Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Πέμπτη νύχτα

81

Είν’ όλα ανυποψίαστα μέσα σ’ αυτό το σπίτι, εσύ, γυναίκα, σα ματιά του αποσπερίτη, τα δάκρυα σαν καλόδεχτα κι εκείνα πρωτοβρόχια, φέγγει ένας ήλιος χαρωπά στα πάντα, ώς και στη φτώχεια, 5('81) δυσκολοχώριστα, πουλιά, αγόρια, ανθοί, κοράσια, τα λόγια σα φιλιά απαλά, τα στόματα κεράσια, η Αγάπη χτίζει εδώ φωλιές, κι ο Απρίλης παραστέκει… —Σ’ αυτό το σπίτι είν’ έτοιμο να πέσει αστροπελέκι!

82

Καταφρονούν, ω βράχοι, τη γυμνότη σας της χλώρης οι κοντόφωτοι προσκυνητάδες· ιχώρ ολύμπιος κύλησε στις φλέβες του σκληρόβραχου, ω ανάβρες, ίσκιοι, θεριεμένες πρασινάδες. 5('82) Χαίρετε, δάση δωρικά και ιωνικά Μαγιάπριλα, μιας άλλης χλώρης θάματα, δέντρα, λουλούδια, εσείς, στύλοι, αετώματα, ρυθμοί, μετόπες, ναοί! Φυτρώσατε μέσ’ απ’ τη γύμνια της τρανόπετρης της γης.

83

Αλάφρωσε από το λαμπρό τραγούδι τη φωνή σου, ρίξε στο ασκέπαστο το φως το πράσινο κρυστάλλι, στο πιο δειλό ψιθύρισμα βυθίσου που ψιθυρίζει στο πιο ήσυχο ακρογιάλι, 5('83) και γίνε κάτι που όλο σβει κι όλο σιγά ρωτάει… Έτσι μπορεί να ’ρθεί ξανά και απόκριση να φέρει τ’ ωραίο πουλί, που τρόμαξε και πέταξε και πάει από τον ήχο που ξαφνίζει δυνατός το αγέρι.

84

Σιωπή. Μια ψεύτρα είν’ η βοή, τα λόγια είναι μαχαίρια, παντού είν’ η πλάνη. Τραγουδάει σε κάθε από τ’ αστέρια και μια Σειρήνα ένα τραγούδι επίβουλο θανάτου, τρομάρα και σπαρτάρισμα κάθε φωνή αποκάτου, 5('84) κάθε αρμονία από ψηλά. Σιωπή, Σιωπή, μητέρα, δώσ’ μου να πιω στον κόρφο σου νέο γάλα, νέον αιθέρα, και κάτι που δε λέγεται και κάτι που ανασταίνει. —Του κάκου· κάποιος μέσα μου μιλεί και δε σωπαίνει…

85

Και με τη ρουμελιώτισσα παλικαρίσια λύρα τα ηρωικά και τα ιερά διαλάλησα, και πήρα τη θεία πνοή και αρμάτωσα το αρρωστημένο στήθος, και το τραγούδι τίναξα βροντή προς χαύνο πλήθος, 5('85) κι όλοι, ένα ξάφνισμα αγριμιών, άντρες και νέοι και γέροι, και των ανήξερων η οργή τριγύρω μου βογκούσε, κι απάνω απ’ το κεφάλι μου αόρατο ένα χέρι, κάποιο μεγάλο χέρι με βλογούσε.

86

Χρυσό το μήλο που κρατάς, και μαργαριταρένια σου, Αροδαφνούσα, η φορεσιά, πνοή της Αφροδίτης, σ’ έριξε σκύλα Ρήγισσα στον πυρωμένο κλίβανο, και σ’ έτρωγε κι ο κλίβανος κι έφεγγε σαν πλανήτης. 5('86) Του κάκου! απ’ τη φλόγα εσύ ξανανιωμένη, αφάγωτη, το Χάρο με τον Έρωτα σκορπάς, Αροδαφνούσα, ορμή εκδικήτρα αξήγητη μέσα στα μάτια σου άστραψε· βυθούς που κρύβει η θάλασσα η πικροκυματούσα!

87

Διψούσα, και γονάτισα, και κάτι σού ζητούσα, κι εμπρός σου ο λόγος μού έλειψεν, ω Μούσα Ιδέα, ω Μούσα, και κράτησες το χέρι μου· «Δούλε, σ’ εμένα!», μου είπες, στ’ αλάφια τ’ αστρομέτωπα με πήγες και στους γρύπες, 5('87) και με πορφύρα μ’ έντυσες, και στο βωμό σου επάνω, μάντισσα, ρήγας πρόσταξες να πέσω να πεθάνω. Και μοναχά δε μάντεψες το κάτι που ζητούσα· ένα ποτήρι δροσερό νερό καθάριο, ω Μούσα.

