 75 και τώρα το καράβι μου γιομάτο αρματωμένο, προσκυνητή αυτοκράτορα, από σε και το στρατό σου!

Διαβαίνουν οι παραταγές και το καθένα αλλάγι, τα πανωκλίβανα ριχτά, κι οι αρματωσιές αστράφτουν. Και οι στρατιώτες οι Έλληνες ολούθε καλεσμένοι 80 από του Ταίναρου τα σπήλια ώς τα λαγκάδια του Αίμου. Σε τί όνομα ν’ ακούν; Και ποιοί; Πώς να τους ξεχωρίσω; Και βιαστικοί και ανάκατοι και η ζωγραφιά τους βγαίνει κι εδώ θαμπή κι εκεί σβηστή κι από ’να μαύρο βάθος, γλιστρά, αλαργεύει, αποζητά να ξαναμπεί στη νύχτα.

85 Κεφαλονίτες. Κρέμεται στ’ όνομά τους απάνου των απαλών Εφτάνησων η αξιοσύνη. Και είναι κι από τη μοσκοβολιστή Ζάκυθο. Λευκαδίτες, που ξέρουν από αρματολούς, κι είναι καρδιά γιομάτοι. Παιδιά κι από την Κέρκυρα, της Πόλης πιστή, πάντα 90 κι από τον ξένο ματιασμένη, στο έμπα καθώς στέκει του γονικού τού παλατιού, της ρήγισσας που μέσα κάθεται, βεργολυγερή πορτοφυλάκισσα. Είναι κι από την Κρήτη, απ’ το νησί που δε γερνά, δε γέρνει, και ηρωική πνοή το ζει και μια έπαρση μεγάλη, 95 και, σκλαβωμένο, ασκλάβωτο, πάντα είναι για να δίνει της λευτεριάς μαθήματα και να ποτίζει με αίμα της πατρικής γης το άνυδρο δεντρό, θεριεύοντάς το. Και Κρητικοί, και της στεριάς και του πελάου πετρίτες, πάντα το σίδερο ζωστοί, με σείσμα και με διώμα, 100 και στο βουνό και στο κατάρτι απάνου βαρδιατόροι. Κι από του Πενταδάχτυλου τα ριζοβούνια, κοίτα! Χολιαστικοί, αλαζονικοί, μ’ όλα τα καταφρόνια, κι άσεβοι προς την αφεντιά, και σε δικούς και ξένους σκληροί, με κύρη τους το κούρσος, ερωτιά το κέρδος, 105 πρωτομαστόροι της χωσιάς, και μέσα τους κρατώντας, και χριστιανοί κι ας λέγονται, μια σπίθα από την πίστη των τσακισμένων είδωλων, των πρωτινών Ελλήνων, ακόμα αχώνευτη σε στάχτη μέσα. Νά οι Μανιάτες! Κι είναι όπως είναι οι βράχοι τους, και σουβλεροί και ολόρθοι, 110 και ολόγυμνοι και απάτητοι και ξεμοναχιασμένοι, τα Κακοβούνια, ο Ματαπάς. Κουρσάροι για κουρσάρους. Και βρίσκονται και πλάι μ’ αυτούς, μόνο μ’ αυτούς μονιάζουν, κι άλλοι ανυπόταχτοι, στερνοί και μετρημένοι, αρχαίων, σβησμένων Όλυμπων πιστοί, και καλογεροφάγοι. 115 Κι από τις χώρες του Μοριά τις προεστές φαμέγιοι, βουργήσιοι, αρχόντοι, από προνιές κι από καστελανίκια, κι από τα κάστρα τα μικρά που απάνω στα μεγάλα τραχώνια σάμπως ριζωτά, κι άπαρτα σάμπως να ’ναι. Κι από τη Λακοδαιμονιά, τη φουμισμένη ακόμα, 120 πὄχει τους πύργους, τα καλά τειχιά με το χορήγι, κι από τις καστροφύλαχτες τέσσερις πολιτείες της Κόρθος, του Άργους, του Αναπλιού, της Μονεβάσιας, άντρες. Γεια σου χαρά σου, Αργολική, το στρατιωτόπι εσ’ είσαι, το πλούσιο πάντα, και η φιτιά, και βγάζεις παλικάρια. 125 Κι από την Πάτρα που λατρεύει σώστη καβαλάρη τον άγιο Αντρέα της και μπροστά κι ίσαμε την Κορώνη, κι από τα κάστρα στους γιαλούς οπὄχουν τους λιμιώνες, κι από τα κάστρα τ’ αχαμνά που από σπαθιού τα παίρνεις, κι απ’ τα δυσκολοπάτητα που είναι σε βραχοσπήλια 130 γιά σε μεγάλα και πλατιά βουνά, κι από τα μέρη που είναι στους κάμπους με τειχιά περιζωστά και πύργους, κι από τη βοστιτσάνα γη, κι από την Καλαμάτα την έμνοστη, με τα νερά, τα πλήθια τα λιβάδια, το μοναξό το κάστρο της και σάμπως μοναστήρι, 135 κι απ’ τα βουνά που άλλα σαν κάστρα από τη φύση στέκουν κι άλλα σαν αποκόμματα, κι από τα δυναμάρια, κι από τα κάστρα τα λογής που είναι κλειδιά των τόπων, κι από τα ποροφάραγγα και από ζυγούς και δρόγγους, χώρες, χωριά, πολεμιστές προσκυνητές, φερμένοι.

