Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ

Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου
Σολωμός
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ είναι το πλάσμα των πολλών; Είναι το όνειρον των ολίγων; Είναι το εναρμόνιον όργανον ολοκλήρου λαού; Είναι κάποιων αριστοκρατικών πνευμάτων μόνον η πλέον υψηλή έκφρασις; Όσον και αν είσαι διατεθειμένος να απαντήσης εις τοιαύτας ερωτήσεις, σύμφωνα με ό,τι σού υπαγορεύει η καρδία, ή με ό,τι σού υποβάλλει το ανάγνωσμα που έτυχε να σου αφήση ζωηροτέραν εντύπωσιν, μη λησμονείς ότι τοιαύτα ζητήματα όσον εύκολα και αν φαίνωνται, είναι περίπλοκα και δεν επιδέχονται μίαν λύσιν καθώς τα μαθηματικά προβλήματα. Η αξία των είναι σχετική. Τα κρίνεις απολύτως; κινδυνεύεις να παρασυρθής εις σχολαστικότητας. Τα κοιτάζεις με προσοχήν; Βλέπεις ότι όλα αυτά, και τα μάλλον συγκρουόμενα, περιέχουν ικανήν δόσιν αληθείας. Ο Ποιητής απευθύνεται προς τους πολλούς; απευθύνεται προς τους ολίγους; Μέσα εις τας κλασικάς φιλολογίας ημπορούμεν να εύρωμεν παραδείγματα που να ικανοποιούν και τας δύο αντιθέτους γνώμας. Η ελληνική ποίησις παρουσιάζεται ως ο αντίλαλος ολοκλήρου λαού· αλλ’ ιδού, πλησίον της αντιπαρουσιάζεται η λατινική ποίησις με τον ατομικόν της χαρακτήρα. Τα δημοτικά ποιήματα μαρτυρούν με ευγλωττίαν περί του τί δύνανται οι λαοί· εις αντίθεσιν, αι ανθρωπικαί καλούμεναι φιλολογίαι εγέννησαν ποιητικά έργα, εύγλωττα μαρτύρια της δυνάμεως των ολίγων. Καθόσον προχωρούμεν προς τους νεοτέρους χρόνους βλέπομεν την ποίησιν πλέον ολιγαρχικήν· καθόσον αναπτύσσεται το άτομον, αποτυπώνει την σφραγίδα του εις τους ωραίους στίχους. Όσον προχωρεί η Πολιτική, όσον χώρον κερδίζει επάνω εις την γην, όσον κυριεύει τας κοινωνίας, τόσον αποσύρεται η Ποίησις προς αιθέρια ύψη, τόσον περισσότερον δυσκολοθεώρητος γίνεται διά τους πολλούς.
Αλλ’ ας μη τα πολυεξετάζωμεν αυτά. Το ουσιώδες είναι τούτο: ο Ποιητής δεν εργάζεται ούτε διά τους πολλούς, ούτε διά τους ολίγους· εργάζεται διά την Ποίησιν. Των αξιώσεων ταύτης την εκπλήρωσιν έχει πάντοτε κατά νουν· κάθε άλλην σκέψιν κρίνει άσχετον προς την Τέχνην και αναξίαν του. Δεν φροντίζει δι’ οιονδήποτε κοινόν, ούτε διά το λεγόμενον πολύ, ούτε διά το τιτλοφορούμενον εκλεκτόν, καθώς ο ιερεύς, όταν λειτουργή, προς τα άνω προσέχει, και δεν φροντίζει να λάβη οδηγίας από τους εκκλησιαζομένους, ούτε εξετάζει τα γούστα των. Όχι διότι ο Ποιητής είναι ξένος του κόσμου τούτου· μοιραίως, χωρίς να το συλλογίζεται, εκλήθη διά να χορτάση του ανθρώπου την δίψαν και να είπη με τάξιν και με λάμψιν ό,τι ο άνθρωπος άτακτα και αμυδρά αισθάνεται. Ο Ποιητής, θέλει δεν θέλει, απευθύνεται προς ιδιαιτέρας τάξεις ανθρώπων· είναι αυτοί οι πνευματικοί αδελφοί του· ποιηταί και αυτοί· αλλά χωρίς χάριν και χωρίς τραγούδι· το ιδανικόν αυτών εκφράζει· ό,τι έχουν μέσα των το αδράχνει, το πλάττει, το εξωτερικεύει και το αποκαλύπτει. Αλλά τόσον υφίσταται την επίδρασίν των όσον υφίσταται την επίδρασιν των στρατευμάτων του ο στρατηλάτης, των υπηκόων του ο ηγεμών, των ακολούθων του ο ήρως. Ο Ποιητής δεν ακολουθεί· προηγείται· δίδει το σύνθημα· είναι η φλοξ, καθώς είπεν ένας, που ανάπτει τα ξηρά ξύλα. Αι τάξεις των ανθρώπων τούτων ποικίλλουν σύμφωνα με τας περιστάσεις· άλλοτε τας αποτελούν ευαριθμόταται ομάδες που μετρούνται εις τα δάχτυλα· άλλοτε εκατοντάδες, άλλοτε χιλιάδες. Συμβαίνει ενίοτε να είναι ο λόγος του Ποιητού φωνή βοώντος εν τη ερήμω· διατί; διότι δεν εγεννήθησαν εκείνοι προς τους οποίους απευθύνεται ο λόγος του. Θα έλθουν και αυτοί, αργά ή γρήγορα· δεν θα τον ίδουν τον Ποιητήν, αλλά θα τον ακούσουν να τους ομιλή από τα βάθη των αιωνίων στίχων του.
