Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Αστραπόγιαννος

«Λαμπέτη, εδείλιασα!… Τα σώθικά μου άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό. Νεκρά στο σκάνδαλο τα δάχτυλά μου βλέπεις, επάγωσαν… Δώσ’ μου νερό…

5 »Λαμπέτη, εσβήστηκα!… Ώραν την ώρα φεύγ’ ανυπόμονη, πετά η ψυχή. Στα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα· σκύψε και πιε τηνε μ’ ένα φιλί.

»Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου. 10 Μέσα στα στήθια σου θέλω να βρω στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου να βρει στα σπλάχνα σου τον ουρανό.

»Μόχτα κι επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι για το κεφάλι μου… Τί καρτερείς;… 15 Φορτώσου τ’ άρματα, το καριοφίλι, κόψε με γρήγορα… μη μ’ αρνηθείς.

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα το γιαταγάνι σου, κι είναι θολό… Πώς κλαις;… τί δέρνεσαι;… Τρίψε το ακόμα… 20 Μην τρέμεις… ζύγωσε… δώσ’ μου να ιδώ.

»Το αίμα τ’ άπιστο με το δικό μου δε θέλω επάνω του ν’ ανταμωθεί, φαρμάκι αγλύκαντο μες στο λαιμό μου δε θέλω σύντροφο κάτου στη γη.

25 »Χτύπα, Λαμπέτη μου!… Άπλωσε, πιάσε, σφίξε στα δάχτυλα τ’ άσπρα μαλλιά… Τα χέρια εσταύρωσα… Μη με φοβάσαι… Κόψε με… πάρε με στην αγκαλιά».

Ολόρθο επέταξε τ’ άξιο λεπίδι, 30 τ’ αγέρι εξέσχισε, παίρνει φτερό, άστραψ’, εσφύριξε γοργό σα φίδι… Το δέντρο ελύγισε στη γη νεκρό.

Βαριά σπαράζει, φοβερή στο χέρι του Λαμπέτη η κάρα τ’ Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο 35 του σκοτωμένου τρεις φορές ανεβοκατεβαίνει και βασιλεύει σκοτεινό. Στο μέτωπό του η νύχτα ξαπλώθηκε αξημέρωτη. Δεν άφηκε η ψυχή του άλλο σημάδι οπίσω της παρά στ’ αχνό το στόμα, σα μιαν αχτίδα φεγγαριού στο μάρμαρο του τάφου, 40 ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο στου γέροντα τ’ αρματολού τα κάτασπρα τα γένια.

Σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης, κι αρπάζει το δισάκι του! Στη μια μεριά φορτώνει το κρίθινό του το ψωμί, στην άλλη ματωμένο 45 το λείψανό του τ’ ακριβό. Το δάχτυλό του βάφει στο αίμα π’ άφριζε στη γη, σταυρώνει το κουφάρι και χάνεται στη λαγκαδιά… Καπνός ο πεζοδρόμος.

Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι πενήντα Λιάπηδες τον κυνηγούν. 50 Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει… Η νύχτα επλάκωνε, λυσσομανούν.

Στη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι… Αδειάζουν τ’ άρματα… στέκουν να ιδούν. Βροχή τα βόλια τους μες στο δισάκι 55 τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.

Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, πηδά χαλάσματα και λαγκαδιές, παίρνει το λείψανο στην αγκαλιά του… Κάλλιο στην πλάτη του χίλιες βολιές.

60 Αγριοπρίναρα, παλιούρια, βάτοι τη σάρκα τὄτρωγαν, όθε διαβεί. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, εμπρός τρισκότιδο και πίσω εχθροί.

Στο χιόνι εβάλτωνε το παλικάρι, 65 τη γλώσσα τὄφρυγε δίψα σκληρή. Νύχτα θεότυφλη, χωρίς φεγγάρι, και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Περνούν μεσάνυχτα κι η Πούλια σβηέται, τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμών’ η αυγή. 70 Στέκει… ακουρμαίνεται… δεν αγρικιέται κανένα πάτημα… παντού σιγή.