140 Κι άλλοι, από τ’ άγγιχτα βουνά κι απ’ τα κλεισμένα κάστρα, την πατρική κληρονομιά κρατάν αψεύτιστη, όσο κι αν τη φυράναν οι καιροί· κι άλλους, παιδιά της χώρας, των ανοιχτόκαμπων κορμιά, ζει μια ψυχή από ξένο φύσημα πρωτοστάλαχτη, πρωτοζωντανεμένη, 145 πνοή λατίνα, βλάχισσα, κι απάνου απ’ όλα σλάβα. Μα ή ρωμιογέννητοι, ή ρωμιοί, ή τουρκόσποροι, μια πίστη, και γλώσσα μια, και ιδέα μια, και μια ψυχή· ένα Γένος. Κοπρίσματα, ανεμοριπές, κλαδέματα, πλημμύρες σταλώσανε ή λυγίσανε το δέντρο· δεν τ’ αλλάξαν.

150 Κι από την Αδριανόπολη, τη χώρα τη μεγάλη, σολντάτοι, της Νικόπολης, του Δυρραχιού, της Άρτας, κι αφέντες απ’ την Έγριπο κι απ’ τα νησιά δουκάδες, παιδόπουλα, αρχοντόπουλα. Και της Θεσσαλονίκης βλαστοί, πρωτοπαλίκαρα, και πολεμάρχοι, μέσα 155 κι από τη γη που ιέρισσα και καπετάνισσα είναι, στο ’να της χέρι το σπαθί και στ’ άλλο το βαγγέλιο, και του πελάου και στεριανή, και στο ρωμαίικο Γένος αφρός από τη δόξα του κι από τη δύναμή του. Μακεδονίτες ποταμοί, μακεδονίτες άντρες 160 ανταμωμένοι απάνου της θεριεύουνε και στέκουν κι αντρειεύονται του Βούργαρου και τον κρατάν το Σλάβο. Κι απ’ όσους του Ασπροπόταμου το ρέμα θρέφει τόπους, Βραχώρια, Αϊτοί, Αγγελόκαστρα, Βόνιτσες, Καρπενήσια, κεφάλια του Ξερόμερου, του Βάλτου παλικάρια. 165 Και Ζητουνιάτες και Θηβαίοι και νά, και μετρημένοι, κι απ’ την ολόχρυση Αττική, του Λόγου τη μητέρα. Άλλοι πιο νέοι, πιο φανταχτοί, και πιο παλικαρίσιοι, μα κι οι Αθηνιώτες πιο όμορφοι ξάγναντα στ’ άλλα γένη, με τα καβάδια τ’ αρχαϊκά και τα ψηλά τα σκιάδια, 170 σα να φυλάνε στ’ άρματα και στην κορμοστασιά τους από μια δόξα κι από μια σοφία, σβησμένες, κάτι. Κι η Λιάκουρα της Λιβαδειάς και η Γκιώνα του Σαλώνου με τον ανθό της αντρειοσύνης, και το Γαλαξίδι, κι από τ’ ωριοτριγύριστο κάστρο του ταξιδιώτες. 175 Γιάννενα εσείς, Άγραφα εσείς. Κι από τα κορφοβούνια της Ρούμελης οι αρματολοί, που, αργά γοργά, γραφτό είναι σταίνοντας τα λημέρια τους εκεί που λημεριάζουν οι λύκοι, τ’ αγριογούρουνα, διωγμένοι ολούθε, εκείνοι να διαφεντέψουν την ψυχή του Γένους και τη δόξα.

