Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Τάφος

Ήσυχα και σιγαλά, διψώντας τα φιλιά μας, από τ’ άγνωστο γλιστράς μέσα στην αγκαλιά μας.

5 Ώς κι η βαρυχειμωνιά μ’ αιφνίδια καλοσύνη κι ήσυχη και σιγαλή σε δέχτηκε κι εκείνη.

Ήσυχα και σιγαλά 10 σε χάιδευεν ο αέρας της νυχτός ηλιόφεγγο κι ονείρεμα της μέρας.

Ήσυχα και σιγαλά μας γέμιζες το σπίτι, 15 γλύκα του κεχριμπαριού και χάρη του μαγνήτη.

Ήσυχα και σιγαλά ζούσε από σε το σπίτι, ομορφιά τ’ αυγερινού 20 και φως του αποσπερίτη.

Ήσυχα και σιγαλά, φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι, μιαν αυγούλα σβήσατε στο φονικό κρεβάτι.

25 Ήσυχα και σιγαλά και μ’ όλα τα φιλιά μας, γύρισες προς τ’ άγνωστο μέσ’ απ’ την αγκαλιά μας.

Ήσυχα και σιγαλά, 30 ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα, σπείρετε τ’ αμάραντα στ’ απίστευτο το μνήμα!

Ω! Μες στο μακρόημερο της αγωνίας κλινάρι, 35 χέρια σαν από κερί κι από μαργαριτάρι!

Ω χεράκια λατρευτά, σάρκας αφρός, μια στάλα, που τ’ αλυσοδέματα 40 γεννάτε τα μεγάλα!

Χέρια που καλόβολα το κάθε κίνημά σας και την πιο ανυπόταχτη βουλή τραβάει σιμά σας.

45 Χέρια που στα γέρικα κεφάλια τα χιονάτα τ’ αλαφρό σας τ’ άγγισμα δίνει ξανά τα νιάτα!

Κι αστραποβολάτ’ εσείς, 50 θαυματουργό ζευγάρι, στου κακούργου την ψυχή της αρετής της χάρη!

Κι είστε σα να ξέρετε χίλια κρυφούλια μάγια 55 κι έχετ’ ένα χάιδεμα σαν ευλογία τρισάγια!

Χέρια, εσείς κρατούσατε σα θησαυρούς τα κρίνα, στο κυνήγι παίρνοντας 60 του ήλιου την αχτίνα

για να κλείσετε κι αυτή στη χούφτα σας, ω χέρια, τρισευγενικότερα πλασμένα περιστέρια,

65 τί κακόν εκάματε, και τώρα καρφωμένα στης αρρώστιας κείτεστε το γολγοθά, καημένα;

…Από νεκροσιγαλιάν 70 αγρίεψε κι η νύχτα, σώπασε και το σκυλί που κολασμένα αλύχτα,

και στο κρεβατάκι σας του καντηλιού η θαμπάδα 75 δείχνει, οϊμένα! οϊμένανε! σα νεκρική λαμπάδα,

και στη νεκροθάλασσα το σάλεμά σας μόνο, καραβοσυντρίμματα, 80 ξανοίγω, και παγώνω!

Μες στη νύχτα φέγγετε, σα διάφανα αχνοκέρια, π’ άσβηστη κι αθώρητη φωτιά τα καίει, ω χέρια!

85 Τώρα σα να σας κρατά βραχνάς δετά αυτού χάμου, παίρνετε παράλυτα τα χάιδια, τα φιλιά μου.

Τώρα σαν πουλιού φτερά 90 που κυνηγός λαβώνει έν’ αργοπαράδαρμα σας τρεμοανασηκώνει.

Τώρα ψηλαπλώνεστε, χεράκια, ανάερ’ αγάλια, 95 σα σε προσευχή, και σα σε θεία παρακάλια.

Τώρα ένας ανέλπιδος σας σφιχτοπλέκει αγώνας, σα να χάσκει αγνάντια σας 100 το στόμα μιας γοργόνας!

