Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Η τελευταία νυξ της ζωής του Μάρκου του Μπότσαρη

Ήτον η νύκτα σκοτεινή η θάλασσα ζοφώδης και ισχυρώς εσφύριζον άνεμοι μανιώδεις, ο θάνατος εστρέφετο στον εβενώδ’ αιθέρα φθείρων, όθεν διήρχετο, τον νεφελώδ’ αέρα. 5 Εφαίνετ’ ότι έμελλεν ο ουρανός να πέσει στο τουρκικόν στρατόπεδον και ούτω πως να θέσει χλωρόν ελαίας στέφανον στας κόμας των Ελλήνων, διαιωνίζων πάντοτε τας πράξεις τας εκείνων.

Άλλο τι δεν ηκούετο εις τόσην ησυχίαν, 10 ειμή ωραία άσματα προς την Ελευθερίαν, θεάν παρά τοις Έλλησι μεγάλως τιμωμένην και υπέρ πάντας τους λαούς λαμπρώς δοξαζομένην. Εις τάυτην παραδίδουσι τα τέκνα αι μητέρες και συμφωνούσι μετ’ αυτών οι ζωηροί πατέρες· 15 αύτη τοις γίνεται τροφός, αύτη τα συνοδεύει και μετ’ αυτών απανταχού και πάντα θριαμβεύει.

Ο ύπνος τότε ήρχιζεν ανάπαυσιν να χύνει, το πονεμένον σώμα του, οπότε είχε κλίνει ο θαρραλέος Μπότσαρης διά να καθυπνώσει 20 κι εις όνειρον τον φαίνεται ζητούσα να την σώσει Γυνή, ταχέως φεύγουσα έμπροσθεν δυο ταγμάτων διψώντων να χορτάσωσιν ελληνικών αιμάτων. Είχε την κόμην άπλεκτον, το στήθος πληγωμένον και το ωραίον πρόσωπον με δάκρυα βρεγμένον· 25 το ένδυμα κατάλευκον και ροδαλά τα χείλη, το άσπρον στήθος της κτυπά, τας μαύρας τρίχας τίλλει. Εγνώρισε την φίλη του ο Μάρκος, κι ευθύς δράττει το ξίφος του και με αυτό ευθύς τον δρόμον φράττει. Φονεύει πλήθος εξ αυτών, τους δε λοιπούς πληγώνει 30 και με τ’ αφρίζον αίμα των τον τόπον κηλιδώνει· αλλ’ έξαφνα τον έρχεται μακρόθεν μία σφαίρα και ούτω πάντοτε δι’ αυτόν μαυρίζ’ η ημέρα.

Τεταραγμένος παραιτεί την νυμφικήν του κλίνην και μανιώδης ζώνυται το ξίφος πνέων μήνιν 35 κατά των Τούρκων, οίτινες ήθελον να φονεύσουν Ελευθερίαν την θεάν ή να την φυγαδεύσουν. Καλεί ευθύς συμβούλιον και λέγει αναγκαίον τον θάνατον του Μουσταφά· και ότι, περιπλέον θέλει αυτός ν’ αναδεχθεί εγχείρημα τοιούτον 40 με τινας Σουλιώτας του· αλλ’ ότι εκτός τούτων πρόθυμος ήτον να δεχθεί εκείνους, όσοι θέλουν αι ιστορίαι των θνητών ήρωας ν’ αναγγέλλουν.

