Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[8]

Εις το ποίημα έν’ από τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη, ορφανή, την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν όλες ως θυγατέρα τους. Πέφτει εις τον πόλεμον ένας των ενδοξοτέρων αγωνιστάδων, τον οποίον αυτή είχε αγαπήσει εις τον καιρό της ευτυχίας· ώστε από το άκρο της ελπίδας η καρδιά της βυθίζεται εις την λύπη· ευρίσκει όμως παρηγορία κοιτάζοντας τ’ αγαπημένα πρόσωπα και το υψηλό παράδειγμα των άλλων γυναικών. Αυτά αρκούν να διαφωτίσουν οπωσδήποτε τούτο το κομμάτι, εις το οποίον η ενθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερώς προς τον Άγγελο, τον οποίον είδε στ’ όνειρό της να της προσφέρει τα φτερά του· γυρίζει έπειτα προς τες γυναίκες να τους ειπεί, ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς, αλλ’ όχι για να φύγει, αλλά για να τα κρατεί κλεισμένα εκεί κοντά τους και να περιμείνει μαζί τους την ώρα του θανάτου. Μετά ταύτα ανατρέχει η φαντασία της εις άλλα περασμένα· πώς την επαρηγορούσαν, ενώ εκείτετο άρρωστη, «οι ατάραχες πνοές οι πολυαγαπημένες» των άλλων γυναικών οπού εκοιμούνταν κοντά της· και τέλος πώς είχε ιδεί τον νέον να χορεύει, εις τη χαρμόσυνη ημέρα της νίκης.*

Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου; Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τα ’πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει. Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα, χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου! 5 Τα θέλω γω, να τα ’χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα, εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες. Κι άκουα που ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιά που ’ν’ η φωνή σου!» Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει· καλές πνοές παρηγοριά στη βαριά νύχτα κι έρμη· 10 με σας να πέσω στο σπαθί, κι άμποτε να ’μαι πρώτη! Το στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αφτί στολίζει, τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο, και στη θωριά του είν’ όμορφο το φως και μαγεμένο!


___

στ. 1
Φτερά ’χετε, π’ ανέγγιαγα παντού πετούν, Αγγέλοι


στ. 1-6
Παντού πετούν κι είν’ άφθαρτα, Αγγέλοι, τα φτερά σας·
στ’ όνομ’ Αυτού που τα ’πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει.
Ιδού, μ’ ασπούδα τα φορώ, μ’ αλαιμαργιά τα σφίγγω,
να τα ’χω δω, και να τα κλειώ, να τα κρατώ κλεισμένα,
εδώ που τρέχουνε για μέ γλυκές αγάπης βρύσες.


στ. 3-4
Και αμέσως τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
χωρίς φιλί, χαιρετισμό, χωρίς ματιά να δώσω.
*
όχι φιλί, χαιρετισμό, μήτε ματιά να δώσω.


στ. 9
παρηγοριά καλές πνοές, ψυχή της έρμης νύχτας.
*
γλυκές πνοές παρηγοριά
*
Έσπρωξ’ απόψε κατά σας τα χέρια που ’χαν θέρμη·
παρηγοριά καλές πνοές στη μαύρη νύχτα κι έρμη.


στ. 11-13
Το στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αφτί στολίζει,
στοχαστικά τα μάτια του τριγύρου δεν κοιτάζουν,
και δείχνουν την αγάπη τους για τον απάνου κόσμο.
Αχ! στη θωριά του ’ν’ όμορφο το φως και μαγεμένο.
*
Βάνουν αγάπη στα ψηλά τα μάτια κι η θωριά του,
κι απάνου της είν’ όμορφο το φως και μαγεμένο.
*
Τα μάτια χύνουν έρωτα κατά τον άνου κόσμο,
οπού τον αλαφρόδενε στη γη με το χορό του,
και στη θωριά του […]
*
Δέν’ ελαφρά τον ουρανό στη γη με το χορό του.