Ο Ποιητής είναι ως ο Ίων του Ευριπίδου. Απάτωρ και αμήτωρ, πατέρα και μητέρα έχει τον θεόν του φωτός, και τούτου είναι πιστός χρυσοφύλαξ. Δεν απομακρύνεται του ναού, και δεν γνωρίζει από τύρβην βεβήλου κόσμου. Αλλ’ όταν του επιβάλη η ανάγκη να απομακρυνθή από τον ναόν, και καταπείθεται να αναμιχθή εις τα εγκόσμια, εις τον κόσμον εμφανίζεται όχι πλέον ως ιερεύς, αλλ’ ως βασιλεύς.
Μία από τας γελοιοδεστέρας εκδηλώσεις της πεζότητος είναι το κατηγορητήριον που συχνά πυκνά και προχειρότατ’ απαγγέλλεται κατά του ποιητού, ως δήθεν σκοτεινού. Η σκοτεινότης αύτη δυνατόν να υπάρχη κάποτε, αλλ’ είναι σχετική, και σκεπάζει όχι τους στίχους του Ποιητού, αλλά τα πνεύματα των αναγνωστών του. Των ξένων αναγνωστών, εννοείται, αλλ’ όχι και των πνευματικών αδελφών εκείνου, διά τους οποίους ουδέν άλλο επάνω εις την γην είναι φαεινότερον από τους στίχους του. Αληθινά σκοτεινός —και αξιοκατάκριτος— είσαι, όταν σου λείπουν αι ιδέαι, σου λείπει η αρμονία, σου λείπη η έκφρασις· αλλά του Ποιητού η σκοτεινότης είναι άλλης φύσεως. Η Ποίησις είναι κυρίως η συμβολική, ήτοι η συνθετική, με άλλους λόγους η κεκαλυμμένη και όχι πάντοτε η ευκολονόητος έκφρασις της ψυχής του κόσμου· της ψυχής που δεν επιπλέει ευκολοπλησίαστη, αλλά καθώς ο μαργαρίτης από τα έγκατα της θαλάσσης, εξάγεται και αυτή από τα βάθη των φαινομένων και των ωραίων στίχων. Ο σοφός Γάλλος Βρουνετιέρ, τετραγωνικότατος νους, με σαφείς και καθορισμένας ιδέας περί ποιήσεως και καλλιτεχνίας, αυστηρότατος δε προς τας εκδηλώσεις του νεοτέρου πνεύματος, και αμείλικτος προς τους νεωτεριστάς, αδιστάκτως εντούτοις αποφαίνεται κάπου ότι το σκοτεινόν είναι στοιχείον απαραίτητον της ποιήσεως, που δεν ημπορεί να το αποφύγη παρά με κίνδυνον να καταντήση πεζή. Ανέκαθεν εις εμπόλεμον κατάστασιν ευρίσκονται ποιηταί θρεμμένοι με ιδέας και κοινόν που βαρύνεται να σκεφθή και αμύνεται κατά της επιδρομής των ιδεών· διότι, καθώς φαίνεται, του χαλούν την ησυχίαν εκείναι. Θέλεις να σε καταλαμβάνουν όλοι, να μη σε λέγουν σκοτεινόν; Αναμάσα, όσον ημπορείς ατέχνως, τα κοινά και τα τετριμμένα· αι καινοτοπίαι σου έχουν μίαν διαφάνειαν! κάμνουν σαφέστατον το ύφος και είναι η αγαλλίασις των πολλών.
