Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Ασμάτιον Β΄

Ιδού τον ύπνον η αδελφή του Φοίβου αφήνει πλέον, και με χιτώνα ξένου τας γλαυκάς φωτίζει τ’ ουρανού κοιλάδας. Βαδίζει μόνη στου απεράντου χάους 5 τας ερημίας. Πλησίον της δεν θέλει τοσούτων δορυφόρων ποτέ κανένα. Λυπείτε ότι, οπότ’ υπνώττ’ η φύσις, τότε εμβαίνει εις τον γλυκύν της δρόμον.

Εάν εξέλθεις προς το πρωί το έαρ, 10 θα ίδει όλα και ρόδα κι υακίνθους, κρίνους και ία, μύρτους κι ευώδεις δάφνας, φερούσας όσα την παρελθούσαν νύκτα δάκρυ’ αφήκαν τα θεία βλέμματά της. Με ταύτα βρέχει των δροσερών ζεφύρων 15 τας πτέρυγας και ούτοι τινάσσοντές τας ρίπτουν την δρόσον στας παρειάς επάνω εραστών νέων, οπού κοιμώντ’ ησύχως υπό τι δένδρον εις ρύακα πλησίον.

Χλωμάς ακτίνας προς τί, Σελήνη, ρίπτεις; 20 Επιθυμείς, άστρον, των θνητών το βλέμμα να δύναται να βλέπει τα σεπτά σου κάλλη; ή συμμορφούσαι με την λοιπήν μας φύσιν;

Τώρα ησύχως η αηδών καλύπτει με τα πτερά της τους νεοσσούς της όλους. 25 Αι πτέρυγές της είν’ ανοικταί κι εγγίζουν του μικρού της οίκου τα στρογγύλα χείλη. Βλέπεις κανένα των τρυφερών της τέκνων την κεφαλήν πολλάκις θερμήν ακόμη προβάλλον, να φιλεί της μητρός το στόμα, 30 ήτις δεν βλέπει παρ’ εις εσέ, Σελήνη!

Συχνά τους τόσον ημέρους οφθαλμούς της κλείουν αι χείρες του γλυκερού Μορφέως. Ανοίγει πάλιν το βλέμμα της ησύχως κι εμπνεομένη υπό του θείου ζήλου, 35 ψάλλει συγχρόνως το λυπηρόν της άσμα.

Ευτυχή ζώα! πόσον αθώα είσθε! Φροντίδες δόξης ποτέ δεν σας ταράττουν, μόνον στον νουν σας ο πλαστουργός υπάρχει κι η φωλεά σας. — Ολίγα προς εκείνον 40 όπου ταράττουν το των ανθρώπων πνεύμα.

Ω πώς, Σελήνη, στον θρόνον του Υψίστου φέρεις ταχέως το ασθενές μου πνεύμα! Πώς τώρα βλέπω του ουρανού τους δρόμους, οίτινες φέρουν εις του Εδέμ τους κόλπους! 45 Βλέπω την θείαν λαμπρότητα του Όντος, δεν βλέπω όμως τον Κύριον των Όντων. Αλλ’ είναι ξένον; — Όχι· κανείς δεν πνέει αφού τον πλάστην ιδούν τα βλέμματά του. Κι ο νους μου ωσαύτως, αν ήθελε τολμήσει 50 να ερευνήσει πού κατοικεί, τίς οίδε, τίς κεραυνός φλογώδης ήθελε καύσει τας πτέρυγάς του και τον βιάσ’ αμέσως, όθεν εξήλθε, να μην εξέλθει πλέον.

Αλλά τί ήχοι αρμονικοί προσβάλλουν 55 την ακοήν μου; Είν’ αι δροσόεις αύραι, αίτινες σείουν των πτελεών τα φύλλα, ή είν’ ο φλοίσβος των δροσερών υδάτων, οπού ποτίζουν των ευθαλών δενδρώνων τας ρίζας; Όχι… αλλά αι σκιαί αφήνουν 60 τα μνήματά των ενώ συγχρόνως ψάλλουν.

Ιδού ανοίγουν αι τελευταίαι κλίναι μόλις ηκούσθη τ’ αλέκτορος το κράσμα. Ω, πόσα πλήθη ανδρών που δεν υπάρχουν! Πόσαι σκιαί! Εκάστη φέρει πέπλον 65 λευκόν, ως είναι αι πτέρυγες των θείων του πλαστουργού αγγέλων, λευκόν, ως είναι του Αβραάμ η κόμη εντός των κόλπων του Παραδείσου, λευκόν, ως πότε ήσαν της του Αδάμ συζύγου τα στήθη, ότε 70 δεν είχε απλώσει τας απαλάς της χείρας εις τον θανατηφόρον καρπόν του δένδρου.

Όσους, οπότε έχων γυμνόν τον πόδα εντός του δάσους, ο τρομερός Ισμένος * είδε να έκβουν εκ των σκηνών του Άδου 75 δαίμονας, τόσας βλέπω σκιάς εξαίφνης με χαράν ν’ αφήνουν τον πικρόν των τάφον.

