Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[7]

Κρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου· πες, να το ξεμυστηρευτείς θες τ’ αδελφοποιτού σου; Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,

5 για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές η νεότερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νά μπει η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε.

Μεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι εκείνη.

Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές

απ’ όσα δίνει η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»

Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει.» — Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,

κι άφ’σε το χέρι του παιδιού κι εσώπασε λιγάκι, 10 και ξάφνου τής εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.

Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ όνειρό της,

κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα. Κι ότι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους, είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.

Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,

και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»

Και μία δεύτερη είπε:

15 «Εγώ ’δα δάφνες. —Κι εγώ φως· . . . . . —Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»

Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που ’χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα». Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που ’χε ξεψυχήσει.
Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τούς επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.
—Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύθηκες ταραγμένος;

Να μου το πεις να το ’χω γω γκολφισταυρό στον άδη.

Εχαμογέλασε πικρά κι ολούθενε κοιτάζει· κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.


___

στ. 1-2
Κρυφή χαρά σε πλάκωσε, μου λέει το πρόσωπό σου·
γιά, να την ξεμυστηρευθείς στον αδελφοποιτό σου.
*
Βίγλα, που απόψε εβίγλιζες . . . . .
κάτσε, και τ’ αδελφοποιτού γλυκά ξεμυστηρέψου.


στ. 1
Βίγλα, γιά πες τί εστάθηκε απόψε, παλικάρι


στ. 2
γιά κάθισ’, αδελφοποιτέ, και ξεμυστήρεψέ μου


στ. 13
Εσπούδαξα τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους
*
το πού ’χε ο νους τους το σκοπό στην υπνοφαντασιά τους


στ. 17
Να το ’χω γκόλφι και σταυρό και μέσα στο μνημούρι
*
Για δεν εμίλησε ποτέ του τάφου η πέτρα . . .