Κι ύστερα και ξαφνικά, χεράκια εσείς, ω μαύρα, σα να σας αντρείεψε του μαρτυρίου η λάβρα,

105 των μαλλιών σας τ’ απαλά, τ’ ανέγγιχτα πλεξίδια τ’ αγριοξεριζώνετε, σα να σας τρώνε φίδια!

Τί κακό σάς κάμαμε; 110 Μας τρώνε εμάς τα φίδια, κι αγριοξεριζώνετε τα σπλάχνα μας τα ίδια!

Πέρα εκεί στ’ αντικρινό τ’ απόσκιο περιβόλι 115 κελαηδούνε τα πουλιά καθημερνή και σκόλη.

Κελαηδούνε τα πουλιά στα πεύκα, στα πλατάνια, και σε κιόσκια πράσινα 120 και σ’ άσπρα σιντριβάνια.

Χαιρετούν τη χαραυγή και το θλιμμένο βράδυ, τραγουδούνε χωριστά και τραγουδούν ομάδι·

125 κι η χαϊδεύτρα η μουσική των τραγουδιών εκείνων είναι το ροδόσταμα των γέλιων και των θρήνων.

Όμως απ’ το θρήνο τους 130 τον ταιριασμένο λείπει ο τρανός καημός, η πιο καρδιοφλογίστρα λύπη.

Ω ψυχούλα ολάκριβη, που η θέρμη τώρα τρώει, 135 ποιός θα πει τ’ αστόχαστο δικό σου μοιρολόι;

Ποιός θα πει του ολόανθου κορμιού σου το σαράκι που το πολυκέλαδο 140 σου σφράγισε χειλάκι;

Ποιός θα πει τ’ αξέχαστο τρεμούλιασμα —ω φαρμάκια!— που έσβησε και τ’ άσβηστα του γέλιου σου λακκάκια;

145 Ποιός θα πει το κάρφωμα το μέγα της ματιάς σου μέσ’ από τ’ ακοίμητα τα μάτια τα δικά σου;

Ποιός θα πει το βύθος τους 150 και τ’ άσειστο λιθάρι της στερνής αγρύπνιας τους, φωτόχυτο ζευγάρι,

που τις εκαθρέφτιζες όλες τις καλοσύνες 155 κι έδινες διπλή ομορφιά στου ήλιου τις αχτίνες;

Ω πουλιά, απ’ το θρήνο σας η ελεημοσύνη λείπει κι ο τρανός καημός κι η πιο 160 καρδιοφλογίστρα λύπη.

Και στους γλυκοστάλαχτους σκοπούς σας λίγο λίγο μιαν απάνθρωπη ψυχή γρικώ και ξετυλίγω!

165 Τα μαλλιά σου ολόχυτα στο πρόσωπό σου γύρω ξάπλωσαν στην όψη σου μιας αγιοσύνης μύρο.

Και στο μετωπάκι σου, 170 μόλις η θέρμη εφάνη, γίνηκαν ακάνθινο μαρτυρικό στεφάνι!

Άφκιαστο κι αστόλιστο του Χάρου δε σε δίνω. 175 Στάσου με τ’ ανθόνερο την όψη σου να πλύνω.

Το στερνό το χτένισμα με τα χρυσά τα χτένια πάρτε απ’ τη μανούλα σας, 180 μαλλάκια μεταξένια,

μήπως και του Χάροντα, καθώς θα σε κοιτάξει, του φανείς αχάιδευτο και σε παραπετάξει!

185 Ω ακριβές, τρισεύγενες, καλές μου, και όλες, και όλοι, που το κρεβατάκι του κάματε περιβόλι!

Ω ακριβοί, τρισεύγενοι, 190 καλοί μου, και όλοι, και όλες, φέρτε τις μοσκόβολες και πλουμισμένες βιόλες!