Αστείον καταντά το ζήτημα της σαφηνείας ή της ασάφειας των στίχων. Του κάκου ο Ποιητής εκθέτει καθαρότατα τας εννοίας του· μόνον διότι αύται είναι ποιητικαί, τουτέστιν απαιτούν προς αντίληψίν των ή κάποιαν ανωτέραν πνευματικήν μόρφωσιν ή κάποιαν βαθυτέραν ευαισθησίαν, κινδυνεύει ν’ ακούη καθημερινώς την στερεότυπον, ταπεινά αφελή, καθώς φαίνεται, αλλά, καθώς πράγματι είναι οικτρά εγωιστικήν απάντησιν: Δεν καταλαβαίνουμε! Τα κυριότερα των συντελούντων εις το να μένουν αραιόταται αι τάξεις των αναγνωστών, των εννοούντων τον Ποιητήν, είναι: Η αποκτηνωτική εκπαίδευσις, η παραριγμένη εις τα χέρια των δασκάλων· η από ταύτην πηγάζουσα αμβλύνοια, που απωθεί ως πολέμιον και βδελύσσεται παν ό,τι προκαλεί την σκέψιν. Η άγνοια περί του πώς πρέπει να διαβάζωνται οι στίχοι· από την οποίαν άγνοιαν συμβαίνει, ώστε η εύρυθμος, δηλονότι η καλλιτεχνικά συνεσφιγμένη, πολύμορφος, πλουσία, και ποικίλλουσα εις τονισμούς, τομάς, περιόδους, υπερβατά, συνιζήσεις, παρηχήσεις, φθόγγους και ρυθμούς στιχουργία, κατ’ αντίθεσιν πρις την μηχανικήν, νερουλήν, μονότονον, άψυχον, αχαρακτήριστον, και τρόπον τινά σκωληκοφαγωμένην από τας χασμωδίας, στιχουργίαν των ποιητών της δασκαλικής ή δημοσιογραφικής σχολής, να κάμνη εντύπωσιν οποίαν η γερμανική μουσική εις αφτιά συνηθισμένα να τέρπωνται μόνον από την μελωδίαν του «Συγχώρησόν με, αν είμαι αυθάδης —ιδού ο άδης— με προσκαλεί», και των ομοίων.
Αλλ’ η κυριοτάτη αφορμή της έχθρας που φανερώνεται μεταξύ Ποιητού και κοινού, είναι η αντιπάθεια την οποίαν το κοινόν τούτο, το διεφθαρμένον από τα σχολεία και τας εφημερίδας, τρέφει κατά της γλώσσης του Ποιητού. Μεταξύ της τεχνητής γλώσσης που κάκιστα την ονομάζουν καθαρεύουσαν και της εθνικής γλώσσης όπως πρέπει σαφέστερα να λέγεται η δημοτική, ο Ποιητής εδιάλεξε,— κυρίως δεν εδιάλεξεν, αλλ’ ομίλησε την εθνικήν γλώσσαν, χωρίς εκλογήν και αδιστάκτως· υπήκουσε μόνον εις τους νόμους της Φύσεως και τας υπαγορεύσεις της Τέχνης, εις το υπερόχως ανεπτυγμένον μέσα του γλωσσικόν αίσθημα, και εις το μίσος του κατά παντός σχολαστικού, ψευδούς και αντιποιητικού. Αλλά την ομίλησεν όχι διά να αραδιάσει δουλικώς μ’ εκείνην μαθητικά θέματα, αλλά διά να εκφράση μ’ εκείνην, πρώτος αυτός, νοήματα που έως τότε η γλώσσα εκρίνετο ανίκανος να τα εκφράση· διά να την ανυψώση εις φιλολογικήν την καταφρονημένην εθνικήν γλώσσαν, ως συμβαίνει πάντοτε εις τα έθνη που δεν έχουν ακόμη καθαράν την συνείδησιν της αυθυπαρξίας των. Αλλ’ ακριβώς η πρόχυσις αριστοκρατικών ιδεών και αρμονιών με δημοτικούς τύπους και σχηματισμούς που θεωρούνται, από αμάθειαν, ως διαφθοραί και ρύποι της γλώσσης, καθώς και με νέους λεκτικούς συνδυασμούς, παρέχει εις την τοιαύτην γλώσσαν που δεν εμορφώθη ακόμη τέλεια, και μολαταύτα είναι τόσον εύμορφη, κάτι τι ασυνήθιστον, απροσδόκητον, τολμηρόν, εναγώνιον, δύσκολον, επαναστατικόν· όλα αυτά επικίνδυνα εις την ασφάλειαν της τεχνητής γλώσσης, την οποίαν βαθιά ριζωμέναι προλήψεις εγέννησαν και μακρών χρόνων συνήθεια επέβαλεν εις τρόπον ώστε να γνωρίσωμεν και εκ πείρας πόσον εύλογα ανακράζει ο Σαίξπηρ διά στόματος του Αμλέτου ότι το «μάθημα ημπορεί και το καλούπι της φύσεως ν’ αλλάξη». Όλα αυτά εκπλήττουν, σκανδαλίζουν, σκοτίζουν και απαρέσκουν εις τους πολλούς ή τους ολίγους στενοκέφαλους, που επιτέλους και διαμαρτύρονται κατά του Ποιητού ότι χαλάει την γλώσσαν· την γλώσσαν των, έπρεπε να λέγουν. Αλλ’ εις τα έθνη όπου τα σκήπτρα της γλώσσης αφήνονται όχι εις τον Λαόν, τον πατέρα και βασιλέα, αλλ’ εις τους αγλωσσολόγητους και αφιλοσόφητους λογιότατους, αργά ή γρήγορα εμφανίζεται ο Ποιητής, δηλονότι αυτός ο ίδιος λαός εις την υψηλοτάτην μορφήν του, και μάχεται νικηφόρως διά τα κτηνωδώς καταπατούμενα δίκαιά του.
