Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η γέννηση του κρίνου

Στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης κρίνος ανθεί με χάρη μυστική· και το νου τονε σέρνει σα μαγνήτης σε μια ιστορία μαγική.

5 —Στα πλούσια βάθη ενός ναού δέχετ’ η Κύπρις την ιερή λατρεία του λαού που προσκυνάει τη δόξα της και την οργή της φρίττει· και στο μεγάλο το ναό αντικρύ 10 στέκει μικρό ένα σπίτι.

Μια κόρη, μια φτωχούλα κάθεται μέσα εκεί· και τόσον είναι ωραία και τόσο αρχοντική, που μόλις την ιδεί ο διαβάτης, ξαφνίζεται, ξεχάνεται μπροστά της. 15 Και παίρνει για ναό το σπίτι κι εκείνη για την Αφροδίτη.

Κι έτσι σε λίγο η ταπεινή παιδούλα —της Ομορφιάς ω παντοδυναμία!— γεννάει μες στις καρδιές μια νέα τρεμούλα, 20 ξυπνάει στα όνειρα μια νέα θρησκεία.

Κι από κοντά κι από μακριά κι από τον κάθε δρόμο και νέοι και γέροι μ’ έναν άγιο τρόμο για της κόρης το σπίτι ξεκινούν και πέφτουν και την προσκυνούν.

25 Και γονατίζουν και μπροστά σ’ εκείνη με τρεμουλιασμένα χέρια σκορπίζουν άνθη μοσχοβολιστά, θυμιάματα σκορπάν και περιστέρια.

Κι η κόρη με τα ισόθεα τα κάλλη 30 γαλήνια μπρος στα πόδια της όλους τους βλέπει, τους γρικά, σαν το στρωτό και σαν τ’ ακίνητο ακρογιάλι που δέχεται τα κύματα τα ορμητικά.

Στα πλούσια βάθη του ναού η Κύπρις μοναχή απομένει. 35 Την ιερή λατρεία ενός λαού της πήρε μια θνητή, μια ξένη.

Έξω από τον έρμο και γυμνό ναό, σαν πνεύμα ολέθριο που ξέφυγε απ’ τον Άδη, πετιέται πιο γοργή από τον κεραυνό, 40 και σκοτεινότερη από το σκοτάδι.

Στο αντικρινό το σπίτι ορμάει, χτυπάει, κι εκεί στην κόρη εμπρός τη λατρευτή σα μανιωμένη θάλασσα ξεσπάει, και τέτοια λόγια λέει σ’ αυτή:

45 «Άμυαλη, εσύ που δε μπορείς τη Μοίρα ν’ αποφύγεις, και με πορφύρα θεϊκή φθαρτό κορμί τυλίγεις! εσύ που μέθυσες από ομορφάδα —ίσκιο της ομορφάδας,— ω θνητή κάμπη, που δεν ψηφάς τη θεία λαμπράδα 50 και το θυμό του εκδικητή! τ’ ανάξιο σπίτι σου στάχτη θα γένει κι η σάρκα σου η ανθρωπινή στην πλάση θα ξαναφανεί μ’ άλλη θωριά, με ρίζες βαθιά στη γη δεμένη, 55 κι όπως εζούσες και προτού, θα ζεις, αιώνια σκλάβα, στα φύλλα ενός φυτού!»

Φωτιά, κατακλυσμός, σεισμός, τρομάρα, θρήνος… στο σπίτι χαλασμός… 60 και μέσ’ από το χαλασμό, καθώς απ’ τα συντρίμματα των κόσμων, στ’ άστρα εκεί, γεννιούνται κόσμοι νέοι παρθενικοί, έτσι γεννήθηκεν ένας ανθός, πανεύοσμος, ολόλευκος κι υπέρλαμπρος· ο Κρίνος!

65 Το ουράνιο τόξο σα φανεί, οι μαύροι αμέσως ουρανοί χαμογελούν, ξανοίγουν, και την οργή τους πνίγουν. Γαλήνεψεν η Γη στο νιόφερτο μπροστά λουλούδι, 70 και του χαμογελά σα μάνα στο βυζασταρούδι.

Μα κοίτα! τ’ άνθος που έπλασε η καταστροφή, από την τρικυμία πήρε τροφή, και πήρε απ’ την ανεμοζάλη και έσμιξεν άγρια μιαν ορμή με τα χλωρά του κάλλη.

75 Μα κοίτα! τ’ άνθος το παρθενικό τ’ απείραχτο με τα χιονάτα φύλλα, μέσα του κρύβει κάποιο μυστικό, κι η ασπράδα του φοβίζει σα μαυρίλα.

Μέσα στον κρίνον η ψυχή της κόρης κατοικεί, 80 μέσα στον κρίνον η μορφή της κόρης ευωδιάζει, κι η κόρη εκείνη έχει φωνή, φωνή προφητική, και τέτοια λόγια βγάζει:

«Θα ’ρθεί κι εσέ το τέλος σου, θεά σκληρή, ζηλιάρα, του ανθρώπου θα σε βρει και σε του αστενικού η κατάρα! 85 Κι αν είσαι Δέσποινα, είσ’ εσύ της αδικίας δουλεύτρα, γι’ αυτό είν’ η δύναμή σου ψεύτρα κι η αθανασία σου καπνός· ο αγνός κι ο δίκαιος δεν πεθαίνει, ας είναι αδύνατος και ταπεινός· 90 την ομορφιά μου αν έσβησες, αλλ’ η ομορφιά μου μένει! Μια δύναμη ψηλότερη στέκεται κι είναι απ’ όλους του κόσμου τους θεούς τους φεγγοβόλους, μια δύναμη κι ένα όνομα έχει εκείνη, μια είναι, και λέγεται Δικαιοσύνη!

95 Αμαρτωλή, ασυλλόγιστη θεά, κι εσέ κρατεί στ’ αρπάγια της η Μοίρα, αλίμονό σου! Τί θ’ απομείνει απ’ το λαμπρό σου φως; λίγη σκιά· και τίποτε από το μαγικό κεστό σου.

Οι καρδούλες για να ζευγαρωθούν 100 και για ν’ αλλάξουν του έρωτα το αμίλητο φιλί με δώρα πια δε θα ’ρχονται σαν πρώτα να δεηθούν στου βωμού σου τη θεία φεγγοβολή.

Τ’ όνομά σου κανείς δε θα προφέρει με τρόμον ιερό· κι εκείνο ακόμα 105 θα περάσει σαν κύμα, σαν αγέρι θα ξεγραφτεί απ’ τον κάθε νου κι από το κάθε στόμα.

Απ’ το χρυσό ναό σου μόνο δυο πέτρες θ’ απομείνουνε, στοχάσου! και μες στον τόπο που έστεκε τρισάγιο τ’ άγαλμά σου 110 εγώ θα στήσω θρόνο!

Ένας κρίνος, θεά, θα σε θυμίζει, ένας κρίνος τη δόξα σου θα λέει, ένας κρίνος θα σε μοσχομυρίζει, ένας κρίνος στον τάφο σου θα κλαίει…

115 Ένας κρίνος με χάρη μυστική στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης, που θα σέρνει τη σκέψη σα μαγνήτης σε μια ιστορία μαγική!»