Λόγους πολλούς και ασπασμούς ακούω. Η μία τρέχει και απαντά την άλλην. Κινείτ’ ο πέπλος και τας ησύχους αύρας 80 ταράττει. Αύται ευθύς ενταύθα φέρουν σ’ εμέ λιβάνου και αρωμάτων άλλων οσμήν ευώδη. — Ο δε ατμός εκείνος, τον οποίον βλέπω υπ’ αυτό το δένδρον, εν μέσω των χλωμών και νεκρών ακτίνων, 85 τί άρα είναι; Ίσως κανένα πνεύμα από του πλήθους των ασωμάτων όντων εκβήκε μόνον και περιτρέχει ενταύθα. Πετούν ατάκτως και δεν ακούω πτήσιν. Η μία θέλει με στέφανον να στέψει 90 την άλλην, όμως ο στέφανός της πίπτει, κι αυτόν τον κτύπον ακούω πρώτον τώρα. Τρέχουν πολλάκις εις την πλησίον βρύσιν κι εκεί, γελώσαι, μία ραντίζει άλλην, αλλά το ύδωρ δεν βρέχει ουδεμίαν. 95 Όλ’ αι ρανίδες πίπτουν σ’ εμένα, όστις έντρομος βλέπω τας σκηνάς των ταύτας. Ιδρώς εφ’ όλα τα παγωμένα μέλη ρέει κι ενούται με το νερόν εκείνο. Πάλλ’ η καρδία… ακινητεί το βλέμμα…

100 Έξελθε, Φοίβε· τάχυνον τώρα πλέον καθώς διώκεις, όσας ομίχλας εύρεις, ούτω και ταύτας ν’ απομακρύνεις έλα. Ανοίξατε, ώραι, τας χρυσωμένους θύρας, ρίψατε ρόδα εμπρός του θείου κάρου, 105 ω, πόσας, νύκτα, κρύπτεις σκιάς φρικώδεις!

Αλλά τί βλέπω! έρχονται όλ’ ενταύθα. Πνεύματα θεία! φέρω το σώμα ακόμη, δεν ήλθ’ η ώρα να ενωθώμεν. Όταν κι εγώ αυξήσω τον αριθμόν σας, τότε 110 με σας θα τρέχω εις τας κοιλάδας ταύτας. Ν’ ακολουθήσω τώρα τα βήματά σας με εμποδίζουν αύται αι βαρείαι σάρκες. Αφήσατέ με μόνον, φύγετε φίλαι, την ερημίαν της συνοδείας ταύτης 115 κάλλιον θέλω· αφήσατέ με μόνον.

Αλλά; τίς είπε;… «μη αγνοείς εις ποίας »άλλοτε σάρκας εκατοικούμεν τάχα;» Όχι… εξεύρω· ναι, σας γνωρίζω όλας· των θείων μου προγόνων αι σκιαί είσθε. 120 Έχω, ναι, έχω εις τα θερμάς μου φλέβας τινάς ρανίδας του θείου αίματός σας. Και συ, ω πνεύμα, οπού γελάς, τίς είσαι;

»Είμ’ η σκιά του Δωροθέου, φίλε, »και μη τρομάσσεις· ήδη εν μέσω είσαι 125 »των ριζών εκείνων, αφ’ ών βλαστάνουν »όσοι υπάρχουν στην χώρα ταύτην τώρα». Σκιά του Δωροθέου, ω πόσην δίδεις εις το νεκρόν μου πνεύμα ζωήν και θάρρος! Μένω, ναι, μένω, με σας εδώ τη νύκτα. 130 Καθίσατ’ όλοι υπό την δάφνην ταύτην, ελθέ σιμά μου, του Δωροθέου πνεύμα και δείξε μου όλους τους σεβαστούς προγόνους, οίτινες τώρα καθώς ατμοί υδάτων με τριγυρίζουν και μειδιούν και χαίρουν. 135 Ειπέ μου ό,τι καθείς αυτών το πάλαι έπραξε μέγα. Ειπέ μου πού καθείς των έλαβεν όσας πληγάς ακόμη φέρει. Έτρεμα πρώτον, αλλά δεν τρέμω πλέον. Τοιουτοτρόπως, όταν ανοίγουν πρώτον 140 τους σφραγισμένους οφθαλμούς τα τέκνα του αετού, και ιδούν το θηριώδες του βλέμματός του, το σκληρόν του ρύγχος και των ονύχων το οξύ, τρομάσσουν κι επιθυμούν ματαίως πτερά να είχον, 145 αλλ’ όταν ίδουν, ότι αυτός τοις φέρει τροφήν και ότι με τα σκληρά πτερά του να αποτρέψει πάσχει κι αυτήν την δρόσον, μήπως ψυχράνει τα φίλα νεογνά του, τότε γνωρίζουν, ότ’ ο πατήρ δεν είναι 150 σκληρός στα τέκνα, και αμερίμνως πλέον κοιμώνται εν μέσω των ποδών εκείνων οπού εν πρώτοις ετρόμαζον μακρόθεν.

Η νύκτα, βλέπεις, μη φοβουμένη πλέον τον Φοίβον ρίπτει πυκνάς σκιάς και μαύρας. 155 Σκοτεινοτέρα είναι της ψυχής εκείνου, όστις πολλάκις ενέβαψε την χείρα εις συγγενών το αίμα. — Άρχισε πλέον και μη φοβείσαι· είναι μακράν ο Φοίβος. ο Εωσφόρος θέλει μας προμηνύσει 160 την έλευσίν του πριν σας αφήσω, φίλαι.