Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Αρχαία ζωγραφιά

Ζωγράφε, με της ιερής σου εικόνας την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως, αληθινά και αθέλητα σοφός, ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει 5 ίδιος πάντα στων αιώνων τους αιώνας· ιστόρισες την οικουμένη!

Σε πορφυρό μανδύα, ω θάμπωμα του νου! αγνή σαν ευωδία 10 των ρόδων τ’ ουρανού,

στο θρόνο με μαλλιά χυτά ηλιοσταλαγμένα, κρατάει στην αγκαλιά τον Ιησού η Παρθένα.

15 Στα πόδια της μπροστά ταπεινός ένας γέρνει και μοσχοβολιστά δώρα στον Κύριο φέρνει.

Και υψώνοντας αργά 20 η Παναγία το χέρι τον άνθρωπο ευλογά με γέλιο σαν αστέρι.

Και ολόφωτο αγγελούδι, ψηλά απ’ τους μυστικούς 25 τους κόσμους με τραγούδι που βλέπεις, δεν ακούς,

κατέβη, και βαστάει στεφάνι από ακτίνες· να στεφανώσει πάει 30 τη Δέσποινα μ’ εκείνες.

Κι από την άχραντη Μαριάμ που λάμπει στην πορφύρα, κι από τον άγγελο, κι απ’ το θνητό, κι απ’ το Σωτήρα θαρρείς πως βγαίνει μια φωνή και χύνεται στον αέρα: — Δόξα εν Υψίστοις! Ένας Θεός γεννήθηκ’ εδώ πέρα!

35 Μα κοίτα! λίγο παραπέρα, στην ίδια την εικόνα εκεί, στην αύρα τη χαϊδευτική, στον ήλιο τον υπέρξανθο, στην γελαστήν ημέρα, απλώνετ’ ένα περιβόλι· 40 δέντρα, άνθη, χλόη, πουλιά, κλαδιά, κελάηδισμα, δροσιά, ευωδιά, ίσκιοι, νερά, φιλιά, φωλιές· αγάπη η φύση και όλη!

Και κάτου απ’ την πυκνή τη σκέπη που πλέκει μια κληματαριά, 45 αφρόντιστο, σα να μη βλέπει τίποτε γύρω, από καμιά μεριά, εκεί που πλάι πλάι πιο γλυκά η κιτριά μοσχοβολάει και της βρυσούλας το νερό πιο μουσικά κυλιέται, 50 ένα ζευγάρι ερωτικό φιλιέται.

Και παραπέρα ακόμα, στο λουλουδένιο στρώμα, σιμά σε μιαν ελιά, δυο άνθρωποι μιλούνε 55 για της ημέρας τη δουλειά, και ξαποσταίνουν και γελούνε.

Κι άλλος εκεί παρέκει συλλογισμένα στέκει με μάτια καρφωμένα 60 κοιτάζοντας ολοένα προς το τρεχάμενο νερό, μα δίχως να το νιώθει· μέσα του κόσμος πλανερός,—ονείρατα, έγνοιες, πόθοι,— χτυπιέται και βοΐζει, κι αυτός τί θέλει δε γνωρίζει.

65 Κι ο ποιητής με τα όνειρά του, και το ταιράκι με τον έρωτά του, κι οι δυο δουλευτικοί λεβέντες που την περνούν την ώρα με κουβέντες, κι η πρασινάδα κι η γαλήνη 70 και ο μέγας ήλιος που με φως τα πάντα περιχύνει, οι ανθοί, τα δέντρα, τα πουλάκια, και με τα μουρμουρίσματα τα ρυάκια, η θωριά του γραμμένου εκείνου τόπου με σμαραγδιού τρεμόφεγγα και μαργαριταριού, 75 όλα, απ’ τ’ ανάσασμα του χορταριού ώς το χτυπόκαρδο του ανθρώπου, απ’ της ανήσυχης ψυχής τα ανήσυχα κοιτάματα, ώς τη βοή των μελισσών απάνου στα λουλούδια, η Φύση και όλη απάνου εκεί ζει μ’ έγνοιες, με πετάματα, 80 με ακτίνες, ευωδιές, φιλιά κι αγάπες και τραγούδια, ριζώνει, περπατεί, μιλεί, σαλεύεται, δουλεύει, όμως δε δείχνει τίποτε, δεν ξέρει, ουδέ υποπτεύει ότι την ίδιαν ώρα εκείνη εκεί κοντά, παράμερα, γεννήθη ένας Θεός, 85 που σαν εκείνο το φτωχό, που εμπρός του τώρα κλίνει, θα σκύψει εμπρός του κόσμος και λαός, κι ότι αγγελούδι θαυμαστό κατέβη απ’ τον αιθέρα να στεφανώσει ενός Θεού την τρισαγία μητέρα!

Ζωγράφε με της ιερής σου εικόνας 90 την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως, αληθινά και αθέλητα σοφός, ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει ίδιος πάντα· στων αιώνων τους αιώνας. Ιστόρισες την οικουμένη!

95 Θεοί γεννιούνται και θεοί πεθαίνουν, κι ανοιγοκλείνουν οι ουρανοί κι από τη σκάλα του Ιακώβ ανεβοκατεβαίνουν άγγελοι ωραίοι σαν αυγερινοί, και με τη γη ανταμώνονται… Μα πιο ψηλά από κείνους 100 κι από θαυμάτων αστραπές και μυστηρίων κρίνους η Φύση νά! η αδιάφορη, η μεγάλη, οπὄχει μύρια πρόσωπα, μύριες ψυχές και κάλλη, αδιάκοπα παντοτινά παντοτινόν αδιάκοπο τον άνθρωπο γεννά, 105 τον άνθρωπο που αδύνατος αντρειεύεται και ψάχνει νά βρει τ’ άβρετο τυφλά, και το πιθάρι της δουλειάς ιδρώνοντας κυλά και του έρωτα μυρίζεται τ’ άνθος κι αναγαλλιάζει· τον άνθρωπο που τους θεούς αλλάζει, 110 αλλά πιστεύει πάντοτε κι ελπίζει κι ονειρεύεται.