Ξυπνούν οι πέρδικες στο χαραμέρι… Στο λόγγο ερίχτηκε, γύρω θωρεί… Γνωρίζει ανέλπιστα παλιό λημέρι, 75 τη βρύση εξάνοιξε πὄτρεχ’ εκεί.

Πάλ’ ακουρμαίνεται… γέρνει τ’ αφτιά του, πέφτει τ’ απίστομα, τη γη ρωτά… Χτύπο δεν άκουσε… μόν’ η καρδιά του μέσα στα στήθια του βαρεί, πετά.

80 Του φάνηκε ότι εξέφυγε… Εμέτρησ’ ένα ένα τ’ άρματα τ’ Αστραπόγιαννου· δεν έχασε κανένα το μαύρο το κλεφτόπουλο στο φοβερό του δρόμο. Σιμά στη βρύση εκάθισε, κατέβασε απ’ τον ώμο το έρμο το δισάκι του… Το μάτι του έχει αντάρα… 85 Απλώνει μες στο σάβανο το χέρι με λαχτάρα… Σφίγγει τα κρύα τα μαλλιά… Ο νους του ανεμοζάλη… Ξεσέρνει το κεφάλι.

Μ’ ανατριχίλα το θωρεί. Στα χόρτα το καθίζει, παίρνει στη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει· 90 ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καριοφίλι, πλένει το στόμα το βουβό και στα νεκρά τα χείλη βρίσκει ο Λαμπέτης άσβηστο, σα να ’ταν πετρωμένο, του γέρου το χαμόγελο γλυκ’ αποκοιμημένο. Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότε ένα δάκρυ πέφτει 95 στο πρόσωπο του κλέφτη.

Ένιωσ’ ότ’ είχε την ευχή τ’ αρματολού μαζί του και ξεσυγνέφιασε μεμιάς η θολερή ψυχή του. Του φάνηκε ολοζώντανος εκεί με τ’ άρματά του ο γέροντάς του νηστικός ότ’ έστεκε σιμά του. 100 Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τη φτέρη ξεφυλλίζει, παίρνει ένα κρίθινο ψωμί, στη μέση το χωρίζει και τη μια σφήνα από τες δυο τη δίνει στο κεφάλι κι αυτός κρατεί την άλλη.

«Ξύπν’, Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει. 105 Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαριά; Ξύπνα, ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει να ιδείς τα φράξα σου, τα κρύα νερά.

»Τα μάτια άνοιξε, ψυχοπατέρα, να ιδείς που σ’ έφερα σε μια βραδιά. 110 Μες στο λημέρι σου μ’ ήβρηκ’ η μέρα, το ’χω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά.

»Θυμάσαι, ανήλικο μ’ είχε πετάξει στον δρόμο η μοίρα μου, μικρό μικρό· τη μάνα οι άπιστοι μου ’χανε σφάξει, 115 στο λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανό.

»Εδώ επρωτόρθαμε… Μ’ ακούς, πατέρα;… Εδώ μ’ ανάστησες νεκρό, φτωχό. Εδώ με πότισες δροσιά κι αγέρα, μ’ έκανες έλατο, πατέρα, εδώ.

120 »Πρώτος συ μὄδειξες του εχθρού την όψη και συ μ’ εβάφτισες μες στη φωτιά. Ποιός να σου το ’λεγε πως θα σε κόψει το χέρι πὄμαθες να πολεμά;

»Ξύπν’, Αστραπόγιαννε, και κοίταξέ με, 125 φάγε μ’ εμένανε λίγο ψωμί, φόρεσε τ’ άρματα, χαιρέτησέ με, ξύπνα, ζωντάνεψε κι ήρθ’ η αυγή.

»Εσύ επρωτόδινες ψηλά στο βράχο το καλημέρισμα στον αϊτό, 130 συ πρώτος έδειχνες σ’ εμέ, στο Ζάχο, το γλυκοχάραμα στον ουρανό.

»Τότ’ εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσι στα καταράχια μας τρομαχτικό, τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίσει 135 κάτου τα Σάλωνα… και τώρα εδώ.

»Ο Ζάχος έπεσε… κι ήταν γραμμένο εγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ’ ορφανό, το ξυλοκρέβατο για σε να γένω, για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ».