180 Δεν ξεχωρίζονται. Ακλουθάν κολίγοι και ξωμάχοι, και σέρνουν τα φοράδια τους, και βόιδια και αγελάδες, και τα σκυλιά και τα ονικά, κι αριφνισμό δεν έχουν. Δύσης και Ανατολής λαοί, στον τσίρκο και στη τζούστρα πανηγυριώτες γιορτεροί σα να τραβάν, μα πάντα 185 πρόθυμοι να διαφεντευτούν, ορθοί να πολεμήσουν, και πάντα σα να καρτεράν το πρόσταγμα που κράζει: «Τις πίκες γείρτε προς τη γη! Σωπαίνετε. Σταθείτε! Και τις αναμεσάδες σας πιάστε! Κι εμπρός! Χτυπάτε! Κι απάνου τους! Και πάρτε τους!» Κι από τη θάλασσα είναι 190 της Έπαχτος που η Βενετιά τη μάτιασε, απ’ την Κύπρο που είναι και κείνη ξακουστή παλικαριών γεννήτρα και τραγουδιών, ευλογημένη από την Αφροδίτη πάντοτε, που ήτανε θεά, και τώρα η Ρήγαινα είναι κι η αγέραστη, κι η αντίμαχη του Διγενή, και τ’ άστρο 195 το αμάντευτο που το νησί θαμπώνει με το φως του. Κι από τα καβαλαρικά τα θέματα βγαλμένοι Μακεδονίτες, Θεσσαλοί, Θρακιώτες, Ηπειρώτες· τ’ άρματα τα βυζαντινά σε τούτους πρώτα πρώτα, γιά τιμηθούν, γιά ντροπιαστούν, τιμή, ντροπή χρωστάνε. 200 Και νά και των Αραβιτών οι φάγοσσες· οι Ακρίτες, του παλατιού του απέραντου πορτοφυλάκοι· οι δράκοι. Άγουροι, στις απάτητες νυχτόημερα κλεισούρες χαρά τον κίντυνο έχουνε, τον πόλεμο γιορτάσι, εξουσιαστές μες στη Συριά, στον Τίγρη καπετάνιοι, 205 σε δρόμο πάντα. Ξέρετε το ζόρι του χεριού τους, Χαλέπι, Χαρσιανή, Αρακλειά, Βαγδάτη, Αμόρι, Κόνια! Καβαλικεύουνε φαριά, μαύρα σα χελιδόνια, σαν περιστέρια κάτασπρα φαριά καβαλικεύουν, και πλέκουνε τις χήτες τους με βένετα λιθάρια· 210 τα χρυσοκούδουνα πολλά και κάνουν ήχο μέγα· πράσινα τα φακιόλια τους και τ’ άρματ’ ασημένια· σαν τους αϊτούς βλέπουν μακριά, σαν τα γεράκια τρέχουν, πρωτομαστόροι στο σπαθί και πρώτοι στο κοντάρι. Πατάνε, σειένται τα βουνά, κράζουν και αχάν οι λόγγοι. 215 Με το κοντό ραβδί τραβά στη βίγλα και νηστεύει κι ολάγρυπνος και τα θεριά σκοτώνει και τα γδέρνει, κι είν’ ο απελάτης· λιονταριού δέρμα το στρώμα του είναι. Παραμονεύει· αρχοντικό συμπεθεριό διαβαίνει, κι από τ’ αρματωμένα του χέρια χιμά κι αρπάζει 220 γαμπρό και νύφη· ο γάμος πάει. Και τη χαμοπετούσα πέρδικα πιάνει απλώνοντας το χέρι του. Απελάτες κι ακρίτες παν και τραγουδάν το Διγενή που στέκει του βασιλιά το καύκημα, και τ’ αντρειωμένου η παίνια, της Ρωμανίας ειρηνευτής, καταλυτής του σκιάχτρου 225 του Αγαρηνού που ρήμαξε πέλαα, στεριές, τα