Ενώ ο Μάρκος έλεγε ταύτα, ιδού εκείνη η σύζυγος που έμελλε σ’ ολίγον να χηρεύσει. 45 Είχε το πρόσωπον χλωμόν, ως μέλλουσα να εκπνεύσει, με τας λευκάς δε χείρας της εκράτει τους υιούς της, ενώ τα δάκρυα έβρεχον τους μαύρους οφθαλμούς της. Τα δύο μικρά βρέφη της εκάλουν τον πατέρα και τον ηρώτουν διατί εθρήνει η μητέρα. 50 Σιωπηλοί οι σύζυγοι γλυκώς εθεωρούντο και εις αυτήν την σιωπήν αμφότερ’ ελυπούντο. Πολλάκις εδοκίμασαν κι οι δύο να λαλήσουν κι ο πόνος τούς ηνάγκασε να μην ακολουθήσουν. Αλλά εντέλει, γύναι, συ, να ομιλείς αρχίζεις. 55 «Μήπως θανάτου άξιον το έγκλημα νομίζεις »διότι απεφάσισες πότε να συζευχθώμεν; »Μη εβαρύνθης, Μάρκε μου, πλέον μαζί να ζώμεν; »Γνωρίζεις ταύτα που κρατώ, τέκνα είναι ιδικά σου· »τί πταίουν ταύτα τ’ άθλια και θέλεις τα αίματά σου 60 »αδίκως να τα πνίξωσι; Χθες όλη η ημέρα »σημεία του θανάτου σου μ’ έδειχνε. Στον αέρα »αδιακόπως των γλαυκών αι οιμωγαί επλανώντο »και όνειροι σκληρότατοι πολλάκις ημιλλώντο »να εύρουν τρόπον φανερόν, το τέλος σου να δείξουν. 65 »Αλλά πριν αι ημέραι σου σήμερον απολήξουν »αυτό το ξίφος έμπηξε στο δυστυχές μου στήθος. »Γλυκύτερον με φαίνεται να με καλύπτ’ ο λίθος »ολίγας ώρας προ εσού, παρά να μείνω μόνη »κι ασπλάχνως να με φθείρωσι τραχύτατοι οι πόνοι».

70 Οι λόγοι ούτοι ομοίαζον θάνατον μαρτυρίων, θάνατον ομοιάζοντα μ’ εκείνους των αγίων. Ενηγκαλίσθη παρευθύς ο Μάρκος και εφίλει την θρηνωδούσαν σύζυγον με τα υγρά του χείλη. Αφήνει τέλος την φωνήν να φθάσει εις το στόμα, 75 ενώ τα δάκρυα βρέχουσι της μαύρης γης το χώμα.

«Σ’ έπταισα εις τι άραγε και ούτω με φονεύεις; »Δεν εννοείς τους λόγους σου, λόγους μεθ’ ών δεσμεύεις »την ασθενή μου την φωνήν; Προς τί προοιωνίζεις »στον δυστυχή σου σύζυγον τον θάνατον; Νομίζεις 80 »ότι το ξίφος σήμερον πρώτη φοράν εμβάπτω »στο αίμα των Οθωμανών, και ότι τώρ’ ανάπτω »από το πυρ που εις εμέ χαρίζ’ ελευθερία; »Δεν έπαθον από εμέ οι άπιστοι μύρια; »Αλλά… τί με προσέβαλεν η ενδεκάτη ώρα! 85 »Αχ! άπιστοι Οθωμανοί, θέλω σας δείξει τώρα, »αν τα πιστότατ’ όπλα μου εξεύρουν να φονεύσουν »κι ακέραιον στρατόπεδον ήδη να φυγαδεύσουν. »Ορκίζομαι εις τον Θεόν και την Ελευθερίαν, »να πνίξω εις το αίμα σας σκληράν την τυραννίαν».

90 Την σύζυγόν του παρευθύς ησπάσθη και τα βρέφη.

Είδές ποτε τον ουρανόν γεμάτον από νέφη, είδές ποτε δύο πηγάς λυγρώς να μουρμουρίζουν και με τα νάματα αυτών πάντοτε να ποτίζουν δύο λειμώνας ευθαλείς ή δύο πεδιάδας; 95 Τοιούτον και το πρόσωπον, τοιαύτας δε ψεκάδας οι οφθαλμοί της άφηνον τα παρειάς να βρέχουν.

