Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

Στα περίχωρα της Κερύνειας

(Σχέδιο για ένα «ειδύλλιο»)
But I’m dying and done for
What on earth was all the fun for?
For God’s sake keep that sunlight out of sight.

JOHN BETJEMAN
Homer’s world, not ours.
W. H. AUDEN
........................................................

—Της τηλεγράφησα λουλούδια. —Ουίσκι; Τζιν; —Σήμερα οι αργυροί της γάμοι. —Το νου σας μην πηδήξει στο φουστάνι σας ο σκύλος· θα το λασπώσει· τον παραμελούν· γίνεται οικείος.

5 —Τζιν παρακαλώ. Μένει τώρα στο Κεντ. Πάντα θα τη θυμούμαι στην εκκλησιά. Σα βγήκαμε έβρεχε· μια μπάντα έπαιζε στ’ άλλο πεζοδρόμιο· θαρρώ Στρατός της Σωτηρίας. —Μέρες του Μάη, ο χρόνος της Μεγάλης Απεργίας.

—Δεν είχαμε ούτε εφημερίδες. —Δέστε το βουνό· 10 όταν βυθίσει τέλος πάντων ο ήλιος θά ειναι μονόχρωμο και ειρηνικό. Αυτό ειναι ο Άγιος Ιλαρίων. Το προτιμώ με το φεγγάρι. —Γράφει πως έχει κι ένα φάντασμα που τριγυρνά μ’ ένα σβηστό φανάρι. —Ο Άγιος Ιλαρίων; —Όχι, το σπίτι της στο Κεντ. —Εδώ το φάντασμα θα πήγαινε καλύτερα. Κάποτε —δεν 15 μπορώ να το εξηγήσω— η μνήμη σ’ αυτό το φως γίνεται πιο σκληρή, μια ζύμη που τη στεγνώνει ο ήλιος… —Ζύμη από τί; Έχω κι εγώ πονοκεφάλους. —Γνωρίσατε τον ποιητή, ή κάτι τέτοιο, που έμενε τον περασμένο μήνα εδώ; 20 Το αίσθημα τ’ ονομάζει παλίμψηστη λιβιδώ· πάρα πολύ ασυνήθιστος· τί θέλει να πει, δεν το ξέρει κανείς· κυνικός και φιλέλλην.

—Σώστροφος σνομπ. —Κάποτε αστείος· τώρα είναι στα λουτρά. —Στην Ιταλία καθώς άκουσα. —Ναι, κάποιο «σπα». 25 Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη. * Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη.

—Πολύ αθυρόστομος, πώς του επιτρέπετε; —Αλήθεια, πώς; Ίσως στην ηλικία μας να γίνεται κανείς συγκαταβατικός ίσως ανάγκη να ξεφύγω τον τρεχάμενο εαυτό μου 30 ίσως αυτό το νησί που με πλήττει σαν αερόλιθος άλλου κόσμου. —Γινόσαστε μελαγχολική, Μαργαρίτα. Μα είναι τόσο ωραία· ο ήλιος, η θάλασσα· ένα παντοτινό καλοκαίρι… —Α! τούτη η θέα που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη 35 πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί; Θα προτιμούσα τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ’ αποζητούσα μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς φωνή, χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή. Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα κρόσσια του ονείρου· 40 αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου, η καλύτερη φράση που άκουσα γι’ αυτό τον τόπο. Ήσυχα, Ρεξ! —Ευχαριστώ, μην κάνετε τον κόπο, ξέρω το δρόμο. Θα ήθελα να προλάβω ν’ αγοράσω πανί, σαράντα πήχες δίμιτο, για τον περιβολάρη μας τον Παναγή· 45 απίστευτο! τόσο, λέει, του χρειάζεται για μια βράκα… Καθώς μιλούσατε θυμόμουν ένα Σάββατο, τον Μπιλ, στη βάρκα στον Τάμεση… Κοίταζα το φουλάρι του όλο το δείλι. Σφύριζε καθώς έλαμνε, «Πες της το με το γιουκαλίλι». Τί να ’γινε άραγε;… —Σκοτώθηκε στην Κρήτη. 50 —Όμορφος, πολύ όμορφος… Θα σας περιμένω την Τρίτη… Ήσυχα που κυλούσε ο Τάμεσης μέσα στους ίσκιους… Καλόν ύπνο. —Κρίμα που δεν μπορέσατε να μείνετε για το δείπνο.