Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
[1]
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει· λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει· στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: 5 «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι; Οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.» |
|
___ |
|
στ. 2 |
|
Εκάθισε, εκιλάιδησε γλυκόφωνο πουλάκι· η μαύρη μάνα το φθονεί πως ηύρ’ ένα σπυράκι. |
| * |
| Ήρθε, εκιλάιδησε γλυκά πουλί που ταξιδεύει,
Ηύρε σπυρί κι επήρε το, κι η μάνα το ζηλεύει. |
| * |
| «Μόνε ξανοίγω και φθονώ πουλί στο πέταμά του,
και στο σπυράκι πὄβρηκε, και στη γλυκιά χαρά του». |
| * |
| «Πολύν καιρό το βάσταξα μέσα στην έρμη αγκάλη,
κι εφθόνεσα μικρό πουλί, που ’βρε σπυρί κι ελάλει». |
στ. 5-6 |
|
Και το τουφέκι το πιστό σηκώνει μ’ αργό χέρι: «Έρμο! Συ μὄγινες βαρύ· ο Αγαρηνός το ξέρει.» |
| * |
| Έρμο τουφέκι σκοτεινό, σαν τί σ’ έχω στο χέρι; |
| * |
| Ερμιάς σπαθί και σκοτεινιάς, σαν τί σ’ έχω στο χέρι; |
|
Εις αρχαιότερο χειρόγραφο, κατόπι του 6 στίχου ακολουθούν οι εξής, αλλ’ επειδή δεν είναι ειμή το αρχικό σχέδιο του 3ου αποσπάσματος δεν τους έθεσα εις το κείμενο: * |
|
Σάλπιγγα, ιδού, χωρίς πνοή αυτούς τους ίσκιους κράζει·
κινούντ’ ανάκατα κι ακούν μιαν άλλη που της μοιάζει. Γέλιο σφοδρό το τούρκικο στράτευμα συνεπαίρνει, κι η αναγελάστρα σάλπιγγα τρόμου λαλιά ξεσέρνει. |
| * |
| Χαμένη σάλπιγγα, τί θες κι αυτούς τους ίσκιους κράζεις;
Και συ τί θες αντίπερα που σαν ηχώ τής μοιάζεις; |
| * |
| Σώπαινε, σάλπιγγα οκνηρή, π’ αυτούς τους ίσκιους κράζεις,
και συ, σκληρή, π’ αντίπερα ωσάν ηχώ τής μοιάζεις; |
| * |
| Ανακατώνονται, κινούν, αργοί, συλλογισμένοι,
που σάλπιγγα τους έκραξε λεπτή, μικρή, χαμένη· και γρικούν πέρ’ αντίπερα μίαν άλλη που της μοιάζει. |