140 Κι εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε μεμιάς αφτιάζεται… κι ένα σκυλί μακρά τού φάνηκε σα να αλυχτούσε, κούφια σαν κι άκουσε ποδοβολή.

Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμοκλάδια· 145 σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά πλατόνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια… Μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;…

Σκύφτει, ακουρμαίνεται… σιμών’ η αντάρα… Του ’βραν το πάτημα στο χιόνι οι εχθροί. 150 Αρπάζει τ’ άρματα, κρύβει την κάρα, πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή.

Τρέχει εδώθ’, εκείθε γέρνει η έρμη φτέρνα στο βουνό, μαύρο κύμα ανεμοδέρνει 155 και δε βρίσκει ένα γιαλό.

Τον επήρε γι’ αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός… Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη πάντα πίσω του ο νεκρός.

160 Στο τυφλό το τρέξιμό του μες στη φούχτα του αρπαχτά για να βρέξει το λαιμό του πίνει πάχνη και περνά.

Τον εθέριζε άγρια πείνα 165 και δεν έχει άλλο ψωμί… Στο σακί του μέν’ η σφήνα τ’ Αστραπόγιαννου ξερή.

Στ’ αχαμνά τα δάχτυλά του την επήρε μια φορά… 170 Θολωμέν’ είν’ η ματιά του και τα χείλη του ανοιχτά.

Όλος έτρεμε… στο στόμα την εζύγωσε σκιαχτά… Δεν αμάρτησε, όχι ακόμα… 175 Αναστέναξε βαριά.

Μεμιάς τὄφυγ’ ένα δάκρυ, την εφίλησε γλυκά, και στον κόρφο σε μιαν άκρη την εγώνιασε βαθιά.

180 Πόσες μέρες και πού τρέχει, πόσες νύχτες δε μετρά, μέσα ο νους του πάντα βρέχει στην ψυχή του συγνεφιά.

Μες στο λόγγο αν σταματήσει 185 για να πάρει ανασασμό, κάποιος λύκος θα χουμήσει για ν’ αρπάξει το νεκρό.

Καλιακούδες και κοράκοι το κεφάλι κυνηγούν, 190 με τα νύχια απ’ το δισάκι να το κλέψουν πολεμούν.

Ανδρειεύεται η καρδιά του, τρέχει ακόμη λίγο εμπρός, μια κρυφή βρίσκει σπηλιά του, 195 μέσα ρίχνεται ο φτωχός.

Ξεφορτώνεται, δειλιάζει, γέρνει αναίσθητος στη γη, κλει τα μάτια του, πλαγιάζει και το λείψανο κρατεί.

200 Κι εκεί που ’τανε θαμμένος μες στου ύπνου τη νυχτιά, στο πλευρό του ο σκοτωμένος ανταριάζεται, ξυπνά.

Στέκει εμπρός του… Τα δυο μάτια, 205 κούφια χάσκουνε πλατιά. Πέφτ’ η σάρκα του κομμάτια, τα δυο χείλη λαγκαδιά.

Το γλυκό χαμόγελό του λίγο λίγο είχε σβηστεί 210 και περνούν στο μέτωπό του μαύρα γνέφη εδώ κι εκεί.

«Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή, ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου· 215 δώσ’ μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη.

»Κάτου στα Σάλωνα, ξεψυχισμένος ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ· ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι αποσταμένος θέλω στο μνήμά μου να πάω κι εγώ.

220 »Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου όρνια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά, πριν με ξεσχίσουνε στο σάβανό μου, παιδί μου, κρύψε με στη γη βαθιά.

»Τώρα που εκόρνιασαν κι ολόγυρά μου 225 σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί, πάρ’ το δισάκι σου, πάρ’ τ’ άρματά μου, ξύπνα να φύγομε πριν έρθ’ η αυγή.