88

Των όλων τα προβλήματα, νυχτόπλεχτα γαϊτάνια, στην ξαστεριά, στο ξέφωτο, και κάτου απ’ τα πλατάνια να τα ξεπλέξω αφήστε με, και να τα ψάξω πέρα στην πράσινη ακροποταμιά με τον καθάριο αέρα. 5('88) Είμαι Αθηναίος· τα κάστρα σου, τα σκοτεινά βιβλία, τα ’κλεισα· απλώσου, φέρνω σε στο φως, Φιλοσοφία! Πες μου ξανά ψιθυριστά σα φύλλο και σαν κύμα του γόη του δαίμονα Έρωτα τον έπαινο, Διοτίμα!

89

Φίλος, εγώ; Κρατήστε το το μοίρασμά σας. Ευλογημένα και τα τρίμματα και οι σπόροι, πουλιά, παιδιά, φτώχεια και πείνα ολόγυρά σας, πάντα στα χέρια σας γιομάτο το αρτοφόρι. 5('89) Δεν ήρθα στο τραπέζι σας, ήρθα στο περιβόλι, γυρεύω, αξίζω ακέριο εγώ, για με πλεχτό, στεφάνι. Μου πρέπει όλος ο έρωτας ή όλο το μίσος ή όλη κι η καταφρόνια, αμοίραστα· και δε μου φτάνει.

90

Της Μελπομένης ω βασίλισσες ηρωίδες, Φαίδρα, Ιφιγένεια, Πολυξένη, Εκάβη, Ωκεανίδες, λάμπει βαθιά ο Σαρωνικός, και στ’ άσπρα τα ρημάδια σκορπάτε, ωραία φαντάσματα, τα τραγικά σκοτάδια. 5('90) Τραγούδα τ’ αντρειωμένο σου τραγούδι εσύ, Αντιγόνη! Μα σου σκεπάζει τη φωνή, και γύρω μου παγώνει τα πάντα, της ασύγκριτης λαχτάρας ανυφάντρα, γοερό θανάτου τραύλισμα, προφήτισσα η Κασσάντρα.

91

Ω Ξενοφάνη, ω Παρμενίδη, ω θείε Εμπεδοκλή, μέσα μου υψώνεται ναός και τη λατρεία σας κλει. Και πιο θαμπά από λείψανα, και αγνώριστα συντρίμμια, του ακατάδεχτου έργου σας πάντα λαμπρά τ’ ασήμια! 5('91) Σοφίας και Στίχου Υμέναιε, στον ίδιο απάνου δρόμο ρυθμό τη σκέψη έκαμες και το τραγούδι νόμο. Τρίδιπλη Μούσα αγύριστη, του αρχοντικού σου Απρίλη το αφάνταστο ξανάνθισμα ποιό θάμα εδώ θα στείλει;

92

Εγώ δεν είμαι ο δυνατός, που γονατίζει γύρω του τα πάντα, μήτε η δολερή σαΐτα που λαβώνει, δεν πήρ’ από την ομορφιά κι από τη χάρη τίποτε, δεν είμαι νους, δεν είμαι αϊτός, δεν είμαι αηδόνι. 5('92) Εγώ είμ’ ένας δειλός ρυθμός κι ένας πηλός ραϊσμένος, που σα να ζω πορεύομαι και ζω σαν πεθαμένος· γι’ αυτό αλαργεύουν τα γερά από με και τα ωραία, κι εσύ, κορόνα μου, στερνή κορόνα, ω Μούσα Ιδέα!

93

Στα μακρινά, θέλεις δε θέλεις, φέρνω Σε, κυλάω και σταίνω ανάμεσα μια θάλασσα, έναν Άθω, και μ’ όλο το γαλάζιο που γεννάει το μάκρεμα Σε ξαναπλάθω. 5('93) Θέλεις δε θέλεις, φέρνω Σε στ’ ασάλευτα, κάποιες ζωές με κάποιους θάνατους αδέρφια είναι· στο μνήμα απάνω που χορτάριασε το Σεραφείμ το μαρμαρένιο γίνε.

