Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή πέμπτη [V]
Εις Μούσας

α΄

Τας χορδάς ας αλλάξομεν ω χρυσόν δώρον, χάρμα Λητογενέος μέγα· τας χορδάς ας αλλάξομεν 5 ιόνιος λύρα.

β΄

Άλλα σύρματα δότε ζεφυρόποδες Χάριτες· και σεις επί το ξύλον μελίφρονον, υακίνθινον 10 βάλετε στέμμα.

γ΄

Τας πτέρυγας απλώνει ως τ’ όρνεον του Διός, και υψώνεται το μέτρον έως τον ουράνιον κήπον 15 των Πιερίδων.

δ΄

Χαίρετε ω κόραι, χαίρετε φωναί οπού τα δείπνα των Ολυμπίων πλουτίζετε με χορών ευφροσύνας 20 κι εύρυθμον μέλος.

ε΄

Σεις τα αιθέρια νεύρα της φόρμιγγος κροτείτε, και τα θηρία, και τ’ άλση χάνονται από το πρόσωπον 25 της γης πλατείας.

ς΄

Όπου τρέμουσιν άπειρα τα φώτα της νυκτός, εκεί υψηλά πλατύνεται ο γαλαξίας και χύνει 30 δρόσου σταγόνας.

ζ΄

Το ποτόν καθαρόν θεραπεύει τα φύλλα, κι όπου άφησε το χόρτον ευρίσκει ρόδα ο ήλιος 35 και μυρωδίαν.

η΄

Ούτω υπό τους δακτύλους σας η ελικώνιος λύρα τρέμει, και τ’ άνθη αμάραντα της αρετής γεμίζουσι 40 πάσαν καρδίαν.

θ΄

Όχι πατέρες, τύραννοι· όχι άνθρωποι και τέκνα, αλλά δειλά και αναίσθητα ποίμνια τον κύκλον ήθελον 45 τρέξειν του βίου·

ι΄

Χείρες κεραυνοφόροι, μόνον νώτα υποφέροντα τας πληγάς· αν το δίκρανον του Παρνασσού λιγύφθογγον 50 σπήλαιον εσίγα.

ια΄

Διά παντός μοιράσατε θείαι παρθένοι την δίκην· διά παντός χαρίσατε των ανθρώπων αισθήσεις 55 υψηλονόους.

ιβ΄

Αφρίζουν τα ποτήρια της αδικίας, δυνάσται πολλοί και διψασμένοι ιδού τ’ αδράχνουν· γέμουσι 60 μέθης και φόνου.

ιγ΄

Τώρα ναι τώρα αστράψατε ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε την πτερωτήν βροντήν, κατά σκοπόν βαρέσατε 65 μ’ εύστοχον χείρα.

ιδ΄

Φυλάξατε τους ύμνους διά τους δικαίους· μόνον εις αυτούς την ειρήνην, και τους χρυσούς στεφάνους 70 εις αυτούς δότε.

ιε΄

Ήτον ποτέ οι εννέα Ολύμπιαι φωναί εκεί οπού χορεύουσι της ημέρας οι κόραι 75 λαμπαδηφόροι.

ις΄

Ήκουον μόνον οι κύκλοι των ουρανών, την σύμφωνον θεόπνευστον ωδήν, και τον αέρα ακίνητον 80 είχε η γαλήνη.

ιζ΄

Αλλ’ ότε το μειδίασμα του θεού των ερώτων τον Κιθαιρώνα εσκέπασε με θύμον και με κλήματα 85 σταφυλοφόρα·

ιη΄

Εκεί ο ρυθμός επέραστος καταβαίνων, το βλέμμα των γηγενέων δρακόντων εχάθη, ως τα χαράγματα 90 χάνεται ο ύπνος.

ιθ΄

Του θεσπεσίου γέροντος ιερά κεφαλή· φωνή ευτυχής που ευφήμησας της κλεινής Αχαΐας 95 τ’ άριστα τέκνα.

κ΄

Εσύ θαυμάσιε Όμηρε εξένισας τας Μούσας· και του Διός οι κόραι εις τα χείλη σου απέθηκαν 100 το πρώτον μέλι.

κα΄

Εις τιμήν των θεών εφύτευσας την δάφνην· είδον πολλοί αιώνες το φυτόν ευθαλές 105 υπερακμάζον.

κβ΄

Μέσα εις το θείον στέλεχος τί δεν εθησαυρίσατε τα σίμβλα αιωνίως; τί ω αόνιαι μέλισσαι 110 το παραιτείτε;

κγ΄

Όταν εις την αθλίαν Ελλάδα από τα έσχατα της ερυθράς θαλάσσης των αραβίων πετάλων 115 ήλθεν ο κτύπος·

κδ΄

Εκεί προς τα λουτρά όπου τας τρίχας πλύνουσι των φοιβηίων οι Ώραι, τότε δικαίως εφύγατε 120 ω Πιερίδες.

κε΄

Και τώρα εις τέλος φέρετε την μακράν ξενιτείαν. Χρόνος χαράς επέστρεψε, και λάμπει τώρα ελεύθερον 125 το Δέλφιον όρος.

κς΄

Ρέει καθαρόν το αργύριον της Ιπποκρήνης· κράζει, όχι τας ξένας, κράζει σήμερον η Ελλάς 130 τας θυγατέρας.

κζ΄

Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, και χαίρουσα πετάει πετά η ψυχή μου, ακούω των λυρών τα προοίμια, 135 ακούω τους ύμνους.