πάντα, κι εσέ, τραχιά Καππαδοκιά, κι εσέ, πανώρια Σμύρνη. Και τραγουδάν το πάλεμα στα μαρμαρένια αλώνια του Χάρου και του Διγενή τρεις μέρες και τρεις νύχτες, και το χαμό του Διγενή, και μέσα στον Ευφράτη 230 χτισμένο το κιβούρι του πλατύ ψηλό απ’ τον ίδιο, κι απ’ την Ταρσό τον ερχομό κι από τη Βαβυλώνα των πρώτων της Ανατολής, κι όλων των κλεισουράρχων, κι όλων των απελάτηδων, των αντρειωμένων όλων, όλων απ’ όλες τις μεριές, το μοιρολόι το μέγα 235 για να του στήσουν· και ήρθανε. Και τραγουδάν οι Ακρίτες και λένε: «Γης, κι αν τον κρατάς, δεν τον έφαγες, άδη. Δεν πέθανε. Μαρμάρωσε. Κοιμάται. Θα ξυπνήσει». Κι άλλοι Στρατιώτες τραγουδάνε, μέσα στα τραγούδια της Στράτας, τα θαλασσινά πουλιά και τα βουνίσια, 240 που πάντα, σαν απαντηθούν, αμόνοιαστα, μαλώνουν για τις βοσκές, για τα βουνά και για τα περιγιάλια. Κι άλλοι τους κόπους της στρατιάς, τις νίκες τω’ ρηγάδω στην Κρήτη, στο Δορύστολο, στην Πρέσπα, στο Ζητούνι δοξάζουν, κι άλλοι διαλαλάν της αγκαλιάς τη γλύκα, 245 την άξια στεφανωτικιά, το τιμημένο σπίτι, το ζωντανό το χωρισμό, πιο μαύρο από το Χάρο, το ρήμασμα της ξενιτιάς, της απιστιάς το φίδι.

Κι όπως ταιριάζουν εκεί μέσα λοής φυλές και γλώσσες, τέχνες εκεί πολεμικές έτσι άμοιαστες ταιριάζουν. 250 Κι εκείνοι που είναι μαθημένοι στ’ ανοιχτά να στέκουν και καρτεράνε κονταριές να δώσουνε στον κάμπο, κι όχι να σαγιτεύουνε φευγάτοι ή χωσιασμένοι, κι εκείνοι που είναι ο πόλεμος η μαστοριά τους, όχι κατακαμπής και πρόσωπο με πρόσωπο, μα πάντα 255 με πονηριές και μηχανιές και νύχτα και κλεφτάτα. Κι απ’ όταν ένας βασιλιάς πολεμικός της Πόλης μέσα στο ξεθεμέλιωμα του κόσμου, και στο χάος μέσα, που παντοσκόρπισε του βάρβαρου το διάβα, ξαναήβρε και ξανάδραξε και ξαναπήε στη ζήση 260 της Ρώμης κοσμοδέσποινας την πολεμίστρα τάξη, και κλήρα την παράδωκε της Ρωμανίας, με κείνη σ’ Ευρώπη, Ασία και Αφρική νικήτρα να τραβήξει· κι από την ώρα, από καιρούς ύστερα κι από χρόνια, που ο μέγας αρχιστράτηγος, ο γκρεμιστής και ο χτίστης, 265 με το αίμα που τον πύρωνε χίλιων ηρώω Φωκάδων, ήβρε στου Ευφράτη τα νερά, στου Ταύρου τις κλεισούρες καινούριους τρόπους ματωμού, και χαλασμού άλλους νόμους, του κλεφτοπόλεμου ορθωτής του ακριτικού και πλάστης, έτσι από κείνον τον καιρό κι από την ώρα εκείνη 270 ο στρατιώτης ο Έλληνας λογιέται αρχιτεχνίτης κάθε μαλιάς, κάθε χτυπιάς, κάθε όπλου, κάθε νίκης.

