Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Στιχούργημα Β΄

La mort est un doux oreiller *
Béranger

Της νεότητός μου ρεύμα, θολωμένον απ’ τα πάθη, διατί κυλάς βραδέως προς του μηδενός τα βάθη; Διατί τινός ανέμου η πνοή η μαινομένη δε σε ρίπτει εκεί που πάντα βαρύς ύπνος μόνον μένει; 5 Στην σκιάν των κυπαρίσσων εις μίαν κλίνην από χώμα κι από κόκαλα αρχαία απλωμένος σ’ ένα στρώμα δεν θα βλέπω τους αστέρας. Αλλά τί; ο νεκρικός μου λύχνος δεν θα είναι τάχα η σελήνη, ο ουρανός μου, αν κανείς θνητός θελήσει 10 με το πτώμα μου έναν λύχνον εις τον τάφον μου να κλείσει;

Αι ξηραί μου χείρες θα ’ναι κι εκεί μέσα δεδεμέναι· αλλ’ αντί να είναι τώρα με δεσμά αλυσοδεμέναι, με δεσμά σκληρών τυράννων, δεν είν’ κάλλιον στο μνήμα δεδεμέναι να προσφέρουν του Σταυρού το θείον σχήμα; 15 Θα κοιμώμαι εκεί ησύχως, και οσάκις στο πλευρόν μου ακουσθεί ο βαρύς ήχος της σκαπάνης που θ’ ανοίγει κανέν μνήμα εκεί σιμά μου, από φόβον μήπως θέλουν ν’ ανασκάψουν τα οστά μου τότε μόνον θέλω κράξει 20 και αν φωνήν δεν έχω πλέον, αντ’ εμού θέλει φωνάξει η έρμη κόρη των σπηλαίων και των σκοτεινών μνημάτων, η Ηχώ η μαύρη Νύμφη των οστών και των πτωμάτων.

25 Της νεότητός μου ρεύμα, θολωμένον απ’ τα πάθη, διατί κυλάς βραδέως προς του μηδενός τα βάθη; Διατί δεν καταρρέεις σ’ ένα τάφον, όπου μόνον δύνασαι μακράν να είσαι των ανέμων, των χειμώνων της μηδαμινής ζωής μου; Εις αυτήν την κατοικίαν 30 άλλο πλέον δεν ταράττει των νεκρών την ησυχίαν παρά μόνον των κλαδίσκων και των μαραμένων φύλλων ο μονότονος ο ήχος, όταν έρπουν, και τι κοίλον μέρος εις την γην ζητώσι, όπου πέραν των λαιλάπων καν ησύχως να ταφώσι.

35 Στας έρημους τας αμμώδεις της νεανικής ζωής μου ένας τάφος μόνον είναι δι’ εμέ η όασίς μου. Την Ζαχάρ οπότε ο Νότος κι ο Βορράς ανακατώνει, ότε η άμμος τους αστέρας και τον ουρανόν τυφλώνει, ευτυχείς εκείν’ οι κόκκοι, οίτινες παρασυρμένοι 40 υποκάτω ενός χόρτου μένουσι καταθαμμένοι. Και εγώ είς κόκκος άμμου, και εγώ παραδαρμένος από σκληροτέρους νότους εις το μνήμα απλωμένος στην σκιάν ολίγων χόρτων διατί δεν ησυχάζω; Θέλω κάλλιον ένα λίθον παρ’ αλύσους να βαστάζω. 45 Της νεότητός μου ρεύμα, θολωμένον απ’ τα πάθη, κύλα, κύλα ταχυτέρως προς του μηδενός τα βάθη.

Δεν εγήρασα, όχι ακόμη, δεν επέχυσεν ακόμα εις τας παρειάς μου ο χρόνος των ρυτίδων του το χώμα· και τα χείλη μου δεν είναι αυχμηρά και μαραμένα, 50 της νεότητος η δρόσος τα φυλάττει νοτισμένα. Αλλ’ ωσότου της δουλείας ένας σπόρος μένει ακόμα στης πατρίδος μου το χώμα, μόνον, μόνον διά να κράζω θέλω ανοίγει αυτό το στόμα. Της νεότητός μου ρεύμα, θολωμένον απ’ τα πάθη, 55 κύλα, κύλα ταχυτέρως προς του μηδενός τα βάθη.