Στα βασανισμένα του σωμένα ποδαράκια 195 στρώστε τα μεθυστικά λευκόχρυσα ζαμπάκια·

γύρω στου προσώπου του σβησμένη πια την πούλια βάλτε δακρυοστάλαχτα 200 τα θλιβερά ζουμπούλια·

δώστε του νιοθέριστους απ’ τους χλωρούς μπαξέδες της δροσιάς τα πάναγνα παιδιά, τους μενεξέδες,

205 και σταυρώστε του μ’ αυτούς τα παιδικά χεράκια· νάτε κι άνθη σαν καρδιές, κι άνθη σαν αστεράκια,

κι άνθη σαν τα νέφαλα, 210 και σαν τα πεταλούδια, σαν τα μάτια του, και σαν το στόμα του λουλούδια!

Νά κι εσείς που δίνετε στους μαύρους τους χειμώνες 215 ρόδισμ’ ανοιξιάτικο, των κάμπων ανεμώνες!

Κι ύστερα, ω αμύριστες κι αρχοντικές και ξένες, μεγαλόπρεπες εσείς 220 καμέλιες παγωμένες,

απ’ τα χέρια σα βαλτές του ίδιου του Θανάτου, κορφοστεφανώστε τη τη μυστική ομορφιά του!

225 Άνθη, ω νεκρολούλουδα, χυμένα ολόγυρά του, είστ’ εσείς τα ονείρατα του ύπνου του θανάτου;

Είστ’ εσείς τα θάματα 230 της τέχνης ποιού ζωγράφου; Πιο καθάρια βλέπετε στη σκοτεινιά του τάφου;

Είστε κάτι πιο πολύ από το νου του ανθρώπου; 235 Πιο πολύ κι από το φως ισόθεου μετώπου;

Είστε πιο σιμότερα στο φέγγος των πνεμάτων; Ξέρετε τ’ αγνώριστα 240 μυστήρια των μνημάτων;

Παίρνετε νοήματα πρωτόφαντα εδώ κάτου, άνθη, ω νεκρολούλουδα, χυμένα ολόγυρά του!

245 Στο ταξίδι που σε πάει ο μαύρος καβαλάρης, κοίταξε απ’ το χέρι του τίποτε να μην πάρεις.

Κι αν διψάσεις, μην το πιεις 250 από τον κάτου κόσμο το νερό της αρνησιάς, φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις, κι ολότελα κι αιώνια μας ξεχάσεις· 255 βάλε τα σημάδια σου το δρόμο να μη χάσεις,

κι όπως είσαι ανάλαφρο, μικρό, σα χελιδόνι, κι άρματα δε σου βροντάν 260 παλικαριού στη ζώνη,

κοίταξε και γέλασε της νύχτας το σουλτάνο, γλίστρησε σιγά κρυφά και πέταξ’ εδώ πάνω,

265 και στο σπίτι τ’ άραχνο γυρνώντας, ω ακριβέ μας, γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας!

Σπάραζε, κακή καρδιά, 270 πίνε χολή και ξίδι, πάει, καρδιά, η καρδούλα σου στ’ αγύριστο ταξίδι!

Μιαν αχειροποίητη σ’ απόμεινεν εικόνα, 275 να της έχεις γκόρφι σου, να τη φορείς κορόνα.

Τώρα της λαχτάρας σου και της ζωής σου τ’ άδεια κάποια αλαφροΐσκιωτα 280 τα γέμισαν σημάδια,

κάποια σα φαντάσματα τρεμουλιαστά σημάδια, σαν αστραποπέλεκα βουβά μες στα σκοτάδια.

285 Σα νυχτοφωσφόρισμα τρισκοτεινού πελάγου, σαν ολάσπρο αντίφεγγο τ’ ανήλιαγου του πάγου!

Μέσα σου κι απέξω σου 290 κι όπου να κάμεις γύρω τ’ αδειανού χρυσογυαλιού μυρίζεσαι το μύρο.