»Θέλω το χάραμα, πὄβγαινε πρώτο και μου καμάρωνε τη λεβεντιά, 230 τ’ αγέρι, πὄτρεχε χνότο με χνότο και μου ζωντάνευε τα σωθικά,

»οι αριές, τα πεύκα μου, τα κρύα νερά μου, θέλω, Λαμπέτη μου, να μη με ιδούν, να μη γνωρίσουνε την ασχημιά μου… 235 Έλα να φύγομε, μην πικραθούν.

»Τώρα που μ’ έφερες ώς τα Παλάτια, σκάψε το λάκκο μου σ’ αυτήν τη γη. Εδώ δε φτάνουνε του εχθρού τα μάτια δεν ανεβαίνουν παρ’ αϊτοί.

240 »Λαμπέτη, χώσε με με τ’ άρματά μου, ολόρθα, στήσε τα, δεξιά ζερβιά. Να ’ναι στο μνήμα μου κεροδοσά μου, πρωτοπαλίκαρα στην ερημιά.

»Κι όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσεις, 245 έβγα στο Τρίκορφο γοργά γοργά να πεις πως σ’ έστειλα να πολεμήσεις, πες χαιρετίσματα στην κλεφτουριά.

»Εχτές επιάστηκε κι εκεί τουφέκι, στον ύπνο μου άκουσα το βογκητό· 250 εγώ αποσβήστηκα κι αστροπελέκι, Λαμπέτη, μὄμεινες εσύ στερνό.

»Μη μου πικραίνεσαι, κι είναι γραμμένο μ’ εμένα γλήγορα ν’ ανταμωθείς, τρέχα, πολέμησε και σε προσμένω 255 στο μνήμα μου άλιωτος όσο να ’ρθείς».

Ξυπνά, αλαφιάζεται, ο νους του ανάφτει· βουβός επέρασε μια λαγκαδιά. Βρίσκει έν’ απόγωνο, το χώμα σκάφτει τα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.

260 Το νύχι αιμάτωνε μες στο στουρνάρι, έχωσε τ’ άρματα και το ψωμί, στο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί.

Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει, 265 δεν εξανάσαινε μην προδοθεί· κοιτάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, τρέμει στον πόλεμο μη δε βρεθεί.

Βλέπει το Τρίκορφο, σφίγγεται, φτάνει, το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό. 270 Σέρνει στα δόντια του το γιαταγάνι, ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα, παρόμοιος σίφουνας; ο εχθρός ρωτά. Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα 275 πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά.

Χάρος ανέλπιστος περνά, θερίζει, αναστυλώθηκε κι η κλεφτουριά. Ρυάζετ’ η Ρούμελη στο μετερίζι ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά.

280 Δεν τον επρόφταιναν… Τον ανακράζουν, δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός. Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν, σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός.

Στο δρόμο του άξαφνα του λυέται η χαίτη, 285 στην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά· τότε του φώναξαν: «Στάσου, Λαμπέτη, άφησε κι ένανε γι’ άλλη φορά».

Κι αυτός δεν ένιωθε ποιός τονε κράζει, πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά, 290 τ’ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει… Άστραψ’, εβρόντησε μια πιστολιά.

Τον ελαβώσανε… Στο χώμα γέρνει, το βόλι εχώνεψε μες στα πλευρά. Πέφτει τ’ απίστομα, σιγά ξεσέρνει, 295 σα φίδι κρύβεται μες στα κλαριά.

Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά του κι εκείνος έτρεχεν ολονυχτίς. Πατεί, σωριάζεται, σβηέτ’ η καρδιά του… Πού ’σ’, Αστραπόγιαννε, να τονε ιδείς;…

300 Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια, βράχους απάτητους, νεροσυρμές, εξημερώθηκε μες στα Παλάτια, εψυχομάχησε χίλιες φορές.

Το μνήμα επρόσμενε… Λιγάκι ακόμα 305 να φτάσει τὄλειπε… πετιέται ορθός, πηδά, ανδρειεύεται… το έρμο χώμα σφίγγει στα δόντια του, πέφτει νεκρός.

Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι κι ο τάφος κρύβεται βαθιά βαθιά. 310 Λες κι εσαβάνωσαν σ’ ένα σεντόνι τα δυο τα λείψανα σφιχτά σφιχτά.

[1867*]