Ο Μάρκος εν τω μεταξύ κι οι σύντροφοί του τρέχουν στα μέρη όπ’ εσκήνωνον τα των βαρβάρων σμήνη και μεμειγμένοι έκειντο Οθωμανοί και κτήνη. 100 Ότε ο Μάρκος έφθασεν εις τον στρατόν πλησίον το φθάσιμόν τ’ ανήγγειλλεν ο θάνατος μυρίων. Η σπάθη του η τρομερά ευθύς αλλάσσει χρώμα και κεραυνούς τοξεύουσι καθ’ έκαστόν του όμμα. Έμφοβ’ οι ίπποι φεύγουσιν αγρίως χρεμετούντες 105 και τους σκληρούς κυρίους των ανηλεώς πατούντες. Ολόκληρα τα τάγματα και αρχηγοί ταγμάτων αισχρώς εκυλινδίοντο εντός θερμών αιμάτων. Πιστόν τον τύπον άφηνον τα πτώματ’ εις τον βρότον και υπ’ αυτά εφύλαττον αιμοσταγή τον χόρτον. 110 Πολλάκις τις ησθάνετο τον θορυβώδη ήχον, κι εύρισκεν εγειρόμενος τους φίλους, ότι είχον, το πνεύμα εις την άβυσσον, κατάψυχρον το σώμα και πλήρες μαύρου αίματος το ανοιγμένον στόμα.

Εγείρεται το στράτευμα, αι σάλπιγγες ηχούσι 115 και τα τριγύρω σπήλαια φρικτώς αντιβροντούσι. Των ίππων τα καλπάσματα, ο ρόγχος των θνησκόντων Άδην επαρουσίαζον και Τάρταρον των ζώντων. Πολλαί ψελλίζουν κεφαλαί μακράν από το πτώμα των συγγενών ονόματα, ενώ δάκνουν το χώμα. 120 Εράσμια ονόματα πλανώντ’ εις τον αιθέρα και πληγωμένος ο υιός εκάλει τον πατέρα, πατέρα, όστις έκειτο ήδη θανατωμένος κι από το μαύρον αίμα του ήδη καταβρεγμένος.

Τοιοτουτρόπως μάχονται πάνθηρες πειναλέοι, 125 ότε τοις επιπέσωσι λέοντες οι γενναίοι. Εις της νυκτός εφαίνετο τας μαύρας ερημίας ο θάνατος φρουρούμενος από τας Ερινύας. Ο πρώτος εις μιαν χείρα του το δρέπανον εκράτει, ενώ η άλλη έπρεπε τα σφάγια να δράττει· 130 αι δεύτεραι εφώτιζον με ανημμένας δάδας τ’ ακροσφαλή του βήματα σ’ εκείνας τας κοιλάδας. Εις την σκηνήν του αρχηγού ο ήρως ήτον τώρα, οπότε του θανάτου του πλησίαζεν η ώρα. Μ’ αστράπτοντα τα βλέμματα το ξίφος ανατείνει 135 και δι’ αυτού τον θάνατον απανταχού αφήνει.

Ενώ τους Τούρκους έσφαζε, μακρόθεν ιδού σφαίρα την κεφαλήν διατρυπά σχίζουσα τον αιθέρα. Τότε ακούονται ευθύς στων ουρανών τας χώρας βρονταί φρικώδεις και συχναί και αν ολίγας ώρας 140 ακολουθούσαν να βροντούν, ήθελεν ίσως όλον των πλανητών το σύστημα με τ’ ουρανού τον θόλον εις τα απέραντα χαθεί και φρικαλέα βάθη του χάους. Αν επιθυμεί το πνεύμα σου να μάθει ποία της τόσης ταραχής υπήρξεν η αιτία, 145 είναι, διότι έπνευσεν η πρόνοια η θεία με το πυρώδες όμμα της εις ένα πτεροφόρον. Εκάλεσε τον Μιχαήλ, τον θείον δορυφόρον και ούτω τον ομίλησε. «Θέλω ευθύς το πνεύμα του θαρραλέου Μπότσαρη». Και μ’ ένα μόνον νεύμα 150 τον αποπέμπει. Έτρεμεν, ενώ αυτός ελάλει, όλος ο κόσμος έμφοβος μήπως καμία άλλη διαταγή εσήμαινε το τέλος της ζωής του.