Κι είσαι πάντοτε αγκαλιά και πάντοτε μαζί του· 295 σε ξυπνάει το χάιδεμα, σε γγίζει το φιλί του.

Μπρος και πίσω σου κι εκεί και πέρα και παρέκει μια ψυχούλα αθώρητη 300 παντού σε παραστέκει.

Όμως τίποτ’ απ’ αυτά, —καρδιά μου, αλίμονό σου!— που τα πιάνεις άπιαστα και πίσω σου κι εμπρός σου,

305 μήτ’ η αχειροποίητη που απόμεινεν εικόνα, και την έχεις γκόρφι σου και τη φορείς κορόνα,

μήτ’ η αχάλαστη ψυχή 310 κι η ενθύμηση η νικήτρα, και της άφθαρτης φθοράς η αγάπη η καταλύτρα,

όμως τίποτ’ απ’ αυτά που εσένα τριγυρίζουν 315 νοερά κι αισθαντικά, τίποτε δεν αξίζουν

ένα μικροκάμωτο κορμάκι, ένα κομμάτι που απ’ το χέρι ξέφυγε 320 και χάθηκε απ’ το μάτι!

Ω τραγουδοπλέχτη εσύ, που μιαν ανατριχίλα πρωτογνώριστη σκορπάς μες στης καρδιάς τα φύλλα,

325 τώρα τα καρδιόφυλλα βοριάς τα ξετινάζει, το λιοβόρι τα ’καψε, τα δέρνει το χαλάζι,

τώρα τα διαγούμισεν 330 αχόρταγος κουρσάρος, τώρα τα κιτρίνισεν ένα προς ένα ο Χάρος!

Τώρα —οϊμέ καρδιόφυλλα!— κι ακόμα κι αν σαλεύουν, 335 μ’ ένα λείψανο ζωής ακόμα κι αν παλεύουν,

τώρ’ από το σάλεμα κι από το πάλεμά τους, τώρα μες στα πλάτια τους 340 και μέσα στα βαθιά τους,

ω τραγουδοπλέχτη εσύ, μόνο η φωνή σου μένει, κι έγινεν αντίλαλος και λέει και δε σωπαίνει·

345 λέει γι’ αυτούς που φεύγοντας κάνουν τα σπίτια τ’ άδεια από πρόσχαρες φωλιές στοιχειωμένα ρημάδια!

Και μου φάνταξες εσύ 350 κριτής μαζί και θύμα, κι ήμουν ο ένοχος εγώ με το μεγάλο κρίμα.

Από το μακάριο μηδέν εγώ στο κύμα 355 σ’ έφερα, εγώ σ’ έπνιξα… Ω το μεγάλο κρίμα!

Πού είστε, δάκρυα των αγνών;… Ω μαύρε φονιά, τρέμε, ω φονιά, γονάτισε… 360 — Κριτή, συχώρεσέ με!

Στο δροσάτο μνήμα σου κι επάνω του και γύρω τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω.

365 Τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θ’ ανθίσει κάτω απ’ της φωλίτσας σου το μαύρο κυπαρίσσι.

Μοναχά τ’ αγνώριστα 370 χορτάρια και τα χίλια μύρια χρυσολούλουδα και τ’ άγρια χαμομήλια.

Όμως τα φτωχούλια αυτά και τα συνηθισμένα 375 που με δίχως φύτεμα και πότισμα κανένα

έχουν μόνο φυτευτή κι έχουν περιβολάρη της δροσιάς το στάλαμα, 380 του ηλιού τη θεία χάρη,

όμως τα φτωχούλια αυτά στου λάκκου σου την άκρη θα σκορπούν κάποιων ματιών το φέγγος και το δάκρυ,

385 θα σκορπούν κάποιων μαλλιών τ’ ανέμισμα και θα ’ναι σαν ψευδά παιδιάτικα λογάκια που μεθάνε.