94

Βρυσούλα στου σπιτιού μας την αυλή, μην καρτερείς το στόμα μου στο στόμα σου να γείρει· πώς το νεράκι σου να πιω; Συντρίμματα έγινε το κρυσταλλένιο μου που γνώριζες ποτήρι. 5('94) Πώς το νεράκι σου να πιω; Τα χέρια μου είναι ακάθαρτα, και τέτοια θέρμη κατακαίει το στόμα μου το πλάνο, που τρέμω μήπως γέρνοντας τα χείλια μου στα χείλια σου, και τη δροσούλα σου, βρυσούλα, τη μαράνω.

95

Στην Καλλιρρόη Παρρέν αφιερωμένο.

Χαίρε, Γυναίκα Εσύ, Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα! Νά η ώρα σου! Τα ωραία φτερά δοκίμασε και ανέβα, και καθώς είσαι ανάλαφρη, και πια δεν είσαι η σκλάβα, προς τη μελλόμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα, 5('95) κι ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα, κι ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα, και πλάσε την πρωτόπλαστη, ω Αγάπη εσύ, αρμονία, εσύ Ομορφιά, Σοφία εσύ, Πειθώ και Παρθενία!

96

Ω Σπαρτιάτισσες Κόρες, της θείας Αθήνας κορόνες, ω Καρυάτιδες, έφυγε, κλέφτες και βάρβαροι πήραν την αδερφούλα σας, μείνατε πέντε, τα ολόρθα κορμιά σας, από το θάνατο ασκέβρωτα, ο πόνος βαθύτερ’ ακόμα 5('96) κι από το θάνατο σκέβρωσε, βόγκος και κλάψα η φευγάτη, κι αντιβογκήξατ’ εσείς και γινήκατε βρύσες του θρήνου, οι δυνατοί κι οι τρισεύγενοι στύλοι, και μια τρικυμία τους δωρικούς σας χιτώνες ανέμισεν άγρια σα σκιάχτρα!

97

«Ω Καρυάτιδες, δε με γνωρίζετε; Ξένη δεν είμαι, από τα ξένα αν εγύρισα· είμαι η χαμένη αδερφή σας, ξαναγκαλιάστε με, ο τόπος μου εδώ με προσμένει σα θρόνος. Φράγκοι, Αλαμάνοι και Σκύθες το γάλα μου βύζαξαν όλοι, 5('97) ήρωες γινήκαν οι κλέφτες, και τώρα του βάρβαρου η φλέβα από το αίμα χτυπάει τ’ ακριβό των πατέρων Ελλήνων. Από του κόσμου τα νιάτα ξανάνθισα, κλέφτρα, σας φέρνω την ιερή φλόγα αρχαία σε νέο καλάμι κρυμμένη!»

98

Νύχτα θα ξεκινούσαμε, θ’ αφήναμε την πόλη, στο λόφο θ’ ανεβαίναμε, από τη θάλασσα όλη, στη δόξα του όλη όλο τον ήλιο ολόχυτο να ιδούμε· των πρωτοπλάστων πρόσμενε η χαρά να τη χαρούμε. 5('98) Μα ο ύπνος μάς εγέλασε, και αργήσαμε στην πόλη, κι ύστερα φύγαμε άπραχτοι προς άλλο αραξοβόλι. Όλα του ήλιου τα όνειρα, σας ονειρεύτηκα· όμως όπου ξυπνήσω, ανήλιαγος πάντα στη νύχτα ο δρόμος.

99

Ποιά ευκή, παιδάκια μου, και ποιά κληρονομιά, ω βλαστάρια, να σας αφήσω; Γύρω σας οι λοιμικές και οι λύκοι, γυμνός, και καθρεφτίζομαι στα μάτια σας, και, ω φρίκη! έτσι ξανοίγω στο αίμα σας παντού δικά μου αχνάρια. 5('99) Μα νά! βαθιά στην καταχνιά τού είναι σας ο αέρας φυσά απαλότερα, φτερά σαλεύει πιο καθάρια, φως μάχεται την όψη σου να την αλλάξει, ω τέρας· η αγνότη, η γνώμη, η ομορφιά κι η αλήθεια της μητέρας!

100

Ω κρίματα του ανήμπορου, κορμί τυραγνισμένο, χαμένα νιάτα, αντρίκεια εσείς παραδαρμένα χρόνια, όνειρα λευκοφόρα, μαύρα καταφρόνια, ταίρι χρυσό, σπίτι ορφανό, σκληρή ζωή. Πεθαίνω. 5('100) Μα σα θα βάλει απάνω μου τα σιδερένια χέρια της, του κόσμου δε θα φοβηθώ την πνίχτρα την Αράπισσα, πύρινα γράμματ’ άσβηστα θα ιδεί γραμμένα απάνου μου: «Ω Μούσα Ιδέα, σ’ αγάπησα!»

Γενάρης 1902