Ο ήλιος παρήτησεν εκ της πυρώδους γης του πυρακτωμένα τμήματα. Η θάλασσα εσχίσθη 155 και εις τα μαύρα στήθη της μια νήσος εβυθίσθη. Τα μαύρα κήτ’ εφάνησαν. Όλ’ ήνοιξαν οι πόροι της γης, κι ανύψωνον πυρός στύλους πολλούς τα όρη. Πολλά του Άδου έπεμψε δαιμόνια ο Πλούτων, να μάθουν τί επροξένησε τον κρότον τον τοσούτον. 160 Αν σου λαλούντος, Κύριε, τρέμουσι τα στοιχεία, οποία θέλεις προξενεί εις την οργήν σημεία!

Ο άγγελος ο Μιχαήλ είχεν ήδη πετάσει, ναι, όπου έκειτο σχεδόν νεκρός ο Μάρκος, φθάσει. Πιστώς οι στρατιώται του και όλοι οι λυπημένοι 165 το σώμα του εφύλαττον στο αίμα του βρεγμένοι. Η θέσις καθ’ ήν έκειτο εφαίνετο τι θείον, το χρώμα του προσώπου του ομοίαζε των ίων, οπότε μ’ άνθη κίτρινα είν’ αναμεμειγμένα. Τα σφραγισθέντα χείλη του δυο ρόδα μαραμένα, 170 και αι χλωμαί του παρειαί κατάξηροι κοιλάδες ή άνυδροι και φαλακραί αμμώδεις πεδιάδες. Τα ζωηρά του όμματα αστέρες σκοτισμένοι και ήλιοι εις κίνδυνον να μείνουν εσβεσμένοι. Τα δάκρυα που πλημμυρούν τους δύο οφθαλμούς του 175 δρόσος εφαίνετο αυγής· ο σκοτισμένος νους του εις μίαν νύκτ’ ομοίαζε γεμάτην από νέφη. Εδάκρυ’ ενθυμούμενος τα άθλιά του βρέφη, την δυστυχή πατρίδα του, την φίλην σύζυγόν του, ήτις τον επρομήνυσε τον μαύρον θάνατόν του.

180 Ότε τον επλησίασεν ο άγγελος ο θείος, προς την ωραίαν του ψυχήν ούτω λαλεί. «Και ποίος »άλλος, φιλτάτη, άξιος τόπος είναι στην κτίσην, »παρ’ ο γλυκύς παράδεισος, όστις εις σου την φύσην »ν’ ανήκει περισσότερον; Παραίτησε την ύλην 185 »κι ελθέ να φύγομεν μαζί προς τ’ ουρανού την πύλην».

Το πνεύμα τον υπήκουσε και παρευθύς εκβαίνει και με τον θείον Μιχαήλ στον ουρανόν πηγαίνει. Οι στρατιώται του Θεού συνέρχονται πλησίον και μετ’ αυτών τα τάγματα απάντων των αγίων.

190 «Ω πνεύμα αγιότατον προς τί αργοπορούσες, λέγουν όλοι οι άγγελοι, και τόσον εστερούσες ημάς της συνοδείας σου; Συχνάκις εις τα θύρας ετρέχομεν να μάθομεν απ’ τας ωραίας μοίρας πότ’ έμελλον οι πόδες σου ενταύθα να πατήσουν 195 κι αι χάριτές σου τον Εδέμ ωραίως να κοσμήσουν».

Αφού οι θείοι υπουργοί τους λόγους τούτους είπον, με άσματ’ εσυνόδευσαν το πνεύμα εις τον Κήπον, όπ’ έμελλε να κατοικεί σκηνάς τας αιωνίας και του Θεού να δέεται υπέρ ελευθερίας 200 της δυστυχούς πατρίδος του και όλων των Ελλήνων.

Θεία ψυχή του Μπότσαρη, και μετά σού εκείνων τα πνεύματα παρακαλώ, οίτινες στο πλευρόν σου απέθανον, μη θέλοντες σκύλευμα των εχθρών σου το πληγωμένον σώμα σου ν’ αφήσουν και να φύγουν. 205 Σας, πνεύματά μου ιερά, παρακαλώ, αν λήγουν οι στίχοι μου οι ασθενείς χωρίς να σας υμνήσουν αξίως, μεμφθείτε τας Θεάς, αίτινες να μ’ αφήσουν κι εις άλλον απεφάσισαν τα δώρα επ’ αιώνος να δώσουν· λέγω τας Θεάς του όρους Ελικώνος.