Μέσ’ από κάθε νούμερο, μέσ’ από κάθε αλλάγι, τα φλάμουλα, τα φλάμπουρα, και τα μπαϊράκια, ολόρθα, μυριόθωρα, μυριόχρωμα, μυριόλαμπα. Σε τούτα 275 νά ο πρωτοστράτηγος Μιχαήλ! Τα ουρανικά συνάζει τάγματα, κι ο ίδιος σαλπιστής, κι είναι το ανάβλεμμά του πιο φοβερό από το πυρό μαχαίρι του. Και στ’ άλλα τα φλάμπουρα οχτωπόδαρα, και στο καθένα πόδι οχτώ ιεράρχες όσιοι βλογάνε και ξορκάνε. 280 Στ’ άλλα, που σταυροφέρνουνε, ξανοίγεις τον Προκόπη, μεγαλομάρτυρα ήρωα, το Γεροσολυμίτη που το σπαθί του στη Συριά το τρέμαν οι Αραβίτες. Στ’ άλλα τον Παντοκράτορα, και στ’ άλλα τη Θεοτόκο. Στ’ άλλα τους δυο τους Θόδωρους και το Μεγαδημήτρη, 285 πατέρα του Σαλονικιού κι όλης της Ρωμιοσύνης· και μοναξός ο αχνούδωτος ο καβαλάρης νά τος, με του Ηρακλή τη δύναμη, του Απόλλωνα την όψη. Και νά τα και τα φλάμπουρα που αρίφνητοι δρακόντοι σουρίζουνε στις δίπλες τους, και κάστρα τα κεφάλια, 290 και βάραθρα τα στόματα, σίφουνες τα κορμιά τους, τέρατα πολυπρόσωπα και πλουμιστά με λέπια. Και σ’ άλλα φλάμπουρα, χρυσός, λιθομαργαρωμένος, άστρο, κορμί, άρματα, φαρί, της Πόλης ο δεσπότης· κι απάνου απ’ όλα, ήλιος των ήλιων, θάμπωμα και τρόμος, 295 το λάβαρο, και οι διαλεχτοί πενήντα το κυκλώνουν.

Και μεροκαματιάρηδες, με το πετσί αργασμένο, κι από τα μακεδονικά βουνά κι από της Θράκης τους κάμπους, Καππαδόκηδες ξωμάχοι, Ανατολίτες από τον Πόντο νιοφερμένοι, από το περιβόλι 300 κι απ’ όλα της Ανατολής πιο πλούσια καρπισμένο, πάντα άγριοι κι ασυντρόφιαστοι Καραμανίτες, όλων οι καταφρονητές, και θεών· και της Λυκαονίας αγρίμια που μερεύουνε και γίνονται στρατιώτες ατρόμαχτοι· κι Αρμένηδες του Αραράτ, και Σλάβοι 305 από τ’ Οψίκι, από παντού, κι από τη χώρα που έχουν καταμεσής ο Σάγγαρος κι ο Μαίαντρος και τη θρέφουν, της Πέργαμος, της Μίλητος στρατιώτες και της Σμύρνης· και Αμαλφινοί, Βενετσάνοι, του πελάου τεχνίτες, και Δαλματοί και Χάζαροι κι από τη Βιθυνία 310 Σκλαβούνοι, κι ακροποταμιών κι ακρολιμνιώ σκηνίτες, κι από της Μεγαλοβλαχιάς τους πάντα ποτισμένους κάμπους, και της Αρβανιτιάς Μιρδίτες, και Αρβανίτες, πάντα σαν ένας ποταμός που είναι η πηγή του μέσα στα σκοτεινά, στα ολόβαθα· και η πεισματάρα η φάρα 315 που πότε καλλουργεί τη γη, με αλέτρι σκίζοντάς την, πότε ανυπόταχτη περνά σκηνίτισσα, και αχνάρια του διάβα της τα κάψαλα σκορπά και τα κουφάρια. Παιδόγγονα των Παυλιανών και οι Μαρδαΐτες, με όλα σημαδιασμένοι τα κακά, ψεγαδιασμένοι απ’ όλους 320 όσοι πορεύονται άβαθα, κοπαδιαστά, και ζούνε στην τύφλα και στην αβανιά, δασκάλοι, καλογέροι, κι όσοι δασκαλοφέρνουνε και παπαδοκρατιένται, και οι Μαρδαΐτες, πυρολάτρες άθεοι, αποδιωγμένοι, και αφορισμένοι εικονομάχοι, οι Μαρδαΐτες, κέδρα 325 του Λίβανου, της στεριάς πάρδοι, του πελάου δελφίνια, χάλκινο κάστρο υψώσανε στον Ταύρο οι Μαρδαΐτες για να κρατάν του Αγαρηνού