Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Όταν ήτανε στη ζωή

Γείρ’ εδώ κι ακούμπησε και μένε κι όλο μένε σιγαλός κι ασάλευτος, ω πολυαγαπημένε!

5 Αχ και να ’ταν να ’νιωθα στο μάγουλό μου επάνω τ’ απαλό σου μάγουλον όσο που να πεθάνω!

Αχ και να ’ταν να ’νιωθα 10 κι ακόμα αφού πεθάνω την απαλοσύνη του στον σκληρόν ύπνο επάνω!

Την απαλοσύνη του ποιό σιγαλό τραγούδι, 15 ποιά πνοή την έπλασε; Τίνος βελούδου χνούδι,

τίνος κύκνου πούπουλο και τίνος ρόδου φύλλο; Ποιό μετάξι ανεύρετο, 20 ποιό μαγεμένο μήλο;

Ξέρω έν’ ασπρολούλουδο, ανθό χωρίς ψεγάδι, π’ όλο χάιδια χαίρεται απ’ την αυγή ώς το βράδυ·

25 που ποτέ δεν τρόμαξε τα ολόχλωρά του φύλλα του βοριά το μούγκρισμα, της μπόρας η μαυρίλα·

και στον ίσκιο δείχνεται 30 σα θείου ονείρου κρίνο και στον ήλιο χάνεται σαν ήλιου φως κι εκείνο.

Κι ό,τι γγίξει ανάλαφρα σ’ αυτό, και το φαρμάκι, 35 γίνεται χαμόγελο και γίνεται φιλάκι.

Γείρ’ εδώ κι ακούμπησε και διάλεξε για στρώμα το τραχύ ξερόχωμα, 40 που ακόμα, οϊμέ! κι ακόμα

το χτυπούν χιονόβροχα, το ψένουν καλοκαίρια· της φροντίδας όχεντρες, της συμφοράς μαχαίρια,

45 του Καιρού αυλακώματα, του Χάρου συγγενάδια, πέρασαν, το πάτησαν και τ’ άφηκαν σημάδια.

Γείρε κι από τ’ άφραστο 50 τ’ ακούμπισμά σου ας πάρει χάρην ακριβότερη κι απ’ όση παίρνει χάρη

ξέχειλο απ’ τ’ αστάχινο κυματιστό χρυσάφι 55 και το πιο παραριχτό βραχόσπαρτο χωράφι!

1895