Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

Τρεις μούλες

Γράμμα στον Μάστρο
Και εκαβαλλίκεψεν η ρήγαινα απάνω της θαυμαστής μούλας
του ανδρός της του ρε Πιερ, ονόματι Μαργαρίτα, και έκατσεν
απάνω της θαυμαστής μούλας γυναικεία, και επαράγγειλεν
του σκουτιέρη της, ονόματι Πουτζουρέλλο, να κρατεί μετά του
τα φτερνιστηρία της, και άντα του νέψει, να γυρίσει το πόδιν
της να κάτσει ανθρωπινά…

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Στη Δαμασκό μια νύχτα αγρύπνιας μου φάνηκε το πέρασμα της Ουμ Χαράμ * της βαθυσέβαστης γενιάς του Προφήτη. Άκουγα πέταλα σαν αργυρά δηνάρια 5 κι εκείνη λες και διάβαινε λόφους αλάτι κατά τη Λάρνακα, στη μούλα της καβάλα. Περίμενα μέσα σε δροσερά κλωνάρια δαγκώνοντας τον καρπό της μυρτιάς· τα μάτια μου τ’ αγκύλωνε μια ασπράδα 10 ίσως τ’ αλάτι ίσως το φάσμα της. Και τότε στους θάμνους ένας ψίθυρος: «Εδώ ηταν που γλίστρησε το ζο μου. Τούτη η πέτρα μου τσάκισε το διάφωτον αυχένα κι έδωσα την ψυχή μου νικηφόρα. 15 Απ’ τη βουλή του θεού ήμουν γεμάτη· μια μούλα δε σηκώνει τέτοιο βάρος· μην το ξεχνάς και μην την αδικήσεις».

Είπε κι εχάθη. Ωστόσο ακόμη τώρα η μούλα της ολοένα βόσκει στο μυαλό μου, 20 καθώς και η άλλη οπού σταμάτησε η καρδιά της όταν την ξεφορτώσαν απ’ τα δυο κιβούρια, τους δυο αδελφούς τους αδικοσφαγμένους απ’ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη.

Μα η πιο τρανή, πώς να την πω; Στον τόπο 25 που όσοι έζησαν πιο χαμηλά από τα καστέλια λησμονηθήκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου, αυτή αρμενίζει ακόμη στα φτερά της φήμης· το ξακουσμένο ζωντανό της ρήγαινας Λινόρας. Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια, 30 στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνια, στο γλάκι * της τραντά τα στήθια εκείνα γεμάτα σαν τα ρόδια φονικό. Κι όταν Ναπολιτάνοι Γενοβέζοι και Λομπάρδοι φέραν απάνω στο βασιλικό τραπέζι 35 σ’ ένα ασημένιο δίσκο, ματωμένο του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο και ξέκαμαν τον ελεεινόν Ιωάννη· λογιάζω πως χιχίνισε * τη νύχτα εκείνη, έξω από την απάθεια της φυλής της, 40 καθώς ουρλιάζει το σκυλί, διπλοεντέλινη, * χρυσοκάπουλη, στο στάβλο, η μούλα Μαργαρίτα.