το ακράταγο το διάβα. Και αλύγιστοι και οι πιο τρανοί διαφεντευτές του Γένους και σκορπισμένοι και παντού, στις πολιτείες της Θράκης 330 απ’ τα στενά του Λίβανου, κι από την Αρμενία στα διάσελα της Ρούμελης και στου Μοριά τους κάμπους. Και με τον Κατεπάνω της διαβαίνει η κάθε φάρα. Και οι Βαρδαριώτες, του Αξιού του ποταμού από χρόνια ψυχόπαιδα, και στην καρδιά της Ρωμιοσύνης, όλο 335 τριγυριστοί από σλαβικά φύλα οργισμένα, ένας κι ένας, την πίστη αλλάξανε, τη γλώσσα δεν αλλάξαν· τουρκοτατάρικα το Θεό δοξάζουν του Βαγγέλιου. Και Πέρσες από τον καιρό του Θεόφιλου, κι ακόμα τον αρχηγό τους Θεόφοβο, μονάκριβο λουλούδι 340 της δόξας τους, του βασιλιά σφαχτάρι, καρτεράνε ν’ αναστηθεί, για να τους πάει στη νίκη πάλε ηρώους. Και ο Πετσενέγοι ακάθαρτοι και τρων τα μολυντήρια και αλύπητοι. Και βρίσκονται στ’ αλλάγια και Ουγγαρέζοι, πληγή του κόσμου, οργή Θεού, και βούνευρα και ακρίδες, 345 και λάβες, που ξεχύνονται παντού, πυρού βουλκάνου, την ίδιαν ώρα από παντού κι όλα τα καίνε. Τρέχουν καβαλαραίοι ασύγκριτοι στα φτερωτά άλογά τους, με την περίσσια αποκοτιά, των Ούννων κληρονόμοι. Και μέσα σε όλους που ήρθανε στην Πόλη και ριζώσαν 350 για ν’ αποχτήσουν όνομα και να κερδίσουν τόπους, και Βάραγγοι Σκαντιναβοί. Μόνο εκατό, και κάνουν ακέρια ασκέρια· τίποτε το δρόμο τους δεν κόβει. Και Ρούσοι από τη Βαλτική που πρωτοκατεβήκαν, πιστοί των είδωλων Περούν, θεών ανθρωποφάγων, 355 μες στ’ αλαφρά μονόξυλα, σκαμμένα κορμιά δέντρων. Ξαφνίζουν τους Αφρικανούς και τους Ανατολίτες με τα κορμιά σα φοινικιές, και σα λαμπάδες, και όλοι γενναίοι και χεροδύναμοι και σαν τους αντρειωμένους πὄχουν ουρά και δείχνονται του κάτου κόσμου γέννες. 360 Σταλμένοι από τον Τσάρο τους προς τη μητέρα Πόλη για νά μπουνε στη δούλεψη του βασιλιά της Πόλης, μπήκαν και μείναν, δείχνονται με του Χριστού την πίστη, μα πάντα ειδωλολάτρισσα στέκει η ψυχή τους μέσα. Και μέσα εκεί δουλεύουνε και σκλάβοι του πολέμου, 365 κι ο μέγας σκλάβος, που έφαγε του Βασιλιά πενήντα χρόνια σκληρά και ολάγρυπνα κι όσο να γονατίσει κι όσο να πέσει τρίψαλο, νά ο Βούργαρος του Ίστρου και ο Βούργαρος του Μέτσοβου, ποδοσιδερωμένος, συρτός, χαϊντούτοι, και μπροστά βογιάροι και ζουπάνοι, 370 βυζαντινοί στη φορεσιά, στη γνώμη σκύθες, φάρα πεισματική κι εφτάψυχη και ηρωική, πλασμένη με το φαρμάκι του φιδιού και με τη φρονιμάδα, π’ όσο κι αν κομματιάζεται, το κάθε του κομμάτι σαλεύει και τραβά μπροστά, σα να ’χει το καθένα 375 ψυχή αρκετή για να το ζει και για να τ’ ανασταίνει. Μαζώματα και ασύστατων εθνών σε τούρμες μέσα· σε λακιές ξένες και αγκωνές πολεμικός αγέρας τις έριξε τις φύτρες τους, και ξαναριζωθήκαν αλλού, παντού, και νά! ξανά τους έχει ξεριζώσει 380 το χέρι κάποιου δυνατού κι εδώ κι εκεί τούς πάνε τυχάρπαστους οι πόλεμοι, τα μακελειά, οι φουρτούνες.