Νουν, καρδίαν και αισθήσεις όλα τα θέτει εις ενέργειαν ο Ποιητής. Αλλά και νους και καρδία και αισθήσεις του Ποιητού τίποτε άλλο δεν κάμνουν παρά να του ψάλλουν τραγούδια. Ο Ποιητής ακριβώς δε ζει μέσα εις ιδιαίτερον κόσμον· είναι πολίτης του Σύμπαντος· κάθε κόσμου την φανεράν ή κρυμμένην αρμονίαν αντιλαμβάνεται· από όλα τα άνθη πορίζεται το μέλι του. Αλλ’ είτε εξεγείρει τον έρωτα της ζωής, είτε γεννά τον πόθον του θανάτου, είτε τον εμπνέει ο θεός της ενεργείας, είτε τον τραβά η Σειρήν της ονειροπολήσεως, είτε σφιχταγκαλιάζει τον άνθρωπον, είτε απονομώνεται με την μελέτην της φύσεως, είτε είναι θεοσεβής Σοφοκλής, είτε υλιστής Λουκρήτιος, είτε λατρεύει τον Πλάτωνα, είτε πιστεύει εις τον Δάρβιν, είτε πλάττει τους στίχους του ως αγάλματα, είτε τους διασκορπίζει ως μουσικούς τόνους, είτε διαμένει εις υπεργηίνους χώρας, είτε λιμενίζεται εις τα εγκόσμια, παρέχει την καλλιτεχνικήν εκείνην απόλαυσιν που πολύ διαφέρει από τας φυσικάς απόλαύσεις, και, καθώς είπεν ωραία κάποιος, «ομοιάζει θάνατον ακολουθούμενον από ανάστασιν». Με την εντύπωσιν του καλλιτεχνήματος φεύγομεν μακράν από τον κόσμον που μας περικυκλώνει, αποθνήσκομεν, και αναζώμεν μέσα εις τον παράδεισον της Τέχνης.