Θα ’χουνε το σάλεμα 390 κάποιων χεριών, κι ακόμα θα μοιράζουνε φιλιά σαν από κάποιο στόμα.

Κι όλα τα φτωχούλια αυτά και τα συνηθισμένα 395 θα ’χουν κάτι ασύγκριτο, κάτι σαν από σένα!

Κρύψε, μάνα το παιδί που στο πλευρό σου παίζει, κι έστρωσ’ η Χαρόντισσα 400 πρωτάκουστο τραπέζι.

Κάτου εκεί στα Τάρταρα τα κρυοπαγωμένα πείνασ’ η Χαρόντισσα και δίψασεν, οϊμένα!

405 Βάλθηκε με των παιδιών τη σάρκα να χορτάσει· σκέλεθρο το πιάτο της και καύκαλο το τάσι.

Θέλει πλούσια ξέχειλα 410 τα δυο να τα γιομίσει κι ονειρεύεται τρελό κι ατέλειωτο μεθύσι,

και κρασάκι ορέγεται τριανταφυλλένιον αίμα, 415 και κορμάκι λαχταρεί σαν κρύο νερό, σαν ψέμα.

Και τ’ αραχνιασμένα της γυρεύει τ’ ανθογυάλια να στολίσει με ξανθά 420 χερουβικά κεφάλια.

Θέλει μήλο μάγουλο, θέλει χειλάκι ρόδι, και το γιο της προσκαλεί και τονε κάνει Ηρώδη.

425 Τονε στέλνει θεριστή τον άγριο καβαλάρη στων μανάδων τα παιδιά και στων σπιτιών τη χάρη.

Κρύψε, μάνα, το παιδί 430 που στο πλευρό σου παίζει, κι έστρωσε η Χαρόντισσα πρωτάκουστο τραπέζι.

Το ’στρωσε και κάθισε και να χορτάσει θέλει 435 με της γης τ’ αφρόγαλα και το καθάριο μέλι!

Σε θρηνούν τα ζωντανά και τ’ άψυχα σε κλαίνε· σε θυμούνται κι οι αδειανές 440 γωνίτσες σου και λένε:

—Μαλωμένο μια βραδιά πικρά μού αποκοιμήθη!— —Αχ! και πώς το μάγευεν εδώ το παραμύθι!—

445 —Του Έρωτα μισόγυμνου καμάρωνα τη χάρη· έρμο τώρα κι άστρωτο μου μένει ένα κλινάρι…—

—Πάντα τ’ αποζήταγα· 450 βιβλίο κρατούσε, ω πόσα μου έπλαθε διαβάσματα η κελαηδίστρα γλώσσα!

—Τί μου σώριασαν εδώ, σα νά ειμαι τάφου λάκκος; 455 Ω! τα παιγνιδάκια του!… προσμένει ο ανθρωπάκος.

Και ξαπλώθ’ η παγωνιά του ανέλπιδου θανάτου και στα μετωρίσματα 460 και στα καμώματά του…—

—Το σπαθάκι του άπραγον ήρθεν εδώ να γείρει…— —Και το καραβάκι του χωρίς καραβοκύρη!—

465 —Μου το φέραν άρρωστο, σβησμένο μου το πήραν·— —δάκρυα με ποτίσανε και λίβανα μου σπείραν.

—Καίει και λιώνει λιώνοντας 470 κι εμέ το νεκροκέρι…— —Στα πορτοπαράθυρα βογκάει τ’ αγριοκαίρι,

κι αντιλέν το μούγκρισμα βαριά τα σωθικά μας 475 και μαζί βαρυβογκάει το σπίτι ολόγυρά μας.

Και μες στα μεσάνυχτα γρικώντας η μητέρα τέτοιον έξαφνο βουητό 480 να χύνεται αποπέρα,

—Ήρθε το παιδάκι μας, και στέκετ’ έξω, λέει, κράζει να τ’ ανοίξουμε και μας ζητάει και κλαίει!