Κι οι αστραφτεροί Κατάφραχτοι καβαλαραίοι και πάντα, από των ιπποκένταυρων το γένος φυτρωμένοι, μπροστά για τα ψαξίματα, μπρος και για τα γιουρούσια 385 σε σιδεροπουκάμισα καλοπελεκημένα πάντα κλειστοί, και γίνανε σα δεύτερα κορμιά τους, απείραχτοι από το σπαθί, δεν τρέμουν το κοντάρι, θωρακωτοί λαμποκοπάν, και οι λάμες τους ανάβουν στον ήλιο της Ανατολής, και αυτοί βαστάν την πύρη, 390 και ακούραστοι και ασάλευτοι και δεν τους γονατάνε τ’ Ασκάλωνα ούτε κι οι αμμουδιές, ούτε κι οι ερμιές της Γάζας. Και Ανατολίτες χτυπητοί τα λαμπερά ταιριάζουν βλατιά με τ’ άλλα τα μουντά βαμμένα επιβαλτάρια που τα φοράν οι βοριανοί, κι αράδα αράδα πάνε 395 πλούσια με σαμουρόγουνες πολέμαρχοι ντυμένοι και σε τομάρια από θεριά βαλτοί πολεμιστάδες. Κι άρματα και πλατιά σπαθιά και μακρομύτες λόγχες με τα μικρά διχαλωτά φλάμπουρα που γραμμένος ο αγγελικός απάνου τους σαλεύει Ταξιάρχης, 400 τα δαμασκιά, οι καμαρωτές οι δίκοπες ρομφαίες. Κι άρματα για κατακλεισμούς των κάστρων, για γιουρούσια, για φύλαξες, για κρύμματα σε κάμπους και κλεισούρες, του πάρσιμου, του χαλασμού δασκαλεμοί και τέχνες και για πολέμους ανοιχτούς και για κλεφτοπολέμους. 405 Λουρίκια, χρυσοκλίβανα, βαριά, αλαφρά, πλεμένα, πελεκημένα, τορνευτά, γερά μαστορεμένα, χυτά. Κι από βοϊδόπετσο σκουτάρια κι από ατσάλι, σπαθιά, δοξάρια, δρέπανα, σφεντόνες και κοντάρια, με προσωπίδες χάλκινα κασίδια και σαΐτες, 410 κι απελατίκια και πελέκια, αγκίστρια και καμάκια, και μηχανές φανταχτερές, ξεβράσματ’ άλλου κόσμου. Και σκόρπιοι μες στα νούμερα καλόγεροι στρατιώτες, μαυρολογάν τα ράσα τους απάνου στ’ άλογά τους τ’ ανεμοκυκλοπόδικα, ρόπαλα τ’ άρματά τους, 415 κι άλλοι στρατοκαλόγεροι κρατάνε και δοξάρια. Και λειτουργοί μακρόμαλλοι κατάμπροστα βαλμένοι, μες στα φελόνια τους χρυσοί επισκόποι και παπάδες και ιερωμένοι αστόλιστοι για λάβαρα σηκώνουν τους μακροκόνταρους σταυρούς πὄχουν τα τίμια Ξύλα. 420 Και βούκινα και νάκαρα ξεσπάνε και φρενιάζουν, τα ντέφια και τα τούμπανα βροντομαχάν και ουρλιάζουν, και των αντρείων τα στόματα ξεχύνουν και ξαπλώνουν και υψώνεται μεσουρανίς της Οδηγήτρας ο ύμνος:

—Ω Στρατηλάτισσα Κυρά, σ’ Εσέ τα νικητήρια! 425 Λαοί τον ύμνο πλέκουνε, σαν το στεφανοπλόκο, με χίλια βάγια δοξασμού, κρίνα λαχτάρας μύρια, στη χάρη Σου, Θεοτόκο! Μακεδονίτισσα, Αθηναία, Πολίτισσα! Η Βλαχέρνα γιομάτη από το θάμα Σου. Του Σκύθη ω Καταλύτρα, 430 του κολασμένου η δέηση, και του ελέους η στέρνα, της γης παρηγορήτρα! Τράβα από μας της αμαρτίας τον κίντυνο. Σπλαχνίσου. Του πονηρού του λογισμού το ακάθαρτο ζωύφι μέσα μας πάτα το. Σ’ εσέ ταμένοι είν’ οι λαοί σου. 435 Χαίρε, απάντρευτη νύφη!—