Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

«Νότες» για ένα ποίημα *

[α΄]

Ελικοβλέφαρη χαμογελούσα βαθύζωνη μέσα στην τραγική γαλήνη—

[β΄]

Κι αν τραγουδώ ανάμεσα στα σκέλεθρα και στις ψυχές που σώσανε το λάδι μόνος στον έρημον αυλόγυρο ενός μοναστηριού των χρόνων της τουρκοκρατίας 5 κοιτάζοντας ακίνητες καμπάνες που ωριμάζουν—

[γ΄]

Με το κοντύλι μου έγραψα το μυστικό κρεβάτι κι ήταν τριγύρω τ’ αναμμένα βάτα που έγλειφαν τα μέλη ίσκιοι φιδιών τυλίγανε τα μελαψά λαγόνια και στης κοιλιάς τη λίμνη κολυμπούσε κόκκινο ένα χέλι—

[δ΄]

Σύντροφοι που χορεύετε μασκαρεμένοι σε μια κορφή που πάτησε τόσες φορές ο χαλασμός παίζοντας με χρωματιστές κορδέλες χορεύοντας, κοιτάχτε, το γαϊτανάκι—

[ε΄]

Κι ο γήλιος τρυπώντας τις φυλλωσιές πετάει στο χώμα χρυσά τσεκίνια απόκριση στην προσφορά του καθενός μας—

[στ΄]

Όπως τα ζαρωμένα πρόσωπα γερόντων πέφτουν σαν προσωπίδες σ’ ανοιγμένους λάκκους—

[ζ΄]

Η αγάπη το γαληνεμένο σπίτι του ανθρώπου.

(ΜΕΓΚ ΤΣΟΥ, 17)

[η΄]

Ο σταυραϊτός εδάγκωσε μια ρώγα κι άλλη ρώγα και κάρφωσε τα νύχια του στην άγονη κοιλιά κι είδα μέσ’ απ’ τα σύννεφα να χύνεται μια φλόγα που έσβησε με το ματωμένο κύμα στην ακρογιαλιά.

[θ΄]

Αντάρης: το βυσσινί σκυλόδοντο της Αφροδίτης.

[ι΄]

Άδεια πελάγη, άδεια καράβια, κεφάλια αδύναμα, ψυχές πιασμένες στο δίχτυ της μεγάλης αράχνης—

[ια΄]

Και την άκουσες την αυγή να ουρλιάζει· «Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα», όχι μονάχα στην κυψέλη των θησαυρισμένων τάφων αλλά κι εδώ στις γειτονιές με τους ακοίμητους κινηματογράφους, 5 στο περιβόλι της πολιτείας που το κατάπιε η νύχτα, στο Σύνταγμα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη: Πόσα λεπτά σιωπής κοστίζει μια ζωή; «Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»· μονάχα το αίμα θα ποτίζει τη ζωή και τ’ αηδόνι, 10 έτσι όπως τραγουδά τον πόθο του πίσω απ’ τις κλειδωμένες γρίλιες (αφηρημένος, σκυμμένο το κεφάλι περνάει στο δρόμο ένας καταδικασμένος σε θάνατο από όλους) για τα παιδάκια που αύριο θα ’ρθούν να παίξουν με καινούριες κουδουνίστρες—

[ιβ΄]

Ή χρώματα σε φορεσιές θεατρίνων που μόλις θυμόμαστε κάποτε λάμπουν—

[ιγ΄]

Περνώ μπροστά σε εικόνες που χαλνώ· το μεγάλο εικονοστάσι—

[ιδ΄]

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα.

Μάης – Ιούνιος 1946