485 Ήμερα και πρόσχαρα τα χρόνια σου σκορπούσες· όλους τούς εγύρευες, όλους τούς αγαπούσες.

Σ’ όμορφα και σ’ άσκημα, 490 σε ξένα και δικά σου, τα φιλάκια ασώτευες, τα παιγνιδίσματά σου.

Όσο που το Θάνατον απάντησες μια μέρα… 495 Τονε σφιχταγκάλιασες· τον πήρες για πατέρα!

Απ’ το προσωπάκι σου το ζαχαροχυμένο στάλαζ’ ένα μάγεμα 500 σα μακρινό, σαν ξένο.

Και μια ξένη μουσική, μια μακρινή αρμονία απ’ τη χώρα της κιτριάς κι από την Τευτονία,

505 συμφωνία τρισεύγενη κι ολόγλυκη σονάτα σου έπρεπε συντρόφισσα στην υστερνή σου στράτα.

Κι ο σκοπός ο τρίσβαθος 510 κι η ονειρευτή ψυχή σου στο κατώφλι ενός λευκού να σμίξουν παραδείσου!

Είστε αταίριαστα τα δυο, εσύ κι η ανυπαρξία! 515 Μέσα στη νεκρόφαντη του νου μου αταραξία

κάτι τι σαλεύεται και κάτι ξεπροβάλλει· κι άθελα να σε δεχτώ 520 σ’ ανοίγω την αγκάλη.

Και προσμένω σε αποδώ, προσμένω σε αποπέρα, σε προσμένω πάντοτε, νύχτα κι αυγή και μέρα.

525 Ω καημέ ανιστόρητε και ω μέγα καρδιοχτύπι, πάντα να τον καρτεράς κάποιον που πάντα λείπει!

Πού θε νά βρω τον παλιό 530 τεχνίτην εδώ πέρα, της παρθένας Ηγησώς το δεύτερο πατέρα,

πού θα βρω τον άγνωστο των τάφων Πραξιτέλη, 535 σε μια πλάκα λιγοστή, μια πέτρα απ’ την Πεντέλη,

έτσι απλά κι αστόλιστα και τρισχαριτωμένα να κεντήσει ανεβατά, 540 να σ’ αναστήσει εσένα;

Να σε ξαναφέρει αγνά πιστά στην πέτρα επάνω με το μάτι ολόφωτο και με το γέλιο πλάνο·

545 και με το ουρανόχρωμον —ω εσύ— φορεματάκι, και με τα παιγνίδια σου και μ’ όλο το σπιτάκι

και με των αφρόντιστων 550 των αδερφιών το ταίρι, και με τη μανούλα σου, —ω ατέλειωτο μαχαίρι,—

μ’ όλη τη ζωούλα σου, φτωχή κι ευτυχισμένη, 555 και με μια παράμερα κιθάρα συντριμμένη…

Πού θε νά βρω τον αρχαίο τεχνίτην εδώ κάτου να της βάλει ολόλευκα 560 της νύχτας του θανάτου,

και, μαγνάδι ερωτικό στου Χάρου τη φοβέρα, να ξαπλώσει επάνω της τον αττικόν αέρα;

565 Είναι κάποιοι χαλασμοί σε κάποιες χώριες ώρες δίχως αστραπόβροντα κι ανεμικές και μπόρες.

Είναι κάποια δράματα 570 και κάποιες τιμωρίες δίχως ήρωες τραγικούς και δίχως ιστορίες.

Είναι κάποιοι αφανισμοί σε κάποιες ώρες χώριες 575 που σου παίρνουν τη μιλιά σαν ξωτικιές πανώριες.

Είναι κάποια δράματα σκληρά ξετυλιγμένα στης ζωής τα ταπεινά 580 και τα συνηθισμένα.

Τις ασάλευτες στεριές ανόητ’, αγάλια αγάλια, ω βαθιά και αργά που τρων τα γαλανά ακρογιάλια!

