Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη
προς τον τεθλιμμένον πατέρα του

Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο στου βράχου τη λειψάδα και ζει με λίγη καταχνιά, με λίγην αντηλιάδα. Δεν το είδε μάτι φθονερό. Στη σχισματιά κρυμμένο τη μοναξιά του χαίρεται, τ’ αρέσει να ’ναι ξένο. 5 Στου κόσμου τον απέραντο τον θησαυρό δε φέρνει παρ’ αρμονία και χαρά… Γιατί το συνεπαίρνει στο πέρασμά του ο σίφουνας; Γιατί το ξεριζώνει;… Το φοβερό το γίγαντα ποιός στέλνει; Ποιός σκοτώνει το πλάσμα μόλις άνοιξε τα φύλλα στον αγέρα;… 10 Πες μου το συ, πατέρα.

Λαλεί τ’ αηδόνι στο κλαρί, τον ουρανό τηράζει και νανουρίζει ολονυχτίς την πλάση που νυστάζει. Τα χίλια του λαλήματα γλυκά συναπαντιώνται μ’ αστέρια διαβατάρικα κι εγκαρδιακά φιλιώνται. 15 Τ’ ακούν τα νυχτολούλουδα, τα καταπίνει ο κρίνος… Και την αυγή βουβό! νεκρό! Πες μου ποιός είν’ εκείνος που πρόσταξε το σερπετό ν’ ανοίξει τ’ άγριο στόμα να καταπιεί τον άγρυπνο τον ψάλτη, πριν ακόμα τελειώσει το τραγούδι του και πριν τον εύρει η μέρα; 20 Το ξέρεις συ, πατέρα;

Θεόρατος καταμεσής στο πέλαγο ένας βράχος περήφανος, απάτητος, σκληρός θαλασσομάχος πέτεται με το ψήλωμα και με την ανδρειά του. Δεν τον ετάραζαν σεισμοί και βλέπει στα νερά του 25 αδιάφορος τον πόρφυρα στο λάρυγγα να θάφτει, ν’ αλέθει με τα δόντια του, το δύστυχον το ναύτη… Λίγη ψιχάλα εχώνεψε βαθιά σε μια ραφή του, το κρύο την επάγωσε κι ευθύς η κορυφή του τρίζει, βογκά, σωριάζεται ψηλ’ από τον αιθέρα… 30 Πες μου γιατί, πατέρα;…

Και του πλατάνου την καρδιά, τον πρίνο, το ρουπάκι ακοίμητο, παντοτινό τρώγει κρυφό σαράκι. Κι η λεύκα η μακροτράχηλη με τ’ ασημένιο φύλλο, το κυπαρίσσι, π’ άφωνο θωρείς σα μαύρο στύλο 35 τον ουρανό μας να κρατεί και φαίνεται πλασμένο να ξεφυτρώνει αθάνατο σε χώμα πεθαμένο… Περνά ένα μαύρο σύγνεφο, επάνωθέ του στέκει, αστράφτει, σχίζεται, βροντά, ξερνά τ’ αστροπελέκι και στάχτη γίνονται μεμιάς, σκορπούν με τον αγέρα. 40 Πες μου γιατί, πατέρα;

Νόμος του κόσμου είν’ η φθορά και δε θα να χορτάσει η φοβερή δρακόντισσα πριν καταπιεί την πλάση, τ’ αηδόνι, τ’ αγριολούλουδο, το δέντρο, το κοτρόνι, τ’ αγγελοκάμωτο κορμί τ’ αγλύκαντού σου Αντώνη, 45 όλα ένα χέρι τα κρατεί, μια θέληση τ’ αφήνει ακλόνητη στο δάκρυ μας, χωρίς ελεημοσύνη. Χαλά τον κόσμο πὄπλασε, τον ξαναπλάθει ακόμα, ακούραστο, αχαλίνωτο το διάπλατό της στόμα δαγκά, συντρίβει αδιάκοπα ό,τ’ εύρει εδώ στη σφαίρα. 50 Τί κλαις; Τί κλαις, πατέρα;…

Εν Λευκάδι, Οκτώβριος 1877 *