Αλλά διά να παρέχη ο Ποιητής αγνήν και ανόθευτον την απόλαυσιν εκείνην, απομακρύνεται από τα ακάθαρτα και τα ασήμαντα· από τα τετριμμένα και τα παροδικά· από τα ζητήματα της ημέρας, τους ήρωας των εφημερίδων, από τας αιθούσας του συρμού, από τας αδυναμίας του πλήθους, και εις κάθε του δημιούργημα, ακόμη και εις ό,τι αναγκάζεται να παραλάβη από το άπλαστον και αχαρακτήριστον παρόν που κρύπτει τόσους σκοπέλους πεζότητος, δίδει σταθερόν, αναλλοίωτον, αιώνιον τύπον. Ο Ποιητής κρατεί καρφωμένον το βλέμμα του εις το Μέλλον, ως διά να διακρίνει το άστρον που λάμπει οπίσω από τα μαύρα νέφη εκείνου. Αλλ’ από τους παλαιοτάτους καιρούς έως εις τας ημέρας μας από το Παρελθόν πίνει, ως από αστείρευτον πηγήν. Ένας μέγας φιλόσοφος είπεν ότι η Φαντασία είναι ως η Ευρυδίκη· μας αναγκάζει να στρέφωμεν οπίσω. Ό,τι οικοδομεί ο Ποιητής το στηρίζει επάνω εις αδιασείστους βάσεις· το στερεότερον υλικόν το ευρίσκει μέσα εις το ανεξάντλητον λατομείον του παρελθόντος· το υλικόν τούτο είναι αι θρησκείαι, οι μύθοι, τα συναξάρια, αι δημοτικαί παραδόσεις, τα δημοτικά τραγούδια, αι ιστορίαι, αι κοσμογονίαι, αι φιλοσοφίαι, αι γενικαί ιδέαι, τα μεγάλα σύμβολα, η αρχαιότης. Ο Ποιητής αισθάνεται ξεχωριστήν και σχεδόν ανεξήγητον συγκίνησιν εμπρός εις την Ελληνικήν αρχαιότητα, ίσως διότι οι τύποι που έπλασαν η θρησκεία, η ποίησις, η τέχνη, ο βίος της αρχαίας Ελλάδος, δεν ζουν και δεν ανήκουν εις ορισμένον χρόνον, τόπον και πολιτισμόν· αγήρατοι και αιώνιοι, τέλειοι ως θείοι και ως ανθρώπινοι, περιλαμβάνουν ομού όλον το ηθικόν και όλον το πλαστικόν κάλλος και την φύσιν και το πνεύμα, περιπλεγμέν’ αρμονικότατα. Και την μεγάλην της χάριν η νεοτέρα ποίησις χρεωστεί εις το ότι συχνά λούεται μέσα εις τα θαυματουργά νερά της ελληνικής αρχαιότητος. Και τοιουτοτρόπως από την ανάμειξιν δύο αντιθέτων στοιχείων, του αρχαίου και του νεοτέρου, προβάλλει νέα Τέχνη με άφραστην εμορφιάν. Διότι το παρελθόν δεν έχει δύναμιν να καταστήση τον Ποιητήν ολωσδιόλου ξένον εις το παρόν, και να τον κάμη να ζήση απολύτως έξω από τον κύκλον των συγχρόνων. Αν ο Ποιητής ανατρέχει εις το παρελθόν, ζητεί από αυτό νέας και σημαντικάς εικόνας, μορφάς, σύμβολα, με τα οποία εκφράζει τα νοήματα και τα αισθήματά του· αισθήματα και νοήματα ψυχής των νεοτέρων χρόνων που υφίστανται, όσον και αν δεν το υποπτεύη, την επίδρασιν του περιέχοντος. Και μέσα εις το ανακάτωμα τούτο, με παραχωρήσεις αμοιβαίας, και το νεώτερον πνεύμα καθαρίζεται, και το αρχαίον πνεύμα μετασχηματίζεται, καθώς απαιτεί και αυτή η φύσις της καλλιτεχνικής εργασίας που δεν είναι βέβαια ως η εργασία του φωτογράφου και του αρχαιοδίφου.
Τέλος ο Ποιητής όσον βαθύτερον αισθάνεται, τόσον βαθύτερον σκέπτεται· και όσον σκέπτεται τόσον αισθάνεται. Πάντοτε συνδυάζει την σκέψιν με το αίσθημα. Δεν αισθηματολογεί ανούσια, δεν αρκείται εις παράταξιν ψυχρών εννοιών. Έκτισε το παλάτι του επάνω εις τα σύνορα του νοητού και αισθητού κόσμου. Εμφυσά ψυχήν εις την ύλην, και το πνεύμα παρουσιάζει εις τας αισθήσεις μας ως κάτι τι υλικόν. Πάσχει από τας ιδέας, και με τον λόγον χαλιναγωγεί το αίσθημα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται την ποιητική ευαισθησίαν παρά μόνον εις τους ερωτικούς στίχους και εις τα αισθήματα που τα εμπνέουν δύο ωραία μάτια. Κανείς δεν αντιλέγει ότι τα ωραία μάτια επλάσθησαν για να συγκινούν τον Ποιητήν βαθύτερον από τα άστρα. Αλλ’ υπάρχει ένας ασυγκρίτως ανώτερος βαθμός ποιητικής ευαισθησίας· εκείνης που ευρίσκει τον προορισμόν της εμπρός εις τα μεγάλα ιδεώδη. Ο Σέλλεϋ έλεγεν: «Αισθάνομαι πως αγάπησα την Αντιγόνη σε κάποιαν άλλη ζωή». Από τοιαύτα ύψη κατέρχεται και με τοιαύτην μυστηριώδη δύναμιν είναι γεμάτον πάντοτε το αίσθημα και η αγάπη του Ποιητού!

Απρίλιος 1892.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