585 Ω δραμάτων δράματα με σφραγισμένα χείλη… Κι άγραφα κι αφάνταστα σας παραιτούν οι Αισχύλοι!

Το στερνό παράπονο 590 σταλάζει απ’ το τρυγόνι, βόγκος απαλότατος και κλάμα που παγώνει.

Ω νυχτιά κατάρατη! Γεμίζει τη σιωπή σου 595 του δικαίου το σταύρωμα, το πάσχα της αβύσσου.

Πού λιμάνι απόσκεπο στη μαύρη ανεμοζάλη, πού και ξερολίθαρο 600 να βρω για προσκεφάλι;

—Εσύ, Δύναμη του νου, σε κράζω· φανερώσου, δείξε μου στοχαστικό πλατύ το μέτωπό σου!

605 Κι έξαφν’ αργοκίνητη σε ξετυλίγω εμπρός μου, ω ξηγήτρα του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου.

Κι είσ’ εσύ που βάφτισαν 610 σε μια πανίερη φρίκη ο Σωκράτης δαίμονα κι ο Δάντης Βεατρίκη!

Ω μεγαλοφάνταση των ιδεών γεννήτρα, 615 πάντα πολεμόχαρη, ποτέ, ποτέ νικήτρα!

Τ’ άπειρο έχεις φόρεμα κι όλα τ’ αστέρια μίτρα, ω μεγαλοφάνταστη 620 των ιδεών γεννήτρα!

Πολεμάς κι όλο γρικάς, κι όλο κοιτάς και ψάχνεις… Ω της σκέπης τ’ άσκιστα σκοτάδια, ω της αράχνης

625 τα καρτέρια αλάθευτα! (Και ω κλάμα που παγώνει! το στερνό παράπονο σταλάζει απ’ το τρυγόνι).

Και σαν κάτι ανθρώπινο 630 να ’νιωσε κι η καρδιά σου, στάθηκες αγνάντια μου, και μ’ όλα τα παιδιά σου.

Μ’ όλα αυτά που ανάθρεψε σ’ ανατολή και δύση 635 του τρισκότιδου ο καημός, του αγνώστου το μεθύσι.

Και που τά ειδαν να κρατούν τρανότολμη μια σμίλη τα πλατάνια του Ιλισού 640 και οι Γάγγηδες και οι Νείλοι.

Μ’ όλα αυτά που αντιλαλούν στα ξένα οι νέοι αιώνες, μ’ όλων των βαθύγνωμων Καντίων τους λεγεώνες

645 που τους βλέπουν να κρατούν τρανότολμη μια σμίλη, μπήχνοντάς την γαληνά στο Πνεύμα και στην Ύλη·

και που με βαθιές φωνές, 650 με λόγια σοφά πλήθια δασκαλεύουν: Νά ο Θεός! φωνάζουν: Νά η αλήθεια!

Κι ο Θεός είν’ άπιαστος καθώς η χρυσή σκόνη 655 που ποτάμι αέρινον ο ήλιος φανερώνει.

Κι η αλήθεια είναι μικρή μισόσβηστη καντήλα, που μας δείχνει πιο πηχτή 660 τριγύρω τη μαυρίλα.

(Το στερνό παράπονο σταλάζει απ’ το τρυγόνι· βόγκος απαλότατος, και κλάμα που παγώνει).

665 Ω βαθύλαλες φωνές, ω λόγια σοφά πλήθια, πού να βρω καταφυγή και πού να βρω βοήθεια;

Πού λιμάνι απόσκεπο 670 στη μαύρη ανεμοζάλη; Πού και ξερολίθαρο να γείρω το κεφάλι;

Σε ύψη τίνων αστεριών και τίνων παραδείσων, 675 σε ποιό χάος και σε ποιά μυστήρια ποιών αβύσσων

να ζητήσω, και από ποιό θηρίο και ποιό σκουλήκι την τρανήν αγάπη μου, 680 την άφαντη Ευρυδίκη;

Ω βαθύλαλες φωνές, ω λόγια σοφά πλήθια, είν’ ο Χάρος ο Θεός κι ο τάφος είν’ η αλήθεια!

685 Πήρες την τρισέβαστη θωριά του μαρτυρίου· ιερόν αχνόφεγγο σε κρύβει μυστηρίου.

Κι είναι τα χρονάκια σου 690 τα παιδικά για μένα σύμβολα προφητικά και λείψαν’ αγιασμένα.

Ένα βάρος μού σκορπάς, μου διώχνεις μια κακία· 695 μ’ ανυψώνει ο πόνος σου και μου ’γινε θρησκεία!

Ω μητέρα, της ζωής γεννήτρα και τεχνίτρα! Αλαλάζει αγνάντια σου 700 η Μοίρα η καταλύτρα.

Έκοψες το μάρμαρο για τ’ ακριβό άγαλμά σου από την απάρθενη κορφή της ομορφιάς σου.

705 Κι άρχισες και το ’πλαθες όπως μια μάνα ξέρει, μ’ όλη τη λαχτάρα σου, σμίλη και νου και χέρι.

Κι ήταν σαν ξανάρχισμα 710 ηλιογειρμένης νιότης· κι έλεγα: Νά ο Έρωτας με το χαμόγελό της!

Όμως όσο ξάνοιγε τ’ ολάγρυπνό σου μάτι 715 τ’ άγαλμα που χάραζεν απ’ το θαμπό κομμάτι,

τόσο το γλυκόσφιγγες, σα να ’θελες να χτίσεις με τ’ αγκάλιασμα ναό 720 και μέσα να το στήσεις.

Α! και σα να το ’λιωσε το σφιχταγκάλιασμά σου, πάει… αφρός το μάρμαρο κι όνειρο τ’ άγαλμά σου.

725 Με τα χέρια ολάνοιχτα, με την αγκάλην άδεια, τώρα μάρμαρο, άγαλμα μένεις εσύ… Ω σκοτάδια!

Άκουσε, βαριόμοιρη, 730 τί κελαηδούν τ’ αηδόνια: —Πήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια

(Πόλεμος δε στάθηκεν ωσάν και τούτον άλλος) 735 ο μικρός ο Έρωτας, κι ο Χάρος ο μεγάλος.

Και χωρίστηκε σε δυο, στριμώχτηκεν η πλάση για να ιδεί ποιός απ’ τους δυο 740 τον άλλο θα χαλάσει.

Και χωρίστηκε σε δυο, και μέριασεν η πλάση, των κακών οι θάλασσες, των αγαθών τα δάση.

745 Κι έγιναν σα δυο στρατοί, κι αμέτρητα δυο πλήθια· δύναμη ανωφέλευτη και πλανερή βοήθεια!

Μάχονται τα δυο στοιχειά 750 κι απ’ το πρωί ώς το βράδυ, τούτος με τον Όλυμπον, εκείνος με τον Άδη.

Μάχονται, και νίκησεν ο Χάροντας ο γίγας· 755 πάει, σκοτώθηκε ο μικρός ο Έρωτας ο ρήγας!

Παν οι αυγές κι οι Απρίληδες… Μες στη ζωή την άδεια χύνονται αλαλάζοντας 760 τα ταρταροσκοτάδια.

Των κακών οι θάλασσες πλημμύρισαν την πλάση κι έπνιξε κατακλυσμός των αγαθών τα δάση.

765 Όμως από του Θεού του σκοτωμένου το αίμα μες στο χάος υψώθηκεν αέρινο ένα ρέμα.

Κι από τ’ άστρα τα σβηστά 770 μέσα στα αιθέρια βάθη πάλι ανάβει τη ζωή, καινούριους κόσμους πλάθει!

Άκουσε, βαριόμοιρη, τί κελαηδούν τ’ αηδόνια 775 στ’ άνθη της τριανταφυλλιάς και στης μηλιάς τα κλώνια!